ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Αφορίστε τους κλέφτες

Του Παναγιώτη Καπαρή

Του Παναγιώτη Καπαρή

Αγανακτισμένος και οργισμένος βουλευτής μονολογούσε και έλεγε ότι μόνο αν αφοριστούν οι κλέφτες αυτού του τόπου θα γλυτώσει η Κύπρος από νέες περιπέτειες και νέες καταστροφές. Το τηλέφωνό του δεν σταματούσε να κτυπά, από απελπισμένους καλοκάγαθους ανθρώπους, οι οποίοι έπεσαν θύματα από «κουμπάρους», τους οποίους τους φόρτωσαν με χρέη. Τελευταία τραγική ιστορία, συνταξιούχου μεροκαματιάρη, ο οποίος ποτέ του δεν πήρε δάνειο από Τράπεζα. Ήξερε από πρώτο χέρι τα βάσανα των παππούδων του από τοκογλύφους και δεν τολμούσε να ζητήσει δάνειο. Πριν από τρεις δεκαετίες, θα πάντρευε την κόρη του και πήγε στη Συνεργατική του χωριού του, για να ζητήσει «overdraft» υπερανάληψη, πέντε χιλιάδων λιρών, όπως τον συμβούλεψε και ο τραπεζίτης «κουμπάρος». Το αίτημα σε μερικά λεπτά ικανοποιήθηκε, ο «κουμπάρος» ετοίμασε τα χαρτιά, υπέδειξε στον καλοκάγαθο αγρότη το σημείο στο οποίο θα υπέγραφε, και τον κέρασε και ένα καφέ. Ούτε λόγος για υποθήκη, ούτε λόγος για ασφάλεια της υπερανάληψης, ούτε λόγος για τόκους, ούτε λόγος και για επιπλέον χρεώσεις. Ο καλοκάγαθος άνθρωπος έφυγε τρισευτυχισμένος, αφού κανόνισε την υπόθεσή του και θα πάντρευε χωρίς άγχος την κόρη του.

Τα χρόνια πέρασαν, ο ηλιοκαμένος άνθρωπος πλήρωνε κάθε μήνα τη δόση για την υπερανάληψη και σε λίγα χρόνια ξεχρέωσε –έτσι νόμισε– χωρίς ποτέ να ψάξει τα χαρτιά τα οποία υπέγραψε. Είχε πλήρη εμπιστοσύνη στον «κουμπάρο». Αλλά μια μέρα, ο «κουμπάρος» τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι χρωστά μερικές χιλιάδες ευρώ, για την ασφάλεια της υπερανάληψης, την οποία δεν πλήρωνε, και μάλιστα ότι τα χωραφάκια του δεσμεύτηκαν από τη Συνεργατική. Ο «κουμπάρος» τού πρότεινε να μεταβιβάσει ένα χωράφι στον ίδιο και όλα θα τέλειωναν. Ο καλοκάγαθος άνθρωπος, ο οποίος είχε την υπερανάληψη ως μεγάλο μυστικό, φοβούμενος και τη μουρμούρα της γυναίκας του, μεταβίβασε το χωράφι στον «κουμπάρο», ο οποίος του έφερε τα σχετικά χαρτιά. Ωστόσο, ο «απατεώνας» δεν έκανε τον κόπο ή δεν μπορούσε να ρυθμίσει τις δεσμεύσεις των χωραφιών στο Κτηματολόγιο. Τα χρόνια πέρασαν και ο παππούς πλέον θέλησε να μεταβιβάσει την περιουσία του στα παιδιά του. Τότε διαπίστωσε ότι ήταν όλη δεσμευμένη και ότι ο «κουμπάρος» ήταν «απατεώνας». Μετά το πρώτο σοκ και την οργή, οι καλοκάγαθοι άνθρωποι, έτρεξαν στον βουλευτή τους, για να πάρουν συμβουλή. Η απάντηση ήταν απλή. Στην Αστυνομία και υπομονή. Για δικηγόρο ούτε λόγος, αφού η φτώχια δεν επέτρεπε τέτοιες «πολυτέλειες».

Ο αλτρουιστής και φιλάνθρωπος βουλευτής μίλησε για πολλές άλλες παρόμοιες ιστορίες με απατεώνες «κουμπάρους», οι οποίοι χάθηκαν από τους καφενέδες και «έβραζαν» στη μοναξιά τους, με τα χρυσά και τα αργύρια. Στάθηκε στην ιστορία μιας προσφυγοπούλας με αγνοούμενους, η οποία δανείστηκε πριν από το 1974, για να κτίσει το σπίτι της, από κάποιον «κουμπάρο». Μετά την εισβολή, ο «κουμπάρος» ζητούσε διπλά, λέγοντας ότι δεν πληρώθηκαν κάποιες δόσεις. Η γυναίκα έκανε δύο και τρεις χειρωνακτικές δουλειές για να πληρώσει τα χρέη της, από τον φόβο του κακού «κουμπάρου». Μέσα στον πόνο και την απελπισία της, καταράστηκε τον «τοκογλύφο», ο οποίος είχε ο ίδιος μαρτυρικό τέλος και τα παιδιά του δύσκολη ζωή. Οι «τοκογλύφοι» αποτελούσαν για αιώνες μάστιγα για την Κύπρο, αφού δάνειζαν κυριολεκτικά και για ένα κομμάτι ψωμί και άρπαζαν ολόκληρες περιουσίες. Η απάντηση των φτωχών ήταν οι κατάρες στους τοκογλύφους, οι οποίες βασανίζουν μέχρι και σήμερα τα παιδιά και τα εγγόνια τους, έστω και αν μερικά ακόμη ζουν σε αραχνιασμένα παλιά αρχοντικά.

Οι παππούδες μας στα χωριά, οι «αδρώποι», έλεγαν ότι: «αν σε δουν στον καφενέ και σηκώσουν το φρύδι, τότε μάζεψε τα πράματά σου και φύγε μακριά…». Αυτή ήταν η μεγαλύτερη τιμωρία, για ένα ηθικό παράπτωμα ή ακόμη και για ένα έγκλημα, σε μια τοπική κοινωνία. Δεν χρειαζόταν ούτε φωνές, ούτε επιχειρήματα, ούτε δίκες, ούτε και βία. Αρκούσε ένα φαρμακερό βλέμμα και εξαφανιζόσουν ως οντότητα. Οι «γεναίτζες» χρησιμοποιούσαν συνήθως τις κατάρες για να τιμωρήσουν κάποιο ανήθικο ή κλέφτη. Εμπειρικά γνώριζαν ότι οι κατάρες ενεργοποιούνται, αν είχαν δίκιο τα θύματα. Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, η τιμωρία ατόμων τα οποία παρανόμησαν και καταπάτησαν τα δικαιώματα του θρόνου, δεν είναι ούτε η καταγγελία στην Αστυνομία, ούτε η προσφυγή στα δικαστήρια. Λαμβάνει απόφαση η Ιερά Σύνοδος και απλώς βγαίνει ο διάκος και διαβάζει τους αναθεματισμούς κατά του συγκεκριμένου προσώπου. Ανάλογες πρακτικές ακολουθούν και άλλες Εκκλησίες, συνήθως για εκκλησιαστικά παραπτώματα. Έχει ο καιρός γυρίσματα και όλα εδώ πληρώνονται, όπως λέει ο σοφός λαός. Και ευτυχώς κανένας δεν είναι αναντικατάστατος και αθάνατος.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Καπαρή

Παναγιώτης Καπαρής: Τελευταία Ενημέρωση