ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο άλλος στέκεται απέναντι και μας δείχνει την ελπίδα

Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος μιλάει στην «Κ» για το έργο «Λαμπεντούζα»

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Το Θέατρο Ριάλτο και ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου θα φιλοξενήσουν την παράσταση «Λαμπεντούζα» του αυστριακού συγγραφέα Άντερς Λουστγκάρτεν παραγωγής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Ο κ. Θεοδωρόπουλος, ο οποίος είναι και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου μάς μίλησε για το έργο, στο περιθώριο της συνέντευξης Τύπου που παρέθεσε ο ΘΟΚ για την αναγγελία της συνεργασίας του Φεστιβάλ με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Ο σκηνοθέτης της παράστασης θεωρεί ότι το έργο αναδεικνύει περισσότερο την άλλη πλευρά του δράματος, εκείνη της ελπίδας και της ανάγκης για μια ζωή καθαρή από συνθήματα και στερεότυπα. Η «Λαμπεντούζα» είναι ένα έργο που έρχεται να μας θυμίσει ότι στη ζωή μας υπάρχουν και απλά πράγματα, ότι ο ξένος ή ο διαφορετικός, μπορούν να μας τα υπενθυμίσουν.

– Κύριε Θεοδωρόπουλε, κατ’ αρχάς, τι πραγματεύεται το έργο;
–Το έργο έχει δύο ιστορίες, οι οποίες παρουσιάζονται κάπως παράλληλα. Ο ένας από τους ήρωες, ο Στέφανο, τον οποίο υποδύεται ο Αργύρης Ξάφης, όντας για τρία χρόνια άνεργος, βρίσκει μία πολύ δύσκολη δουλειά, να περισυλλέγει με ένα σκάφος ζωντανούς ή πνιγμένους μετανάστες και μέσα από αυτό γνωρίζει και δημιουργείται μία ανθρώπινη σχέση με έναν έγχρωμο. Μέσω αυτής της γνωριμίας ο Στέφανο, μετακινείται από τις απόψεις του. Από την άλλη η Ντενίζ, που παίζει την υποδύεται η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, είναι μιγάδα, από πατέρα Κινέζο και Αγγλίδα μητέρα και κάνει επίσης μία δύσκολη δουλειά, είναι υπάλληλος μιας εισπρακτικής εταιρείας, οπότε γίνεται δέκτης θλιβερών σχολίων. Φαντάσου, να είσαι εισπράκτορας, γυναίκα και μιγάδας. Και η Ντενίζ βρίσκει αποκούμπι σε μία επίσης ξένη. Αυτές οι δύο περιπτώσεις απασχολούν τον συγγραφέα και κάνει έναν ωραίο συνδυασμό, ώστε να μην εντοπίζεται το κομμάτι του ρατσισμού και των στερεοτύπων στον μαύρο που έρχεται από την Αφρική, αλλά και σε μία κοπέλα που έχει γεννηθεί στην Ευρώπη με μητέρα Ευρωπαία. Να σημειώσω ότι ο μαύρος και η φίλη της Ντενίζ δεν εμφανίζονται στη σκηνή, ωστόσο είναι δομικά στοιχεία του έργου.

–Το έργο μας μιλάει για το προφανές, τον ρατσισμό και τα στερεότυπα μόνο;
–Όχι, σε καμία περίπτωση. Το έργο μιλάει για το πώς προσεγγίζοντας έναν άνθρωπο, τότε σε αφορά η δύσκολή κατάσταση που έχει βιώσει, που σε αντίθετη περίπτωση θα ήταν απλώς νούμερα στα δελτία ειδήσεων και θα περνούσε από πάνω μας επιδερμικά. Το έργο ασχολείται και με άλλα εξίσου σημαντικά ζητήματα, όπως τα εργασιακά, τα θέματα κοινωνικών και άλλων σχέσεων. Είναι ένα έξυπνο και ενδιαφέρον κείμενο. Ο συγγραφέας εγκύπτει στην ανθρώπινη πλευρά των ηρώων του και δεν ασχολείται τόσο με την όποια πολιτική θέση του πόσο κακό ή καλό είναι το θέμα του ξένου και της ενσωμάτωσης.

 

Να μη χάνουμε τα απλά

–Τι σας τράβηξε το ενδιαφέρον περισσότερο σε αυτό το έργο;
–Είναι ένα έργο που μου κίνησε το ενδιαφέρον επειδή κουβαλάει ελπίδα. Οι άνθρωποι που επιλέγουν να κάνουν το μεγάλο βήμα ή που πασχίζουν να επιβιώσουν δεν κουβαλάνε εσαεί το δράμα τους, αλλά προσπαθούν να δουν το αύριο αισιόδοξα. Αυτή την αισιοδοξία δεν θέλω να χάσω ως σκηνοθέτης, διότι είναι εύκολο να το μετακινήσεις από το σημείο του συγγραφέα και να το κάνεις μελό. Το έργο ακουμπάει τον θεατή, τον πονάει, και μπορεί να φύγει βουρκωμένος αλλά φεύγει και με ένα χαμόγελο, τουλάχιστον εγώ έτσι νιώθω με αυτό το έργο. Επίσης, μου άρεσε ότι στο έργο υπάρχει και χιούμορ, όσο και αν ακούγεται οξύμωρο, στα όσα τεκταίνονται στη Λαμπεντούζα ή στο Λονδίνο. Ο συγγραφέας πιάνει ένα πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας. Δείχνει ότι όταν οι άνθρωποι έρχονται κοντά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και έχουν αγνές αφετηρίες, τότε ο καθένας αντικρίζει τον συνάνθρωπό του με άλλο μάτι. Από αυτό το έργο νιώθω κερδισμένος, αφού ξαναβλέπω μικρές λεπτομέρειες που κοντεύω να ξεχάσω και τις χάνω μέσα στην καθημερινότητά μου.

–Πώς είδατε σκηνοθετικά το έργο με δύο περιβάλλοντα εντελώς διαφορετικά;
–Δεν ακολουθώ κατ’ αρχάς τις σκηνοθετικές οδηγίες του συγγραφέα τόσο πιστά. Ο συγγραφέας δίνει περισσότερο συμβατικές οδηγίες. Έχω επιλέξει έναν δικό μου δρόμο. Οι δύο ιστορίες συνυπάρχουν στη σκηνή, χωρίς ποτέ όμως να μιλήσει ο ένας με τον άλλο, με αλλαγές φωτισμών, Στην παράστασή μας το φως δίνει τον λόγο στους ηθοποιούς. Μόνο στο τέλος ακολουθώ επακριβώς τις οδηγίες του συγγραφέα, όταν τα δύο γυρίζουν και κοιτάει ο ένας τον άλλο και ακολουθεί σκοτάδι. Σε άπλετο φως συνυπάρχουν και οι δύο ρόλοι. Να πω επίσης ότι εάν ένα έργο αν δεν έχει, καίτοι δραματικό, στοιχεία χιούμορ και αν δεν μου αφήνει χαραμάδες να βάλω χιούμορ, δεν με αφορά να το κάνω. Επίσης, με ενδιαφέρει η κίνηση στο θέατρο, η θέση των σωμάτων, χωρίς στυλιζάρισμα. Μου αρέσει το αφηγηματικό θέατρο. Στο έργο και οι δύο ήρωες απευθύνονται απευθείας στο κοινό. Οι ηθοποιοί το έψαξαν, παιδεύτηκαν, αλλά τα κατάφεραν.

–Το Θέατρο του Νέου Κόσμου γενικά καταπιάνεται με τέτοια έργα, έτσι δεν είναι;
–Ναι, γενικά με αφορούν τέτοια έργα. Μάλιστα, το πρώτο έργο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου είχε θέμα την προσφυγιά, την ελληνική προσφυγιά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αργότερα ανεβάσαμε τη «Βρωμιά» του Ρόμπερτ Σνάιντερ. Γενικά οι επιλογές μου, αυτά που θέλω να σκηνοθετώ είναι πάντα πολιτικές, όχι με τη στενή έννοια, αλλά έτσι όπως πιστεύω ότι είναι ο προορισμός του θεάτρου και της τέχνης γενικότερα, να αφουγκράζεται την εποχή της. Όπως έκαναν και οι τραγικοί μας, που τροφοδοτούμενοι από τον Όμηρο, έφτιαχναν έργα που ταρακουνούσαν τον θεατή.

–Τι αφήνει τελικά το έργο;
–Είναι ένα αισιόδοξο έργο, αν και μιλάει και για σκληρά πράγματα, αφήνει την ελπίδα να φανεί. Ο ξένος, ο διαφορετικός έρχεται να μας υπενθυμίσει απλές λεπτομέρειες που κάνουν τη ζωή μας διαφορετική και όμορφη. Αφήνει ένα όμορφο συναίσθημα να κυριαρχήσει, την ελπίδα.

 

Παραστάσεις στη Λεμεσό, Θέατρο Ριάλτο, Δευτέρα 23 Ιανουαρίου. Λευκωσία, Θέατρο ΘΟΚ, Κεντρική Σκηνή Αίθουσα Εύη Γαβριηλίδη, Τρίτη 24 Ιανουαρίου.

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση

X