ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο ζωγράφος που αγάπησε και απεικόνισε την κυπριακή φύση

Κισσονέργης, ένας πρωτοπόρος και ανήσυχος καλλιτέχνης που έδωσε μια άλλη εικόνα του νησιού

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η Έκθεση που παρουσιάζεται στη Λεβέντειο Πινακοθήκη βασίζεται σε μια ιδέα της επιμελήτριας της Κυπριακής Συλλογής δρος Ελένης Σ. Νικήτα, με την οποία μιλήσαμε για την τέχνη και τον ζωγράφο Ιωάννη Κισσονέργη. Στόχος της Έκθεσης είναι να φωτισθούν όσο το δυνατόν πληρέστερα τα πρώτα βήματα της κυπριακής τέχνης του 20ού αιώνα. Η κ. Νικήτα μάς εξήγησε φυσικά και τη σχέση του Κισσονέργη με τους Βρετανούς τοπιογράφους (μέσα από έργα καλλιτεχνών όπως οι William Hawkins (1845-1902), H. W. Seton-Karr (1858-1938), Tristram Ellis (1844-1922) και άλλων), και πώς αυτοί μετέφεραν στην Κύπρο τη μεγάλη βρετανική τοπιογραφική παράδοση. Μια παράδοση που στόχευε στην απόδοση του πνεύματος τόπου (genius loci). Ο Ιωάννης Κισσονέργης είναι ο πρώτος Κύπριος καλλιτέχνης που βοήθησε το κυπριακό κοινό να δει τη φύση ως τοπίο, όπως έκανε και ο ίδιος.


–Κυρία Νικήτα, ποιος είναι ο Ιωάννης Κισσονέργης, πώς αρχίζει η ενασχόλησή του με την τέχνη στην Κύπρο;
–Όταν ο Κισσονέργης επέστρεψε στην Κύπρο, ύστερα από σπουδές στην Αθήνα, η μόνη επαγγελματική διέξοδος που είχε ήταν να διορισθεί καθηγητής τέχνης. Εργάστηκε πρώτα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και ύστερα στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Δυστυχώς, ο μισθός του δεν ήταν αρκετός για να συντηρήσει αξιοπρεπώς την οικογένειά του. Έτσι, η μόνη διέξοδός του ήταν να αξιοποιήσει το ταλέντο, τις γνώσεις και τη μεγάλη αγάπη του για τη ζωγραφική. Εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο για την εποχή, μια και η αγροτική δομή της κοινωνίας και η έλλειψη αστικής κουλτούρας περιόριζαν πολύ την εξεύρεση Κυπρίων αποδεκτών του έργου του. Έπρεπε, λοιπόν, να αναζητήσει και αλλού αγοραστές, τους οποίους βρήκε μεταξύ των Βρετανών κατοίκων και επισκεπτών του νησιού. Αυτή η στροφή προς ένα ξένο, διαφορετικό κοινό, είχε άμεσες επιπτώσεις τόσο στη θεματογραφία όσο και στην τεχνική του, αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να ικανοποιήσει τα γούστα της νέας «πελατείας» του. Θα πρέπει να πω ότι οι Βρετανοί, από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο νησί έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην απεικόνιση τοπίων της Κύπρου σε μια προσπάθεια να κάνουν γνωστό στο βρετανικό κοινό το νέο απόκτημα του στέμματος. Επίσης, στρατιωτικοί και υπάλληλοι της αποικιοκρατικής διοίκησης, καθώς και μέλη των οικογενειών τους, όπως και Βρετανοί ταξιδιώτες ζωγράφοι, αποτύπωναν με το πινέλο τους τοπία και απόψεις της Κύπρου, είτε ως ενθύμια της εδώ παραμονής τους, είτε για να διακοσμήσουν τους χώρους τους, είτε ακόμη για να τα εκθέσουν σε εμπορικές εκθέσεις στη Βρετανία. Όλοι αυτοί κατηύθυναν το βλέμμα, ξεχώρισαν και απεικόνισαν τα ίδια σχεδόν τοπία, μνημεία και αξιοθέατα του νησιού. Τα ίδια θέματα βλέπουμε να ξεχώρισαν και οι πρώτοι Βρετανοί φωτογράφοι που επισκέφθηκαν το νησί. Όλοι αυτοί οι Βρετανοί, που ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, ασχολήθηκαν με την απεικόνιση του κυπριακού τοπίου, μετέφεραν στην Κύπρο τη μεγάλη βρετανική τοπιογραφική παράδοση. Μια παράδοση που στόχευε στην απόδοση του πνεύματος τόπου (genius loci) και που ανέδειξε την τοπιογραφία ως το εργαλείο προσδιορισμού της σχέσης του ανθρώπου με τον τόπο του και κατ’ επέκταση των γηγενών ιδιαιτεροτήτων του. Η παράδοση αυτή συνδέθηκε και με το υλικό της ακουαρέλας, το οποίο θεωρήθηκε ότι εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο την ατμοσφαιρική απόδοση του τοπίου. Επίσης, το υλικό αυτό, που μεταφερόταν εύκολα, χρησιμοποίησαν και οι ταξιδιώτες ζωγράφοι, όπως και το μικρό μέγεθος των πινάκων.


–Τι νέο κομίζει ο Ιωάννης Κισσονέργης στην κυπριακή τέχνη;
–Ο Ιωάννης Κισσονέργης είναι ο πρώτος Κύπριος καλλιτέχνης που είδε τη φύση – το για αιώνες φυσικό περιβάλλον του αγροτικού κυπριακού λαού ως τοπίο – και που βοήθησε στη συνέχεια το κυπριακό κοινό να δει και αυτό τη φύση ως τοπίο και να διακοσμήσει με τοπιογραφίες τους ιδιωτικούς του χώρους. Η ανάπτυξη της τοπιογραφίας και η καθιέρωσή της ως θεματικής ενότητας της κυπριακής τέχνης συνδέεται άρρηκτα με τον Ιωάννη Κισσονέργη. Από αυτόν εκπορεύεται η παράδοση της ζωγραφικής εκ του φυσικού, με την οποία ασχολήθηκαν όλοι οι Κύπριοι ζωγράφοι που έδωσαν έργα τις έξι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Είναι επίσης ο πρώτος Κύπριος καλλιτέχνης που ασχολήθηκε με την υδατογραφία, φθάνοντας υψηλά ποιοτικά επίπεδα. Στον ακούραστο αυτό ζωγράφο που δούλεψε σκληρά, κάτω από ιδιαίτερα αρνητικές συνθήκες – μια και στην Κύπρο δεν υπήρχε εικαστική παράδοση και ζωή – οφείλουμε και την είσοδο του κυπριακού ποιοτικού έργου τέχνης σε εκθεσιακούς χώρους και κατά συνέπεια την αντιμετώπισή του ως πολιτιστικού αγαθού με οικονομική αξία.

–Πώς εξελίσσεται ο Κισσονέργης καλλιτεχνικά και πού φτάνει (προσωπογραφία, τοπιογραφία κ.λπ.).
–Όταν ο Κισσονέργης επέστρεψε από τις σπουδές του, το κοινό στο οποίο θα μπορούσε να αποταθεί ήταν ιδιαίτερα περιορισμένο και βρισκόταν μεταξύ μια μικρής τάξης εύπορων αστών. Σ’ αυτούς, λοιπόν, απευθύνθηκε πρώτα, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τα δικά τους γούστα και ανάγκες. Ανταποκρινόμενος στο είδος της ζήτησης, ζωγραφίζει προσωπογραφίες, συνθέσεις με αλληγορικά, μυθολογικά ή ιστορικά θέματα, ηθογραφικές σκηνές και αγιογραφίες. Επίσης, ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική διακόσμηση κάποιων αντικειμένων, όπως παραβάν, που ήταν πολύ στη μόδα την εποχή εκείνη. Σε πολλά από τα έργα αυτά, όπως π.χ. στις προσωπογραφίες, τα ιστορικά θέματα ή τις ηθογραφικές σκηνές, διαπιστώνουμε τεχνοτροπικές επιρροές από τη μαθητεία του στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, όπου ακόμη ήταν πολύ έκδηλη η επιρροή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Στη συνέχεια, για όλους τους λόγους που αναφέραμε, αφιερώνεται στην τοπιογραφία, υιοθετώντας και το υλικό της ακουαρέλας, στη χρήση του οποίου εμβαθύνει ιδιαίτερα. Είναι σαφές ότι έχει μελετήσει τις επιμελημένες και ευαίσθητες υδατογραφίες των επτανησίων υδατογράφων και ιδιαίτερα του Άγγελου Γιαλλινά, αλλά στη συνέχεια και τη μεγάλη βρετανική παράδοση στην υδατογραφία.

 

«Ταυτισμένος με τον τόπο του» 

–Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της τοπιογραφικής τεχνικής του; Μεταφέρει μοτίβα από τους περιηγητές Βρετανούς καλλιτέχνες, πώς τα εξελίσσει;
–Ο Κισσονέργης λοιπόν επηρεάστηκε από τους Βρετανούς ζωγράφους, υιοθετώντας τη θεματογραφία τους, το υλικό της ακουαρέλας και το μικρό μέγεθος των πινάκων, με τις εξής όμως διαφορές: Όσον αφορά τη θεματογραφία, οι Βρετανοί ενδιαφέρονται να αποτυπώσουν το διαφορετικό. Εντυπωσιάζονται για παράδειγμα από τη συνύπαρξη στον ίδιο γεωγραφικό χώρο του γοτθικού δυτικού αρχιτεκτονικού ρυθμού και του ανατολίτικου στοιχείου. Στο στοιχείο αυτό στάθηκαν περισσότερο, απομονώνοντας σκηνές ενός καινούργιου για εκείνους τρόπου ζωής. Ξεχώρισαν επίσης και απεικόνισαν τις γραφικές απόψεις του νησιού. Ο Κισσονέργης, ακόμη και όταν ζωγραφίζει τα ίδια θέματα, τα δίνει με ένα διαφορετικό βλέμμα. Η τοπιογραφία του είναι μια βιωμένη τοπιογραφία. Ταυτισμένος με τον τόπο του, στάθηκε μεν στα προσφιλή στο κοινό του θέματα, επεκτάθηκε όμως πέρα από τα πεπατημένα για να αποδώσει μια σφαιρικότερη, πληρέστερη και αληθινότερη εικόνα του νησιού. Επίσης, τα έργα του Κισσονέργη χαρακτηρίζει μια ζωγραφική ποιότητα και γνώση της τεχνικής που δεν την βλέπουμε στα έργα με κυπριακά θέματα της πλειοψηφίας των Βρετανών, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι βέβαια ερασιτέχνες.

–Ο Κισσονέργης είναι πρωτοπόρος της υδατογραφίας στην Κύπρο, πώς τον ακολούθησαν οι επόμενοι; Το ξεπέρασαν;
–Με την υδατογραφία ασχολήθηκαν, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, όλοι οι Κύπριοι καλλιτέχνες που έδωσαν έργο, ιδιαίτερα μέχρι την Ανεξαρτησία. Τη χρησιμοποίησαν περισσότερο όσοι ασχολήθηκαν συστηματικά με την τοπιογραφία, όπως για παράδειγμα ο Κώστας Οικονόμου και ο Χαρίλαος Δίκαιος. Πολύ ωραίες και υψηλού ποιοτικού επιπέδου υδατογραφίες έδωσαν επίσης ο Αδαμάντιος Διαμαντής και ο Τηλέμαχος Κάνθος. Όμως δεν μπορώ να πω ότι η υδατογραφία είναι ένα υλικό που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους Κύπριους καλλιτέχνες, όπως συνέβη στη Βρετανία, ώστε η ακουαρέλα να θεωρηθεί και ως ένα εγγενές βρετανικό καλλιτεχνικό είδος. Το είδος αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον Ιωάννη Κισσονέργη. Όταν το 1953 μεταναστεύει μαζί με την οικογένειά του στη Νότιο Αφρική κλείνει μια ουσιαστική περίοδος της Κυπριακής Τέχνης. Μιας τέχνης που διαμορφώθηκε κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες της αποικιοκρατούμενης Κύπρου. Το έργο του Ιωάννη Κισσονέργη, χωρίς οποιεσδήποτε ιστορικές, φιλολογικές ή ιδεολογικές αναφορές, χωρίς συμβολισμούς ή μεταφορές, δίνει το πνεύμα του τόπου, ιχνηλατώντας το φως, τα χρώματα, τα σχήματα, τις ατμοσφαιρικές μεταλλάξεις, την «ευκρασία των ωρών» και γενικά τις ιδιοπροσωπίες του φυσικού και οικοδομημένου χώρου, χωρίς ή με την παρουσία του ανθρώπου. Η δεκαετία του 1950 και ο αγώνας της Κύπρου για ανεξαρτησία θα αναδείξει μια άλλη ομάδα ζωγράφων, με τον Αδαμάντιο Διαμαντή και τον Γεώργιο Πολ. Γεωργίου, που θα αντιπαραθέσουν ένα ανθρωποκεντρικό έργο με ιδεολογικό συχνά περιεχόμενο.

–Τι θα ανακαλύψει ο επισκέπτης από αυτή την έκθεση;
–Ο επισκέπτης θα ανακαλύψει βλέποντας την έκθεση αυτή την εικαστική Κύπρο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Θα βοηθηθεί να αντιληφθεί πόσο η τέχνη είναι στενά συνδεδεμένη με τις ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες που επικρατούν την περίοδο που ζει και δίνει έργο ο κάθε δημιουργός. Βλέποντας την έκθεση και ακόμη παρακολουθώντας τις ξεναγήσεις που γίνονται στον χώρο, ο Κύπριος φιλότεχνος θα αντιληφθεί πως η εικαστική Κύπρος έκανε κάποια από τα πρώτα της βήματα.

 

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Αναδρομές: Τελευταία Ενημέρωση