ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μετακίνηση 6, Μαρκ Τουέιν, Αθήνα

Ακολουθώντας τα βήματα του Οδυσσέα στη Μεσόγειο

Kathimerini.gr

ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ*

Ηταν πριν από λίγα χρόνια που ο Αμερικανός συγγραφέας, φιλόλογος και κριτικός Ντάνιελ Μέντελσον συμμετείχε με τον πατέρα του σε μια θεματική κρουαζιέρα, η οποία θα ακολουθούσε τα βήματα του Οδυσσέα στη Μεσόγειο, ξεκινώντας από την Τροία και καταλήγοντας κανονικά στην Ιθάκη. Μια σφοδρή, ωστόσο, κακοκαιρία εμπόδισε την είσοδο του πλοίου στο λιμάνι του νησιού, οπότε ο καπετάνιος πρότεινε στον Μέντελσον, προκειμένου να παρηγορηθούν κάπως οι επιβάτες για την ατυχία τους, να τους διαβάσει και να σχολιάσει την «Ιθάκη» του Κ. Π. Καβάφη, το ποίημα που υποστηρίζει ότι «η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι» και αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία.

Εκατόν πενήντα χρόνια νωρίτερα, το 1867, ο Μαρκ Τουέιν επιβιβάστηκε στο «Κουάκερ Σίτι», «ένα πρώτης τάξεως ατμόπλοιο χωρητικότητας εκατόν πενήντα επιβατών σε καμπίνες», το οποίο ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη θα διέπλεε τη Μεσόγειο και θα κατέληγε στους Αγίους Τόπους. Σε αντίθεση, ωστόσο, με τους περισσότερους συνεπιβάτες του, τον Μαρκ Τουέιν δεν τον ενδιέφερε τόσο να προσκυνήσει τον Αγιο Τάφο όσο να δει από κοντά την Ακρόπολη. Ούτε καν τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα του Ιονίου δεν στάθηκαν ικανά να τον εντυπωσιάσουν ενόψει της άφιξής του στην Αττική: «Τι σημασία είχαν τα ηλιοβασιλέματα, όταν ήμασταν έτοιμοι να ζήσουμε και να αναπνεύσουμε και να περπατήσουμε στην πραγματική Αθήνα και να βυθιστούμε σε περασμένους αιώνες».

Φτάνοντας όμως στον Πειραιά δοκίμασαν την πιο πικρή απογοήτευση όλου του ταξιδιού. Εξαιτίας μιας επιδημίας χολέρας, αν επιθυμούσαν να αποβιβαστούν, ήταν υποχρεωμένοι να μείνουν προηγουμένως μέσα στο πλοίο, αρόδο, υπό αυστηρή καραντίνα για έντεκα ημέρες. Φυσικά ο καπετάνιος του «Κουάκερ Σίτι» απέκλεισε κάθε τέτοιο ενδεχόμενο· το πλοίο θα αναχωρούσε για την Κωνσταντινούπολη την επόμενη κιόλας ημέρα.

«Ολοι περάσαμε το απόγευμα», διηγείται ο συγγραφέας, «στο κατάστρωμα, με βιβλία και χάρτες και γυαλιά, προσπαθώντας να αποφασίσουμε ποιος “στενός βράχος” ήταν ο Αρειος Πάγος, ποιος λοφίσκος ήταν η Πνύκα, ποια ανωφέρεια ο Λόφος του Μουσείου, και πάει λέγοντας. Και όλα μπερδεύτηκαν. Η συζήτηση άναψε και τα πνεύματα οξύνθηκαν. Οι θρησκευόμενοι κοίταζαν με δέος τον λόφο πάνω στον οποίο έλεγαν ότι είχε κηρύξει ο Απόστολος Παύλος, ενώ κάποιοι υποστήριζαν ότι αυτός ο λόφος ήταν ο Υμηττός και άλλοι πως ήταν το Πεντελικόν».

Το 1867, όμως, ο Καβάφης ήταν μόλις τεσσάρων ετών και δεν είχε γράψει βέβαια την «Ιθάκη», έτσι ο Μαρκ Τουέιν μπορούσε ακόμη να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον προορισμό του παρά για το ταξίδι. Στις έντεκα η ώρα τη νύχτα, όταν όλοι σχεδόν οι συνεπιβάτες του είχαν αποσυρθεί στις καμπίνες τους, βγήκε με μια μικρή βάρκα στη στεριά, μαζί με τρεις τολμηρούς και ασύνετους συνταξιδιώτες του, αποφασισμένοι όλοι να φτάσουν με τα πόδια ώς την Ακρόπολη – μια νυχτερινή διαδρομή δεκατριών μιλίων, όπου όμως θα έπρεπε να αποφεύγουν τους δρόμους, όσο σκοτεινοί και αν ήταν εκείνη την εποχή.

Παρέκαμψαν την πόλη του Πειραιά, περπατώντας πάνω σε τραχιές πέτρες και αγριόχορτα, και έχοντας για σημείο προσανατολισμού τους λόφους της Αθήνας στο βάθος συνέχισαν έτσι για σχεδόν τέσσερις ώρες. Λίγους ανθρώπους μόνο συνάντησαν στη διαδρομή, φύλακες των χωραφιών τους, αλλά πολλά σκυλιά και αμπέλια, από τα οποία έκλεψαν μερικά σταφύλια για να ανακουφίσουν τη δίψα τους: «Το λεκανοπέδιο της Αττικής εκτός από τους αμπελώνες, ήταν μια τεράστια, γυμνή, έρημη και καθόλου ποιητική έκταση – αναρωτιέμαι πώς να ήταν τον Χρυσό Αιώνα της δόξας της Ελλάδας, πεντακόσια χρόνια πριν την έλευση του Χριστού».

Μπροστά στην πύλη πια της Ακρόπολης, όπως γράφει ο Μαρκ Τουέιν εννοώντας τα Προπύλαια κατά πάσα πιθανότητα, δεύτερη μεγάλη απογοήτευση τους περίμενε: ήταν κλειδωμένη. Δεν το έβαλαν κάτω βέβαια. Αφού επιχείρησαν, χωρίς επιτυχία, να την παραβιάσουν, προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν στα τείχη, και θα το είχαν καταφέρει, αν η φασαρία που έκαναν δεν ξεσήκωνε τους τέσσερις φύλακες του Ιερού Βράχου που έσπευσαν επιτόπου. Οπότε το πρόβλημα λύθηκε χωρίς περαιτέρω δυσχέρειες για τους τέσσερις Αμερικανούς ταξιδιώτες, οι οποίοι πέρασαν την πύλη με την άδεια των φυλάκων.

«Γεμάτο φαντάσματα»

Αποψη της Αθήνας με τον Ιλισσό. Φωτογραφία W. S. Stillman, π. 1869. Από το βιβλίο του Χάρη Γιακουμή «Η Ελλάδα. Φωτογραφικό και λογοτεχνικό ταξίδι στον 19ο αιώνα», εκδ. Μπάστας - Πλέσσας (1997).

Στον νυχτερινό ουρανό μεσουρανούσε η πανσέληνος που έδινε στα πάντα μιαν αλλόκοτη λάμψη, ενώ γύρω από τον Παρθενώνα και τα άλλα κτίρια της Ακρόπολης ξεχώριζαν, τότε, αγάλματα αντρών και γυναικών, στημένα πάνω σε βάθρα, που όλα έδειχναν θλιμμένα, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, και εκπληκτικά ανθρώπινα. Μια εντύπωση που ο σημερινός επισκέπτης δεν μπορεί πια να δοκιμάσει, τώρα που τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο, κατά τον σεφερικό στίχο. «Βγήκαμε στο χορταριασμένο και γεμάτο σκόρπια μάρμαρα άπλωμα πίσω από τον Παρθενώνα. Πολλές φορές ξαφνιαστήκαμε βλέποντας κάποιο πέτρινο λευκό πρόσωπο να μας κοιτάει με τα νεκρά του μάτια, μισοκρυμμένο στο γρασίδι. Το μέρος έμοιαζε γεμάτο φαντάσματα».

Πιο πολύ όμως κι από τον ναό του Παρθενώνα, ο Μαρκ Τουέιν μοιάζει να θαμπώθηκε από το νυχτερινό θέαμα της Αθήνας υπό το σεληνόφως. Τα χαμηλά σπίτια, τους ναούς που μπορούσε να διακρίνει, το ανάκτορο του βασιλιά, τη θάλασσα στο βάθος, τους λόφους γύρω, τη λάμψη της Ιστορίας πάνω στο καθετί.

Αλλά ήταν ώρα πια να φύγουν, για να προλάβουν να είναι στο πλοίο πριν από το ξημέρωμα. Η επιστροφή ήταν πιο εύκολη για τους τέσσερις ταξιδιώτες, καθώς ήξεραν τώρα προς τα πού να κατευθυνθούν και δεν φοβόντουσαν πια την αστυνομία και τις αυστηρές ποινές που προβλέπονταν για όποιον παραβίαζε την καραντίνα. Ισως επειδή είχαν ήδη δοκιμάσει την αυστηρότητα της ελληνικής αστυνομίας πάνω στην Ακρόπολη. Εκλεψαν πάλι σταφύλια, αντιμετώπισαν με θάρρος τους Ελληνες χωρικούς και τα σκυλιά που συνάντησαν στον δρόμο τους και μόλις άρχιζε να χαράζει έφτασαν στο πλοίο τους.

Τότε πληροφορήθηκαν ότι δύο ακόμη επιβάτες είχαν σπάσει την καραντίνα το προηγούμενο βράδυ. Είχαν κατέβει απαρατήρητοι απ’ το πλοίο, μίσθωσαν μιαν άμαξα, περιηγήθηκαν στην Αθήνα και στην Ακρόπολη και, λίγες ώρες αργότερα, επέστρεψαν με τον ίδιο τρόπο ασφαλείς και ξεκούραστοι στον Πειραιά.

Ο Μαρκ Τουέιν, μέγας ταξιδιώτης, έμελλε στη ζωή του να διασχίσει τον Ατλαντικό Ωκεανό είκοσι εννέα φορές συνολικά, ενώ έκανε κάποτε και έναν πλήρη γύρο του κόσμου. Στην Αθήνα, ωστόσο, δεν ξαναπήγε ύστερα από αυτή τη φορά. Τι περισσότερο θα μπορούσε να του προσφέρει μια νέα επίσκεψη;

Ολα τα αποσπάσματα που περιέχονται στο κείμενο προέρχονται από το βιβλίο: «Mark Twain, Καν-καν, γάτες και πόλεις από στάχτες», μετάφραση Αγορίτσα Μπακοδήμου, εκδ. Ασβός.

* Ο κ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος είναι συγγραφέας-ποιητής. Τελευταίο βιβλίο του, «Το 24ωρο ενός αναγνώστη», εκδ. Πόλις.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Βιβλίο: Τελευταία Ενημέρωση