ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

KTrends Q3 23: Στα 440 ευρώ ο μ.ο. για τρόφιμα το μήνα

Όσον αφορά στην ένδυση και υπόδηση, η αύξηση του κονδυλίου σε σχέση με τα τέλη του 2022 ανήλθε στο 28%

Τα ευρήματα σε σχέση με την κατανάλωση δείχνουν πως τα νοικοκυριά δεν έχουν αλλάξει σε γενικές γραμμές τη συμπεριφορά τους σε πείσμα των αυξημένων τιμών. Αντίθετα, σημειώνουμε, όχι μόνο την αύξηση στα ποσά που δαπανούνται, αλλά και τη συγκράτηση, με αυξητικές τάσεις, στην πρόθεση αγοράς.

Κατά το τελευταίο κύμα της έρευνας, τα νοικοκυριά αναφέρουν πως δαπανούν κατά μέσο όρο 440 ευρώ ανά μήνα για σκοπούς τροφίμων, σημειώνοντας μια αύξηση κατά 11.4% σε σχέση με το πρώτο κύμα στα τέλη του 2022. Έτσι, η συνολική δαπάνη ακολουθεί τις τάσεις του πληθωρισμού (ξεπερνώντας τις, μάλιστα, ελαφρά) και δεν διαφαίνεται πως διαφοροποιούνται οι τάσεις κατανάλωσης, παρά την εκτίμηση πως τα στοιχεία αποκρύβουν σε κάποιο βαθμό και φαινόμενα αντικατάστασης ανάμεσα σε προϊόντα (από ακριβότερα σε φθηνότερα).

 

Όσον αφορά στην ένδυση και υπόδηση, η αύξηση του κονδυλίου σε σχέση με τα τέλη του 2022 ανήλθε στο 28%, με μέσο όρο τα 163 ευρώ ανά μήνα. Έτσι, και λόγω του χαμηλότερου ποσού που δαπανείται (μικρότερος παρονομαστής), σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό σε κάποιες κατηγορίες δαπανών (π.χ. γυναικεία υπόδηση), κρίνεται πως τα στοιχεία δεν τεκμηριώνουν σημαντική διαφοροποίηση στην καταναλωτική συμπεριφορά. Έτσι, επιβεβαιώνεται και πάλι η γενικευμένη εικόνα σταθεροποίησης.

 

Συγκεκριμένα όσον αφορά στην ένδυση και υπόδηση, σημειώνεται πως σε όλα τα κύματα της έρευνας, οι ερωτηθέντες εκτιμούν πως θα δαπανήσουν το επόμενο τρίμηνο υψηλότερα ποσά από εκείνα που τελικά καταγράφουν.

Η απόκλιση μεταξύ του ποσού που αρχικά εκτιμούσαν και πως θα δαπανήσουν και του ποσού που τελικά δαπάνησαν τα νοικοκυριά για τρόφιμα και είδη ένδυσης/υπόδησης παραμένει σχετικά σταθερή σε όλα τα κύματα της έρευνας. Η απόκλιση κινείται μεταξύ 18% και 21%, με τον μέσο όρο στο 19.7%.

Τεκμαίρεται, έτσι, πως η ζήτηση ανάμεσα στα νοικοκυριά δεν έχει εξαντληθεί, και πως υφίσταται διάθεση για, έστω και μικρή, αύξηση δαπανών για τα συγκεκριμένα αγαθά.

Επιπλέον λόγος για αισιοδοξία πως θα αυξηθούν οι δαπάνες, είναι και το γεγονός ότι τα νοικοκυριά εκτιμούν πως θα αυξηθούν οι δαπάνες τους το επόμενο τρίμηνο για τρόφιμα κατά περίπου 100 ευρώ τον μήνα (στα 547 ευρώ) και για σκοπούς ένδυσης και υπόδησης κατά περίπου 20 ευρώ (στα 183 ευρώ).

Από την καταναλωτική πρόθεση προκύπτει πως οι δαπάνες ένδυσης και υπόδησης «συμπεριφέρονται» σαν βασική ανάγκη και όχι σαν προαιρετική επιλογή.

 

Αντίστοιχα, η πρόθεση αγοράς για άλλες αγορές παραμένει επίσης σταθερή, με τα αυτοκίνητα να παραμένουν στο 5% (που αντιστοιχεί σε 32.500 άτομα περίπου), και με 13% (43.420 άτομα) στις οικιακές συσκευές, για τις οποίες επίσης η ζήτηση είναι ανελαστική.

Η ανελαστικότητα που διαφαίνεται «πίσω» από τα στοιχεία υπονοεί πως πρόκειται για ζήτηση που προκύπτει από ανάγκες (π.χ. λόγω ηλικίας και κατάστασης οχημάτων και συσκευών, νέων αναγκών κτλ). Από την άλλη, δεν διαφαίνεται τάση για συγκράτηση των αγοραστών λόγω οικονομικών συνθηκών, επιβεβαιώνοντας πως οι συνθήκες πληθωρισμού έχουν, κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου του 2023, «απορροφηθεί» στις εκτιμήσεις τους.

Ενώ η γενικότερη κατανάλωση παραμένει ανελαστική, τα νοικοκυριά, όπως αναφέρεται και πιο πάνω, ως μέσο αντιμετώπισης των αυξήσεων στις τιμές, επιλέγουν τον περιορισμό των μετακινήσεων (40%, με 10% να προμηθεύονται καύσιμα από τα κατεχόμενα) και του ηλεκτρικού ρεύματος (65%, εκ των 40% σε υψηλό βαθμό). Φαίνεται, έτσι, πως οι συγκεκριμένες δαπάνες αποτελούν την «πρώτη γραμμή» άμυνας των νοικοκυριών έναντι του πληθωρισμού.

Αξίζει να σημειωθεί η αυξημένη ζήτηση για αγορά αυτοκινήτου ανάμεσα στους νέους, 18-24, με 11% (έναντι μέσου όρου 5%), ενώ οι ίδιες ηλικίες καταγράφουν ζήτηση για αγαθά τεχνολογίας κατά 26% (έναντι μέσου όρου 17%).

Επιβεβαιώνονται τα παλαιότερα ευρήματα πως τα νεαρότερα άτομα τα οποία ερμηνεύουν τις ανάγκες και προτεραιότητες τους με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με τους ενήλικες. Όπως διαφάνηκε και στα προηγούμενα κύματα, αυτή η συμπεριφορά μπορεί να οφείλεται τουλάχιστον εν μέρει και στο γεγονός ότι τα νεαρότερα άτομα (κάτω των 24 ετών) δεν χρηματοδοτούν οι ίδιοι αυτές τις αγορές, αλλά οι ενήλικες/γονείς τους.