ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ανώτατο: Συνταγματικός ο νόμος για την ακίνητη ιδιοκτησία

Η Ολομέλεια ψήφισε τον Νοέμβριο ομόφωνα σε νόμο, την πρόταση που κατέθεσε ο Βουλευτής της ΕΔΕΚ Κωστής Ευσταθίου

ΚΥΠΕ

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε σήμερα ομόφωνα ότι “ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας(Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 2017” που ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν είναι αντισυνταγματικός, αφού δεν παραβιάζει οποιαδήποτε άρθρα του συντάγματος ή την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

Η Ολομέλεια της Βουλής ψήφισε στις 20/11/2017 ομόφωνα σε νόμο, την πρόταση νόμου που κατέθεσε ο Βουλευτής της ΕΔΕΚ Κωστής Ευσταθίου, που διαλαμβάνει ότι οι ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας ενημερώνονται επαρκώς και εγκαίρως από τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται και ενδέχεται να επηρεάζουν ουσιωδώς την αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας τους.

Με βάση το κείμενο του νόμου οποιαδήποτε απόφαση, ειδοποίηση ή κοινοποίηση οποιασδήποτε αρχής, οι οποίες προβλέπονται στην υπό τροποποίηση βασική νομοθεσία, καθώς και οποιοδήποτε διάταγμα ή δικαστική απόφαση αναφορικά με οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία, που ενδέχεται να επηρεάσουν ουσιωδώς την αξία οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας, θα γνωστοποιούνται από την οικεία αρχή στον ιδιοκτήτη της ακίνητης ιδιοκτησίας με την αποστολή σε αυτόν σχετικής γραπτής ειδοποίησης.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε αναπέμψει το νόμο στη Βουλή η ολομέλεια της οποίας στις 13/12/2017, με 18 ψήφους υπέρ και 33 εναντίον, απέρριψε την αναπομπή του Προέδρου. Ακολούθως, ο Πρόεδρος καταχώρησε αναφορά στο Ανώτατο, ζητώντας γνωμάτευση κατά πόσο ο νόμος είναι αντίθετος και ασύμφωνος με συγκεκριμένα άρθρα του συντάγματος και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου, τα δύο ουσιαστικά θέματα που εγείρονται προς απόφασης ήταν πρώτο, το κατά πόσον η Βουλή νομοθέτησε εκτός του πλαισίου της αρμοδιότητας της και εντός του πλαισίου της αποκλειστικής αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας και δεύτερο, το κατά πόσον με τον νόμο παραβιάζεται η επιφύλαξη του άρθρου 80.2 του συντάγματος η οποία απαγορεύει την αύξηση των δαπανών που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό, με προτάσεις νόμου που υποβάλλονται από βουλευτές όπως στην προκειμένη περίπτωση.
Όσον αφορά στο πρώτο θέμα, το Ανώτατο επικαλείται παλαιότερη αναφορά Προέδρου της Δημοκρατίας κατά της Βουλής στην οποία, όπως αναφέρει, “ εξετάστηκε η σχέση μεταξύ των άρθρων 54, 58 και 61 του συντάγματος και επισημάνθηκε ότι το άρθρο 54 εναποθέτει την άσκηση εκτελεστικής και διοικητικής δικαιοδοσίας, αποκλειστικά στο Υπουργικό Συμβούλιο και του παρέχει αρμοδιότητα για άσκηση εκτελεστικής εξουσίας ‘επί παντός θέματος’”.

Από την άλλη, συνεχίζει το Ανώτατο, “η θέσπιση κανόνων δικαίου και ο προσδιορισμός των πλαισίων διακυβέρνησης της χώρας, αποτελούν αποκλειστική της Νομοθετικής Εξουσίας”, σημειώνοντας ότι “έστω κι αν η Βουλή νομοθετεί για θέματα που ενδιαφέρουν μικρό αριθμό προσώπων, το περιεχόμενο της νομοθεσίας δεν μπορεί να είναι άλλο από τη θέσπιση κανόνων δικαίου”.

“Εάν αφορούν κυβερνητικό τμήμα ή δραστηριότητα, μπορεί να πάρουν τη μορφή προσδιορισμού των αρχών, βάσει των οποίων θα ασκείται διοίκηση. Δεν μπορούν όμως να έχουν ως αντικείμενο την άσκηση διοίκησης, η οποία αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Η εκτέλεση των νόμων, εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας”, προστίθεται.

Το Ανώτατο αναφέρει ότι “αφού εξετάσαμε το άρθρο 75Α το οποίο εισάγεται με το νόμο, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι καμία πρόνοια του άρθρου αυτού δεν καταστρατηγεί οποιονδήποτε από τα προαναφερόμενα άρθρα του συντάγματος ή την αρχή της διάκρισης των εξουσιών”.
Το συγκεκριμένο άρθρο, συνεχίζει, “εισάγει μια γενική και απρόσωπη υποχρέωση που επιβάλλει στην οικία Αρχή, να γνωστοποιεί στον ιδιοκτήτη ακίνητης ιδιοκτησίας, οποιαδήποτε διατάγματα, αποφάσεις κτλ ‘ενδέχεται να επηρεάσουν ουσιωδώς την αξία’ της ακίνητης περιουσίας. Το ζήτημα του τι ενδέχεται να επηρεάσει ουσιωδώς την αξία μιας ακίνητης ιδιοκτησίας επαφίεται εξ ολοκλήρου στη διακριτική ευχέρεια της οικίας Αρχής”.

Το Ανώτατο αποφαίνεται ότι “η Βουλή δεν ξεπέρασε τα όρια της συνταγματικής της αρμοδιότητας, δυνάμει του άρθρου 61 του συντάγματος και δεν υπεισήλθε στον τομέα της αποκλειστικής αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας, δυνάμει του άρθρου 54 του συντάγματος. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε ούτε και παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών”.

Όσον αφορά το δεύτερο θέμα του άρθρου 80.2 του συντάγματος, το Ανώτατο σημειώνει ότι “είναι θεμελιωμένο ότι η επιτήρηση της εφαρμογής του νόμου είναι ευθύνη των αρμοδίων κυβερνητικών αρχών. Όταν ένας νόμος δεν προβλέπει αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού αλλά με αυτόν θα επιβαρυνθούν κάποιες κρατικές υπηρεσίες και θα υπάρχει κάποιο συνεπαγόμενο διοικητικό κόστος, αυτό δεν παραβιάζει το άρθρο 80.2 του συντάγματος αλλά είναι επιτρεπτή επίπτωση της θέσπισης του νόμου στις χρηματικές υποχρεώσεις του κράτους”.

“Ενόψει των προαναφερόμενων” καταλήγει η απόφαση του Ανωτάτου, “γνωματεύουμε ότι ο νόμος δεν είναι αντισυνταγματικός, ως παραβιάζων οποιαδήποτε από τα προαναφερόμενα άρθρα του συντάγματος ή την αρχή της διάκρισης των εξουσιών”.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση