ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ο κορωνοϊός κρίνει το μέλλον της Ε.Ε.

Την προηγούμενη εβδομάδα, την στιγμή που η κυπριακή κοινή γνώμη ήταν απασχολημένη με τις εξελίξεις που αφορούν τη νέα φάση της επιστροφής στους ομαλούς ρυθμούς της καθημερινότητας και στα υποτιθέμενα κέρδη από την καλοκαιρινή τουριστική σεζόν, στην Ευρώπη συνέβη κάτι αξιοσημείωτο. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας κατέληξε σε συμφωνία με την Καγκελάριο της Γερμανίας για την δημιουργία του «Ταμείου Ανοικοδόμησης της Ε.Ε.» στην μετά-κορωνοϊό περίοδο. Πρόκειται για ένα ιστορικό εγχείρημα, το οποίο συζήτησε η παρούσα στήλη λίγες ώρες πριν την ιστορική απόφαση των ηγετών της Γερμανίας και της Γαλλίας.

Το «βάρος» του νέου ταμείου φορτώνεται στην πλάτη της η Γερμανία, η οποία ήδη πριν την πανδημία, είχε φορτωθεί νέες οικονομικές υποχρεώσεις εξαιτίας της αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την Ε.Ε. Μετά το περίφημο Brexit, η Γερμανία πλέον διαχειρίζεται το 30% των δαπανών της ΕΕ., ένα ποσό που αντιστοιχεί περίπου στα 150 δισεκατομμύρια ευρώ. Επιπλέον, μαζί με την δημιουργία του νέου ταμείου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία αναλαμβάνει μερίδιο ύψους 27 τοις εκατό ή 135 δισεκατομμυρίων ευρώ από το σχέδιο των 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο πρόκειται να δώσει σε μεγάλο βαθμό περιθώρια ανάσας σε Ιταλία, Ισπανία, και Γαλλία. Τα γερμανικά μέσα προειδοποιούν ότι πρόκειται για μια νέα σημαντική επιβάρυνση για τους Γερμανούς φορολογούμενους.

Το Βερολίνο, όπως και το Παρίσι, επιλέγει να αποσιωπήσει τις φωνές αμφισβήτησης και να παρουσιάσει το νέο ταμείο ως ένα εγχείρημα που έχει ως στόχο να μετατρέψει την κρίση της πανδημίας σε ευκαιρία. Μέσα από τις εν λόγω κινήσεις, η Ε.Ε. αναμένεται να λάβει νέα οικονομική και ενδεχομένως πολιτική κατεύθυνση (μετεξέλιξη σε (συν)ομοσπονδιακό μοντέλο) κατά την επόμενη περίοδο. Μετά την εποχή των περίφημων μέτρων λιτότητας, η Ε.Ε. φέρνει στο προσκήνιο της οικονομίας νέες ιδέες και περνά επιτέλους στην αντεπίθεση εστιάζοντας στο εγχείρημα της οικονομικής αλληλεγγύης των κρατών-μελών.

Προβάλλοντας την παραπάνω άποψη, οι εκπρόσωποι της γερμανικής και γαλλικής κυβέρνησης, αλλά και οι υποστηρικτές της εν λόγω ιδέας αφήνουν να εννοηθεί ότι το στοιχείο της αλληλεγγύης δεν είναι το μοναδικό συστατικό του νέου ευρωπαϊκού εγχειρήματος-οράματος. Οι κινητήριες δυνάμεις της Ευρώπης αποφασίζουν να τροφοδοτήσουν την ευρωπαϊκή οικονομία με ζεστό χρήμα, με στόχο να ενισχυθούν οι οικονομίες που αγοράζουν και καταναλώνουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παράγονται από τους «ισχυρούς» της Ευρώπης. Στο κάτω-κάτω οι Γερμανοί εξαγωγείς μπορούν να βρουν αγοραστές για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους μόνο σε κοινωνίες των οποίων η οικονομία έχει θετικό πρόσημο. Από αυτήν την άποψη, γίνεται κατανοητό ότι στο νέο ευρωπαϊκό εγχείρημα το στοιχείο της αλληλεγγύης συνοδεύεται από τον στόχο της προώθησης των εξαγωγών, δηλαδή το κέρδος.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο, για τον (νέο)φιλελεύθερο πολιτικό, αναλυτή, διανοούμενο, οικονομολόγο, και τεχνοκράτη της Ε.Ε. προκύπτει ένα σημαντικό ζήτημα-ερώτημα. Ναι, να τονωθούν οι εξαγωγές και να αυξηθούν τα καπιταλιστικά κέρδη των «ισχυρών». Μπορεί όμως το Βερολίνο να θεωρήσει αυτές τις εξελίξεις ως δεδομένες εφόσον δεν εμπιστεύεται τις χώρες οι οποίες θα επωφεληθούν περισσότερο από το νέο ταμείο; Για να το θέσουμε διαφορετικά, η Γερμανία συνυπολογίζοντας την αβεβαιότητα ως προς τις προθέσεις χωρών όπως η Ισπανία, η Ιταλία, κ.ο.κ., δικαίως αναρωτιέται αν αξίζει να φορτωθεί ένα επιπλέον οικονομικό βάρος με την ελπίδα ότι θα αποκομίσει νέα κέρδη στο μέλλον.

Ο Γερμανός αναλυτής Hugo Müller-Vogg σε σχετική τοποθέτησή του στο «Focus», προχωρά ένα βήμα πιο πέρα και αναρωτιέται «Σε τι θα χρησιμοποιηθούν τα κεφάλαια που θα διανέμονται από το νέο ταμείο της Ε.Ε. σε μεμονωμένες χώρες - είτε για καταναλωτικές δαπάνες είτε για επενδύσεις με προοπτικές; Ποιες εταιρείες, από ποιες χώρες θα επωφελούνται; Θα ήταν αστείο εάν οι κινεζικές κρατικές εταιρείες επωφελούνταν από το νέο ταμείο. Η Ιταλία, δεν έκανε τίποτα στο παρελθόν για την αναδιοργάνωση των οικονομικών της. Ταυτόχρονα, ο ιδιωτικός πλούτος στην Ιταλία έχει αυξηθεί. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Credit Suisse, ο ιταλικός ιδιωτικός πλούτος ισοδυναμεί σε 5,5 φορές το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Στη Γερμανία, ο ιδιωτικός πλούτος αντιστοιχεί σε μόλις 3,8 φορές. Καμία ιταλική κυβέρνηση δεν προσπαθεί σοβαρά να εισπράξει φόρους με την ίδια σχολαστικότητα με τις γερμανικές φορολογικές αρχές. Το αποτέλεσμα είναι τρομακτικό: οι Γερμανοί είναι φτωχότεροι από τους Ιταλούς σε σύγκριση με τον κατά κεφαλήν πλούτο τους, ενώ το γερμανικό κράτος είναι πολύ πιο ισχυρό σε οικονομικό επίπεδο από τους Ιταλούς. Ως συνέπεια, οι «φτωχοί» Γερμανοί φορολογούμενοι υποστηρίζουν το «φτωχό» ιταλικό κράτος. Η Γαλλία με τη σειρά της χορηγεί τον δεύτερο υψηλότερο ελάχιστο μισθό στην Ε.Ε. με 10,14 ευρώ, το οποίο πολλές εταιρείες μπορούν να πληρώσουν μόνο χάρη στις κρατικές επιδοτήσεις. Οι Γερμανοί χαμηλού εισοδήματος, από την άλλη πλευρά, πρέπει να περάσουν με 9,35 ευρώ».

Έχω την εντύπωση ότι τα προαναφερόμενα ρίχνουν φως στην μεγάλη αναμέτρηση που έχει πυροδοτήσει ο Covid-19 στην Ε.Ε. Η πανδημία οδήγησε σε αχαρτογράφητα νερά την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία εδώ και μια δεκαετία βρίσκεται αντιμέτωπη με μεγάλα προβλήματα. Στον «πλούσιο βορρά», μια μερίδα της άρχουσας συμμαχίας επιμένει στις γνωστές συνταγές της λιτότητας, όπως για παράδειγμα στην συνταγή της χορήγησης οικονομικής βοήθειας με το σταγονόμετρο και υπό αυστηρούς πάντα όρους. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά, όπως ήταν αναμενόμενο αντιτίθεται στην εν λόγω πρακτική και δειλά-δειλά επιχειρεί να προβάλλει μια εναλλακτική οικονομική-οικολογική γραμμή. Την ίδια στιγμή, μια άλλη μερίδα της ευρωπαϊκής άρχουσας συμμαχίας προβληματίζεται για την ενδιάμεση οδό, δηλαδή για την μερική ελάφρυνση των βαρών των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνιών με αντάλλαγμα τα νέα μελλοντικά κέρδη για τις βιομηχανίες του βορρά.

Την παραπάνω ιστορική αντιπαράθεση κορυφώνει σταδιακά ο κορωνοϊός, την στιγμή που χώρες όπως αυτές των Βαλκανίων και του ευρωπαϊκού νότου παρακολουθούν από παθητική θέση την μετεξέλιξη της ιστορικής συζήτησης που θα κρίνει το μέλλον της Ε.Ε.. Μια απλή ματιά στο εύρος και βάθος των ρεπορτάζ και αναλύσεων για την συμφωνία Μέρκελ-Μακρόν στον εγχώριο τύπο δείχνει τον βαθμό που η κοινωνία μας έχει οικειοποιηθεί εθελοντικά την θέση του θεατή στο μεγάλο ευρωπαϊκό δράμα.

 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ