ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Αντικαταθλιπτικά: Το μεγάλο άλμα της κατανάλωσης

Μέσα σε μία γενιά στη χώρα μας, οι δόσεις ανά 1.000 κατοίκους, από 19 εκτοξεύθηκαν σε 70,6.

Kathimerini.gr

Δήμητρα Τριανταφύλλου

Με ταχύτατους ρυθμούς αυξάνεται η χρήση των αντικαταθλιπτικών στη χώρα μας, ακολουθώντας μια πανευρωπαϊκή τάση που προηγήθηκε στις ΗΠΑ κατά δύο δεκαετίες.

Η Ελλάδα ανέβηκε από τις 19 δόσεις ανά 1.000 κατοίκους το 2000, στις 40 το 2010, στις 66 το 2020 και στις 70,6 το 2021.

Σύμφωνα με τη διαδικτυακή επιστημονική πλατφόρμα Our World in Data (OWID) που επεξεργάστηκε τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ (για το έτος 2021), η Ελλάδα κατατάσσεται στη 12η θέση μεταξύ 32 χωρών, καθώς οι Ελληνες καταναλώνουμε 70,6 δόσεις αντικαταθλιπτικών φαρμάκων ανά 1.000 κατοίκους.

Ενα χρόνο νωρίτερα, ο ΟΟΣΑ είχε δημοσιεύσει και τα στοιχεία για την αύξηση της χρήσης αντικαταθλιπτικών που σημειώθηκε πανευρωπαϊκά από το 2000 ως το 2020. Σύμφωνα με αυτά, από 30,5 ανά 1.000 κατοίκους που ήταν ο μέσος όρος των ημερήσιων δόσεων στην Ευρώπη το 2000, σκαρφαλώσαμε στις 75,3 το 2020, μία αύξηση της τάξης του 147%.

Η Ελλάδα ανέβηκε από τις 19 δόσεις ανά 1.000 κατοίκους το 2000, στις 40 το 2010, στις 66 το 2020 και στις 70,6 το 2021. Ενδεικτικά, το 2020 η χώρα μας ανέβηκε στην έκτη θέση σε αύξηση χρήσης αντικαταθλιπτικών – μετά την Τσεχία, την Εσθονία, τη Σλοβακία, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Αμήχανοι απέναντι στα νούμερα

Πώς βλέπουν οι επιστήμονες αυτή την αύξηση; «Με αμηχανία» λέει στην αρχή της κουβέντας μας ο Νίκος Κόκρας, επίκουρος καθηγητής Ψυχιατρικής στην Α΄ Ψυχιατρική Κλινική του Αιγινήτειου Νοσοκομείου.

«Το φαινόμενο της αύξησης δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά όλη την Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, η Γηραιά Ηπειρος ακολουθεί με μια χρονοκαθυστέρηση τις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν αρχίσει να βλέπουν μια εικοσαετία νωρίτερα την υπέρμετρη αύξηση των αντικαταθλιπτικών» εξηγεί ο κ. Κόκρας, παραδεχόμενος πως ο ευσεβής πόθος των ειδικών ψυχικής υγείας είναι αυτή να συμβαίνει λόγω της καλύτερης διάγνωσης των ψυχικών διαταραχών. Από την άλλη, ο φόβος της υπερ-διάγνωσης και της υπερ-συνταγογράφησης, ενδέχεται, σύμφωνα με τον καθηγητή, να είναι πραγματικός.

Οπως εξηγεί, τα αντικαταθλιπτικά χρησιμοποιούνται ευρέως και βρίσκονται ανάμεσα στα φάρμακα με τις κορυφαίες πωλήσεις μαζί με τα σκευάσματα για την πίεση και τη χοληστερίνη. Ο ίδιος τα χαρακτηρίζει μάλιστα «φάρμακα πολυεργαλεία». Είναι τα βασικά όπλα στην αντιμετώπιση δύο κύριων παθήσεων, της κατάθλιψης και των διαταραχών του άγχους, οι οποίες αθροιστικά αφορούν το 10 με 12% του ελληνικού πληθυσμού. Τα αντικαταθλιπτικά χορηγούνται όμως και σε άλλες περιπτώσεις όπως η αντιμετώπιση του πόνου σε καρκίνους, σύνδρομα χρόνιου άλγους κ.λπ. Πάντως, 9 στις 10 συνταγογραφήσεις αφορούν το άγχος και την κατάθλιψη.

«Αν απλοποιήσουμε τα παραπάνω νούμερα, βλέπουμε πως θεωρητικά ένας στους δέκα Ελληνες έχει λόγο να πάρει ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο», λέει ο κ. Κόκρας. Αντιστοιχεί αυτό με τη συνταγογράφηση; «Για να αξιολογήσει κανείς τον όγκο της συνταγογράφησης θα πρέπει να γνωρίζει και τον όγκο των ασθενών. Στην Ελλάδα όμως δεν γνωρίζουμε πόσοι είναι αυτοί. Για να βρούμε το νούμερο χρειάζονται νέες επιδημιολογικές μελέτες» σημειώνει.

Ηλεκτρονική συνταγογράφηση χωρίς αυστηρό έλεγχο

Ενα στοιχείο που διαφοροποιεί την Ελλάδα από άλλες χώρες είναι η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, χάρη στην οποία έχουμε μια καλή αποτύπωση του συνόλου των αντικαταθλιπτικών που χορηγούνται στη χώρα. «Σε ΗΠΑ και σε Καναδά αλλά και σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία δεν υπάρχει τόσο καλή παρακολούθηση της συνταγογράφησης» λέει ο κ. Κόκρας, εξηγώντας πως το μεγάλο άλμα της χρήσης αντικαταθλιπτικών στην Ελλάδα, ανάμεσα στις δεκαετίες 2000 και 2020, αποδίδεται και στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση. Ο ίδιος τονίζει πάντως, πως η σύγκριση ανάμεσα στις χώρες θα έπρεπε να αφορά και τα εθνικά συστήματα υγείας και τον τρόπο που αυτά λειτουργούν και όχι μόνο τις δόσεις.

Με τη σειρά του, ο υφυπουργός Υγείας, Δημήτρης Βαρτζόπουλος, τονίζει πως «η συνεχιζόμενη αύξηση των αντικαταθλιπτικών δεν είναι κατ’ ανάγκη κακή. Σημαίνει ότι εντοπίζουμε το πρόβλημα. Και είναι προτιμότερη η χρήση των αντικαταθλιπτικών από εξαρτησιογόνα αγχολυτικά όπως οι βενζοδιαζεπίνες».

Ο κ. Βαρτζόπουλος προσθέτει πως η αύξηση των αντικαταθλιπτικών οφείλεται και στην αύξηση των ενδείξεων για τις οποίες χορηγούνται αλλά και στους ελέγχους που υπολείπονται αυστηρότητας. «Στην Ελλάδα, στην πρωτοβάθμια υγεία, έχουμε ένα συνολικό σύστημα συνταγογράφησης. Κάθε γιατρός μπορεί να συνταγογραφήσει όποιο σκεύασμα θέλει και να το πληρώσει το ταμείο. Οι γενικοί γιατροί για παράδειγμα μπορούν να συνταγογραφήσουν αντικαταθλιπτικά. Ο έλεγχος των συνταγών όμως επί ενδείξεων δεν είναι τόσο αυστηρός όσο θα έπρεπε. Αυτό σημαίνει ότι ενδέχεται να συνταγογραφείται πιο μεγάλος αριθμός φαρμάκων από τον απαιτούμενο».

Σύμφωνα με τον υφυπουργό και δεδομένου ότι είναι πια απαραίτητο να χτίσουμε μια επιδημιολογική παρατήρηση των ψυχικών διαταραχών, των νοσηλειών που αυτές απαιτούν και των φαρμακευτικών αγωγών που χορηγούνται, το υπουργείο Υγείας επεξεργάζεται αυτή τη στιγμή ένα σχέδιο για ένα ολοκληρωμένο πληροφοριακό ψηφιακό σύστημα για την παρακολούθηση όλων των παραπάνω, μέσω της ΗΔΙΚΑ. Το σύστημα θα τεθεί σε λειτουργία από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, σε ΕΣΠΑ όπου θα ενταχθεί και το εν λόγω έργο.

Τα απόνερα των κρίσεων

Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση της εμφάνισης των ψυχικών νοσημάτων τη δεκαετία 2010-2020 στην Ελλάδα είναι ένας βασικός λόγος της αύξησης της χρήσης των αντικαταθλιπτικών. Ο κ. Κόκρας υπογραμμίζει μάλιστα πως αντίθετα με τη γενική αντίληψη που θέλει τα ψυχικά νοσήματα να εμφανίζονται την ώρα των μεγάλων κρίσεων, όπως ήταν η οικονομική ή η πανδημία του κορωνοϊού, σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζονται με κάποια χρονοκαθυστέρηση.

«Βλέπουμε ανθρώπους που όταν τους ρωτάμε πότε ξεκίνησαν τα προβλήματα, μας απαντούν για παράδειγμα “όταν έχασα τη δουλειά μου, με τις οικονομικές δυσκολίες”. Ακόμα και σήμερα, βλέπουμε τα “απόνερα” της οικονομικής κρίσης και των αλλαγών που αναγκάστηκαν να κάνουν στη ζωή τους πολλοί άνθρωποι» περιγράφει ο καθηγητής.

«Αυτό που δεν θέλουμε να συμβαίνει, όμως, είναι οποιοσδήποτε πολίτης παραπονείται για συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται φαρμακευτική θεραπεία, να παίρνει ελαφρά τη καρδία ένα αντικαταθλιπτικό» τονίζει.

Μάλιστα, όπως εξηγεί, «όσο πιο ελαφρά είναι τα συμπτώματα τόσο μειώνεται η αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αξία της ψυχοθεραπείας είναι μεγαλύτερη. Ενώ αντίθετα όσο πιο βαριά τα συμπτώματα, τόσο μειώνεται η αξία της ψυχοθεραπείας και αυξάνεται αυτή της φαρμακευτικής παρέμβασης». Και παρότι τα αντικαταθλιπτικά είναι εξαιρετικά ασφαλή φάρμακα, σύμφωνα με τον κ. Κόκρα, δεν είναι σωστό να τα αντιμετωπίζουμε σαν μια εύκολη λύση.

Η υπέρμετρη χρήση τους, εκτός από επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων, μπορεί να δημιουργεί και παρενέργειες. Και την ίδια στιγμή, όταν ένας άνθρωπος λαμβάνει αντικαταθλιπτικά χωρίς να τα χρειάζεται, όταν στην περίπτωσή του δηλαδή η ενδεδειγμένη λύση είναι η συμβουλευτική ή η ψυχολογική υποστήριξη, τελικά αποπροσανατολίζεται.

«Γι’ αυτό και είμαστε πάρα πολύ επιφυλακτικοί στο να συνταγογραφούμε αντικαταθλιπτικά είτε σε νέους ανθρώπους, από 18 έως 25 ετών, είτε όταν δεν υπάρχει σαφής ένδειξη χορήγησής τους. Ως πανεπιστημιακή κλινική μεταδίδουμε αυτή την πεποίθηση με εμφατικό τρόπο στους γιατρούς που εκπαιδεύουμε», τονίζει ο καθηγητής.

Ελλειμμα δημόσιας ψυχικής υγείας

Στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό οι πολίτες απευθύνονται σε ιδιώτες επαγγελματίες ψυχικής υγείας. «Εχουμε ένα από τα υψηλότερα, αν όχι το υψηλότερο, ποσοστό συμμετοχής σε ιδιωτική δαπάνη για την ψυχική υγεία σε όλη την Ευρώπη» σημειώνει ο κ. Κόκρας, τονίζοντας ότι ένας Ολλανδός ή ένας Γερμανός θεωρεί αυτονόητο πως θα απευθυνθεί στο Δημόσιο για να διευθετήσει το ζήτημα που αντιμετωπίζει.

«Οι δυνατότητες ψυχοθεραπείας που έχουμε στις δημόσιες δομές είναι εντελώς κορεσμένες, με τις λίστες αναμονής να είναι τεράστιες. Αναγκαστικά, οι πολίτες που δεν μπορούν να απευθυνθούν ιδιωτικά για ψυχοθεραπεία, μπορεί να “εκτρέπονται” προς τη συνταγογράφηση» εξηγεί ο καθηγητής προσθέτοντας πως αν ένας γιατρός σε δημόσια δομή ξέρει πως ο ασθενής θα αναμένει για ψυχοθεραπεία ακόμη και δύο χρόνια, θα του χορηγήσει αντικαταθλιπτικά για να τον βοηθήσει. «Στην πραγματικότητα κοστίζει λιγότερο σε ένα κράτος να χορηγεί αντικαταθλιπτικά από το να παρέχει ψυχοθεραπείες στους πολίτες του».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση