ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Οικονομία και εθνική ασφάλεια

Του Χάρη Γεωργιάδη

Του Χάρη Γεωργιάδη

Με την εισβολή του 1974 και την κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου, η Τουρκία θεωρούσε ότι πετύχαινε έναν βασικό στρατηγικό της στόχο: την πολιτική, στρατιωτική αλλά και οικονομική αποδυνάμωση των Ελλήνων της Κύπρου. Με αυτό τον τρόπο θα αποστερούσε κάθε δυνατότητα ενάσκησης αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής, θα απέτρεπε το ενδεχόμενο παρουσίας υπολογίσιμης ελληνικής στρατιωτικής δύναμης στο νότιο υπογάστριό της και θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την Κύπρο ως πλεονέκτημα στην ευρύτερη αντιπαράθεση με την Ελλάδα. Η εκτίμηση ότι μετά την εισβολή θα ακολουθούσε η οικονομική μας αποδυνάμωση δεν ήταν αβάσιμη.

Το 70% των παραγωγικών πόρων της Κύπρου βρίσκονταν πράγματι στο κατεχόμενο μέρος του νησιού. Στη βάση αυτού του δεδομένου, το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, στην έγκριτη «Στρατηγική Ανασκόπηση» του για το 1974, προέβαινε στην εκτίμηση ότι «η μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα του ελληνικού τομέα της Κύπρου τίθεται εν αμφιβόλω». Όμως η Κύπρος δεν κατέρρευσε οικονομικά. Κάποιες ευνοϊκές περιφερειακές συγκυρίες αλλά κυρίως η ανθεκτικότητα και η σκληρή δουλειά των Κυπρίων οδήγησαν στην ανοικοδόμηση και στην οικονομική ανάπτυξη. Το γεγονός αυτό ήταν καθοριστικό. Ακύρωσε, σε ένα σημαντικό βαθμό, τους τουρκικούς σχεδιασμούς και δημιούργησε προοπτική επιβίωσης και προόδου για τον κυπριακό ελληνισμό. Αυτό αναδεικνύεται ξεκάθαρα από το γεγονός της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.

Είναι η ευρωπαϊκή μας συμμετοχή που διασφαλίζει, περισσότερο από κάθε άλλο, την κρατική μας υπόσταση, την εθνική μας ασφάλεια και παρεμβάλλεται στους τουρκικούς σχεδιασμούς. Ήταν όμως η οικονομία που επέτρεψε στην Κυπριακή Δημοκρατία να υιοθετήσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο, να εκπληρώσει τα σχετικά κριτήρια και να καταστήσει εφικτή την ένταξη. Όσο αποτελεσματικοί και να ήταν οι χειρισμοί του προέδρου Κληρίδη και της ομάδας που τον πλαισίωνε, όσο αποφασιστική και να ήταν η εμπλοκή και η στήριξη της τότε ελληνικής κυβέρνησης, η Κύπρος δεν θα είχε την ευκαιρία να διεκδικήσει την ένταξη της στη Ε.Ε. εάν δεν διέθετε το αναγκαίο οικονομικό υπόβαθρο και τις δομές μια σύγχρονης οικονομίας. Έχω την άποψη ότι η ισχυρή οικονομία πρέπει να είναι και σήμερα η βάση της στρατηγικής του ελληνισμού για την ανάσχεση της Τουρκικής επιθετικότητας.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύντομη, ειρηνική, επίλυση του συνόλου των διαφορών μας με την Τουρκία, όσο και εάν είναι επιθυμητή, όσο και εάν την επιδιώκουμε, δεν είναι αυτή τη στιγμή πιθανή. Αντιθέτως η Τουρκία επιδιώκει να κυριαρχήσει στην περιοχή προβάλλοντας την στρατιωτική της ισχύ, χωρίς καν να χρειαστεί να πολεμήσει- win by fright instead of fight. Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα η ισχυρή οικονομία είναι απόλυτα συνυφασμένη με την εθνική ασφάλεια. Πρώτα απ’ όλα, το πολιτικό και διπλωματικό εκτόπισμα στο σύγχρονο κόσμο εξαρτάται από το οικονομικό εκτόπισμα. Η βαρύτητα και η επιρροή ενός κράτους, ειδικά στους κύκλους της ΕΕ, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική του ευρωστία.

Αντιθέτως, μια χώρα που βρίσκεται σε οικονομικά αδιέξοδα, που βρίσκεται εγκλωβισμένη σε Μνημόνια και που χρειάζεται την στήριξη των εταίρων της, δεν μπορεί να αναμένει ότι θα διαθέτει την απαιτούμενη επιρροή και ότι θα καταφέρει να δημιουργήσει το πλέγμα συμμαχιών που επιβάλλει η εθνική αποτρεπτική στρατηγική. Ούτε όμως θα είναι σε θέση ο ελληνισμός να επενδύσει στις ένοπλες δυνάμεις όταν δεν έχει το απαιτούμενο οικονομικό εκτόπισμα. Η εθνική ασφάλεια προφανώς δεν εξασφαλίζεται με τις ρητορικές εξάρσεις, ούτε με τα άδεια ταμεία. Εξασφαλίζεται μόνο όταν υπάρχουν οικονομικές δυνατότητες. Έχοντας μάλιστα υπόψη ότι η στρατιωτική υπεροχή στις μέρες μας δεν εξασφαλίζεται τόσο με τον όγκο των ενόπλων δυνάμεων, όσο με την τεχνολογική τους επάρκεια. Αυτό πρέπει να επιδιώξει η Ελλάδα και η Κύπρος. Έτσι θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε τις τουρκικές πιέσεις και να προκαλέσουμε μεταβολή των δεδομένων που θα οδηγήσουν, τελικά, την Τουρκία στον δρόμο της συνεννόησης. Η οικονομία, όπως έχω αναφέρει ξανά, αποκτά μια εθνική διάσταση.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ