ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα

Μέσασε τούτη τη θλίψη που μας φόρτωσαν ηγήτορες επηρμένοι, δικαστές αναξιόπιστοι και κληρικοί μισαλλόδοξοι, στην ανέχεια που αίφνης κούρεψε επώδυνα την καθημερινότητά μας, στην αγωνιώδη μας έγνοια για το αβέβαιο των παιδιών μας μέλλον και το δικό μας επισφαλές αύριο, πάει καιρός που αναζητούσα βαθειά ανάσα ανεπαμού. Ίσως και ευφορίας. Ήξερα πως μόνο η Τέχνη δίνει τέτοιες ανάσες, αφού οι αυθεντικοί καλλιτέχνες –σε αντίθεση με επηρμένους, αναξιόπιστους και μισαλλόδοξους ανθρώπους, για να καταξιωθούν να εμφυσήσουν στον θεατή οξυγόνο, πρέπει να καταθέσουν ψυχή. Πήρα, λοιπόν, δρόμους παλιούς και πήγα να συναντήσω μια φίλη που αγαπώ 25 και βάλε χρόνια. Από τότε που ο Αναγνωστάκης μας έβγαλε μέσα απ’ τους ίσκιους των σπιτιών vα περπατάμε σε νύχτες γυρισμών αναπότρεπτες. Κι η πόλη νεκρή, μέσα σε εκείνη την ανατριχιαστική μελωδία του Μίκη. Κι ήταν εκεί στη σκηνή του κατάμεστου Θεάτρου η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, η Μαγιοπούλα, η Μάγισσα. Που έδωσε βαρύτητα στην ασήμαντη παρουσία μιας σχέσης. Εκείνης με το κοινό. Μας περιμάζεψε από κάθε γωνιά της νεκρής πόλης, έσταξε βάλσαμο στις πληγές, μας κέρασε γλυκό περγαμόντο και νερό δροσερό.

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα, με μια πρώτη καθάρια ανάσα, λες και ήμουνα μουσαφίρης στο σπίτι της, στην Τασκένδη, τη Μόσχα, την Αθήνα, τη Λεμεσό. Η Μαγιοπούλα άνοιξε την καρδιά της και μας πήγε ταξίδι, αγαπησιάρικο, νοσταλγικό, θλιμμένο έως και σκληρό. Κρατούσε μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές της παλάμες και του Μικρού Βοριά παράγγειλε να ’ναι καλό παιδάκι. «Κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε», του είπε, «φάσμα χαμένο του πόθου μου». Εκείνου που μας πήγε πίσω σε μια από τις 13 πολιτείες της Τασκένδης του Σοβιετικού Ουζμπεκιστάν, όπου γεννήθηκε από γονείς πολιτικούς πρόσφυγες. Οι άλλοι συγγενείς βίωσαν σκληρά τον Εμφύλιο, η Δημητρούλα δε, το αηδονάκι είπε το τελευταίο της τραγούδι μπροστά στο εκτελεστικό.

Αποθέσαμε ένα δάκρυ και απνευστί σπεύσαμε στο βαγόνι, που διέσχιζε τις στέπες, επιβάτες μιας ασπρόμαυρης ταινίας σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Στο soundtrackη 9χρονη Μαργαρίτα σήκωνε με κόπο το βαρύ ακορντεόν, ερμηνεύοντας μια υπέροχη εκδοχή του «Αχ χελιδόνι μου». Κι ύστερα, «Τα τρένα που φύγαν’», από τη Μόσχα, έπιαναν κάτι καλοκαίρια Μαύρη Θάλασσα. Εκεί στο μικρό σπιτάκι της θείας Σούρας με την κληματαριά στην αυλίτσα, φύλαξε τόσα θερινά όνειρα που θα τη ζηλεύει και η συνονόματή της Μάργκαρετ Μίτσελ. Κι εγώ ξεχασμένος και ατίθασος να περπατώ στους δρόμους της Μόσχας και να τη βλέπω να λαχανιάζει στο παιχνίδι με τ’ άλλα παιδιά ώσπου αίφνης εμφανίστηκε ο τεράστιος εκείνος κύριος και έσπασε στα πόδια της το ρόδι.

Ήταν ο Θεοδωράκης που κάποια χρόνια μετά επέστρεψε, μαζί με ένα μπουκέτο Μπαλάντες και την πήγε στην Ελλάδα. Το μεσημέρι στο Ζόναρς, η Μαργαρίτα βρέθηκε στο ίδιο τραπέζι με τα τρία θηρία του ελληνικού τραγουδιού. Θεοδωράκης, Γκάτσος, Χατζιδάκις, στη μελαγχολική απόδοση του «Φέρτε μου ένα μαντολίνο για να δείτε πως πονώ». «Και τα δειλινά»… έπαιρνε τον δρόμο για την Πλάκα, όπου ανάμεσα σε Ζαμπέτα και Κόκοτα, τραγουδούσε, «μια φωνή μου ψιθυρίζει μυστικά δε θα γυρίσεις πια». Το κορίτσι μας όμως είχε άστρο που ο Λουκιανός το καρφίτσωσε δίπλα στην πανσέληνο της Βουλιαγμένης στο μυθικό πάρτι του Ιούλη του ’83: «Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει», «Αν ερχόσουν για λίγο», «Στα θερινά τα σινεμά», θα έβλεπες Αρχοντοπούλα μου ότι, σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει! Να ’σαι καλά Μαργαρίτα για τις ανάσες και το συγκλονιστικό ταξίδι. Καλά να είναι και οι εξαίρετοι μουσικοί συνταξιδιώτες σου. Όσο για σένα φίλε αναγνώστη να ξέρεις ότι οι επηρμένοι, αναξιόπιστοι, και ανέραστοι, δεν τέλειωσαν μ’ εμάς. Γι’ αυτό να θυμάσαι: Κάποτε θα ’ρθουν να σου πουν, πως σε πιστεύουν, σ’ αγαπούν και πώς σε θένε. Έχε τον νου σου στο παιδί, κλείσε την πόρτα με κλειδί, ψέματα λένε…

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ