ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το πρόβλημα της αντιπολίτευσης, πρόβλημα Δημοκρατίας

Όσοι παρακολουθούν αυτήν την στήλη γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο αρθρογράφος καταβάλλει προσπάθεια για να προσεγγίσει τις εξελίξεις στην Κύπρο και στην ευρύτερη περιοχή από μια πολυδιάστατη οπτική γωνία. Οι πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις της Κύπρου μπορεί να φέρουν τα ιδιαίτερα «κυπριακά χαρακτηριστικά», ωστόσο δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν ως «φαινόμενα» που δεν σχετίζονται με το «ευρύτερο», περιφερειακό, μεσογειακό και ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Ένα από αυτά τα ζητήματα είναι το μέλλον των κινημάτων της αντιπολίτευσης που στην Κύπρο και στην «γειτονιά» μας διεκδικούν την εξουσία και ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Η «ουσία» του σημερινού άρθρου γνώμης μας, υπό την σκιά των τελευταίων εξελίξεων και σφυγμομετρήσεων στην Κύπρο, είναι σχετικά «απλή» και συνοπτική: Εν μέσω κοινωνικοοικονομικών ανακατατάξεων, όπως στην περιοχή μας, έτσι και στην Κύπρο το δημοκρατικό πολίτευμα, εκτός από τις διάφορες, μεγάλες αδυναμίες του, παρουσιάζει ένα σημαντικό έλλειμα-αδυναμία. Η αντιπολίτευση στο σύνολο της αδυνατεί να προβάλλει μια πειστική και διεξοδική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Η προαναφερόμενη αδυναμία κάνει αισθητή την παρουσία της σε ολόκληρη την «γειτονιά» της Κύπρου. Το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έδειξε ότι «το πείραμα του Κομμουνιστικού Κόμματος του Εσωτερικού», δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η εκ νέου διοργάνωση και ενίσχυση του εγχώριου σοσιαλδημοκρατικού κινήματος (ανακάτεμα τράπουλας στον γνωστό πολιτικό χώρο του ΠΑΣΟΚ), το οποίο είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με τις «επιταγές» και τις κατευθυντήριες γραμμές του νεοφιλελευθερισμού.

Στην γειτονική Τουρκία οι αδυναμίες της αντιπολίτευσης μιλούν από μόνες τους. Εδώ και 17 χρόνια ο Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν παραμένει ο απόλυτος κυρίαρχος παράγοντας του πολιτικού παιχνιδιού. Μπορεί πριν από δυο Κυριακές, ο κ. Ερντογάν να έχασε τον έλεγχο μεγάλων αστικών κέντρων, ωστόσο το κόμμα του εξακολουθεί να προηγείται στην κατάταξη των τουρκικών πολιτικών κομμάτων με τουλάχιστον 14 μονάδες διαφοράς.

Σε μια άλλη γειτονική χώρα, στην Αίγυπτο, με την οποία τα τελευταία χρόνια η χώρα μας διατηρεί στενές σχέσεις και συνεργασία, το Κίνημα των Μουσουλμάνων Αδελφών έδειξε το πραγματικό πρόσωπο του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κατά την σύντομη παρουσία του στην εξουσία, το κίνημα έδειξε ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν ένα γνήσιο, αποτελεσματικό κίνημα κοινωνικής αμφισβήτησης και εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης. Το κίνημα επιχείρησε να οικοδομήσει το δικό του πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό κατεστημένο (βλπ. επίσης, εκ νέου το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ), γεγονός που προκάλεσε την αποξένωση μεγάλων μερίδων της κοινωνίας.

Παρόμοια εικόνα-πραγματικότητα αντικρίσαμε και στην περίπτωση του γειτονικού Ισραήλ, στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές. Οι αδυναμίες της αντιπολίτευσης είχαν ως αποτέλεσμα την διαιώνιση της παρουσίας του κινήματος του Πρωθυπουργού στην εξουσία, και αυτό σε μια στιγμή που το όνομα του ίδιου εμπλέκεται σε μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς.

Στην δε, δική μας «μικρή» και δυστυχώς ακόμη «μισή» Κύπρο, παρά τα συστημικά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, τα μεγάλα σκάνδαλα, την διαφθορά, τον «μεγάλο ασθενή», το σύστημα δικαιοσύνης κ.ο.κ. η αντιπολίτευση εξακολουθεί να παρακολουθεί την εξουσία από «απόσταση ασφαλείας» και παραμένοντας προσκολλημένη σε λανθασμένες συνταγές του παρελθόντος και ιδεολογικές αγκιστρώσεις. Αυτά τα λάθη, εκτός από τον περιορισμό των ποσοστών έχουν ως αποτέλεσμα και μια άλλη εξέλιξη: Το κύμα της κοινωνικοπολιτικής αμφισβήτησης που εκφράζεται στην κάλπη με το «άκυρο» ή την αποχή (βλπ. Ποσοστά αποχής πρόσφατων εκλογών).

Σε γενικές γραμμές, τα μεγάλα, παραδοσιακά αντιπολιτευόμενα κόμματα του κυπριακού πολιτικού κατεστημένου, με κάποιες διαφορές που αφορούν τις ιδιορρυθμίες του κυπριακού συστήματος, ακολουθούν την πορεία των αποτυχημένων κινημάτων της ευρύτερης περιοχής. Οι μεγάλες αδυναμίες εντοπίζονται σε τέσσερα βασικά πεδία. Πρώτον, στο πολιτικό πεδίο, τα κόμματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τα κινήματα που διεκδικούν δυναμικά την εξουσία δεν εκσυγχρονίζονται και δεν καταφέρνουν να «πιάσουν» τον παλμό της κοινωνίας. Στην περίπτωση της κυπριακής αξιωματικής αντιπολίτευσης διακρίνουμε μια πολιτικά «ηλικιωμένη» ηγεσία, η οποία δεν προχωρά σε αυτοκριτική, δεν κλίνει επιτέλους το κεφάλαιο της αποτυχημένης διακυβέρνησης της περιόδου του 2008-2013 και επιμένει σε ξεπερασμένα μοντέλα πολιτικής οργάνωσης προηγούμενων δεκαετιών.

Δεύτερον, σε κοινωνικό-ταξικό επίπεδο, στο σύνολο τους οι εναλλακτικές προτάσεις διακυβέρνησης είναι άκρως προβληματικές. Πως να εξηγήσουμε άλλωστε την ενίσχυση των ποσοστών του ακροδεξιού κινήματος σε εργατικές συνοικίες του Πειραιά και τους ψήφους της εργατιάς στην διεφθαρμένη κυβέρνηση του Ισραήλ;

Τρίτον, προβλήματα διακρίνουμε και στο ιδεολογικό πεδίο. Κυρίως τα κόμματα της υφιστάμενης (για κάποιους λεγόμενης) Αριστεράς ξεχωρίζουν σε αυτό το μέτωπο αδυνατώντας να προσαρμόσουν τις αρχές του μαρξισμού στις πραγματικότητες των σύγχρονων κοινωνιών του 21ου αιώνα.

Τέλος, μεγάλα προβλήματα τίθενται και σε επίπεδο ηγεσίας. Ο προσεκτικός αναγνώστης ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά στο προφίλ και στα βιογραφικά των αρχηγών της αντιπολιτευόμενων κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία στις χώρες της περιοχής μας διαπιστώνει την ορθότητα και την σημασία αυτής της τελευταίας επισήμανσης.

Σε γενικές γραμμές, το «έλλειμα»-πρόβλημα της αντιπολίτευσης στην περιοχή μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά έλλειμα του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι αδυναμίες της αντιπολίτευσης (εκτός φυσικά τα μεγάλα λάθη και κενά της εξουσίας-κυβέρνησης, το αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού, που ξεπερνούν τα όρια αυτού του άρθρου γνώμης) οδηγούν τον πολίτη στην ακροδεξιά, στην αποχή, στο άκυρο και σε πολιτικά και ταξικά ανούσιες εκρήξεις θυμού και οργής του τύπου «να καεί, να καεί, το … η βουλή».  

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ