
Kathimerini.gr
«Πω, πω, ρυτίδες που έχω… αλλά είναι ωραίο να βλέπεις τον χρόνο να περνάει. Τίποτε δεν είναι δεδομένο στη ζωή», είπε χαμογελώντας ο Νίκος Αλιάγας όταν ο φωτογράφος μας Βαγγέλης Ζαβός του έδειξε τις πρώτες λήψεις του γεύματος για την «Κ» σε ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο στη Γλυφάδα. Αλλωστε, είναι έμπειρος χειριστής του φακού και ο ίδιος, καθώς αποτελεί το μεγάλο του πάθος. Ξέρει ότι τα πρόσωπα (και οι… ζάρες τους) λένε τις δικές τους ιστορίες: «Στην Ελλάδα ζούμε στη δικτατορία της νιότης στα ΜΜΕ, αλλά ο κόσμος ξέρει τελικά ποιος είναι καθένας», είπε ο δημοσιογράφος, παρουσιαστής, ραδιοφωνικός παραγωγός, τραγουδιστής και συγγραφέας. Σταρ –με μια λέξη– που πάντα και παντού διατρανώνει τις ρίζες του. Μια και η κουβέντα μας ξεκίνησε από τις συγκρίσεις ανάμεσα στις δύο χώρες «του», άδραξα την ευκαιρία και προτού μας φέρουν τα ορεκτικά μπήκα στο «κύριο πιάτο».
Τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Γαλλία, που μοιάζει έτοιμη να εκραγεί; Εδώ και δεκαετίες η Ελλάδα την ακολουθούσε κατά πόδας σε κάθε κοινωνική αναταραχή. Είναι η πρώτη φορά που οι όροι αντιστρέφονται, μια και την οικονομικοπολιτική κρίση εμείς τη βιώσαμε πριν από μία δεκαετία. «Πρόκειται για ένα μείγμα που έχει αλλάξει τον ιστό της κοινωνίας και της πολιτικής, με αποτέλεσμα να έχουμε γίνει “εργαστήριο αποσταθεροποίησης”. Είναι απότοκο πολλών παραγόντων, ανακατατάξεων, προβλημάτων που δεν λύθηκαν αλλά σιγοκαίνε, της COVID, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπου ο καθένας μπορεί να εκφέρει άποψη, των γεωπολιτικών εξελίξεων, αλλά και του γεγονότος ότι οι ηγέτες είναι πια όμηροι της πόλωσης. Υπάρχει θυμός στον κόσμο», υπογράμμισε, για να φτάσει σ’ ένα δυσάρεστο συμπέρασμα.
«Οι Βρυξέλλες είναι πολύ πιο μακριά στο μυαλό του μέσου Γάλλου σε σχέση με 20 χρόνια πριν, παρά το ότι τόσες εκφάνσεις της ζωής και της καθημερινότητάς μας συνδέονται με την Ενωμένη Ευρώπη. Εκεί νομίζω ότι η Ευρωπαϊκή Δύση χάνει το παιχνίδι. Πιστεύω επίσης ότι κάποιοι δεν ήθελαν, ούτε θέλουν, δυνατή Ευρώπη, με δυνατή Γαλλία. Το 2018 είχα κάνει μια συνέντευξη με τον Μακρόν, ο οποίος μιλούσε για την αναγκαιότητα ίδρυσης ευρωπαϊκού στρατού, για εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ταυτότητας πέραν της οικονομίας. Την επόμενη ημέρα ο Τραμπ του έκανε κατά μέτωπον επίθεση με ένα tweet», επισημαίνει, αλλά εξηγεί ότι η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη: «Θα σας πω ότι οι ψηφοφόροι της Λεπέν δεν είναι απαραίτητα από τον χώρο της άκρας Δεξιάς. Είναι άνθρωποι που βλέπουν ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν λειτουργούν, το ευρωπαϊκό όραμα έχει μείνει πίσω. Είναι νέοι που δεν ξέρουν ακριβώς τι θέλουν, αλλά ούτε και τι σημαίνει ακριβώς να ψηφίσουν ένα τέτοιο κόμμα. Αλλαξε στην εποχή μας το φάσμα βάσει του οποίου ονομαζόταν κάποιος δεξιός ή αριστερός. Μετατοπίστηκε αυτό που κάποτε ορίζαμε ως ακραίο, θεωρείται δυστυχώς αποδεκτό. Δεν μπορείς να μιλάς στα νέα παιδιά με τη γλώσσα, τα μέτρα και τα σταθμά της δεκαετίας του 1980, ούτε να απορρίπτεις την οργή τους και να τους κουνάς το δάχτυλο. Οφείλεις να προσπαθείς να καταλάβεις», εξηγεί ο δημοσιογράφος, που αναγνωρίζει στον Μακρόν πως με το ταλέντο του έσπασε τον διπολισμό καταλαμβάνοντας το Κέντρο, εφαρμόζοντας τον «τρίτο δρόμο» παρότι ο ίδιος δεν είχε κομματικό μηχανισμό. Τώρα «πληρώνει» το επίτευγμά του. Οι δε νέοι ψηφοφόροι είναι το πιο ευάλωτο ακροατήριο του τοξικού λόγου.
«Σκεφθείτε ότι η νεολαία το 1968 βγήκε στον δρόμο με αίτημα να αλλάξει τον κόσμο. Αυτοί που διαμαρτύρονται σήμερα απλώς δεν θέλουν να χάσουν τα λίγα κεκτημένα που έχουν απομείνει σε σχέση με αυτά που είχαν οι γονείς τους. Από την άλλη, κάποιος που μόλις τελείωσε το πανεπιστήμιο στις ημέρες μας και θα πάει να πιάσει δουλειά, ενδιαφέρεται για την ποιότητα ζωής του στην επόμενη πενταετία. Θέλει να θέσει τους όρους του. Η δική μου γενιά των 55άρηδων δεν μπήκε στην αγορά εργασίας με τους δικούς της όρους. Και οι μεγαλύτεροι από εμάς δεν είχαν καν επιλογή ούτε δικαίωμα διαπραγμάτευσης. Ο πατέρας μου, λ.χ., τέτοια περίπτωση ήταν. Εφτασε μετανάστης στο Παρίσι με τρένο από το Μεσολόγγι και έπιασε δουλειά ως ράφτης τη δεκαετία του ’60. Ηταν τα “εργατικά χέρια” ακόμη και σε οίκους μόδας. Είχε γνωρίσει στην Ελλάδα τη μητέρα μου, επίσης από το Μεσολόγγι, που είχε πάει στην Αγγλία να σπουδάσει νοσοκόμα. Τελικά, παντρεύτηκαν στη Γαλλία, έγινε και εκείνη μοδίστρα. Εγώ μεγάλωσα δίπλα στη ραπτομηχανή. Από τα 12 ώς τα 18 μου πήγα εσωτερικός στο οικοτροφείο της ελληνικής Αρχιεπισκοπής στο Παρίσι. Η πιο ωραία μου περίοδος.
Ο πατέρας και ο Ντελόν
Οταν ήμουν πιτσιρίκος, ο πατέρας μου μού έλεγε με καμάρι ότι είχε ράψει τα ρούχα του Αλέν Ντελόν στο «Μπορσαλίνο». Οι συμμαθητές μου –με πατεράδες γιατρούς και δικηγόρους– δεν με πίστευαν, σχεδόν δεν τον πίστευα ούτε και εγώ. Κάποια στιγμή, όταν είχα πια καταξιωθεί ως δημοσιογράφος, έκανα μια συνέντευξη με τον ηθοποιό. «Θυμάστε ποιος σας έφτιαξε τα κοστούμια στο τάδε φιλμ;», τον ρώτησα. «Ενας Ελληνας», μου απάντησε. «Ο πατέρας μου ήταν», του είπα. «Πάρε τον τηλέφωνο τώρα!», απάντησε ο Ντελόν. Μίλησαν. Συγκινήθηκαν πολύ και οι δύο. Βούρκωσαν… Ενα άλλο ενθύμιο από τα παιδικά του χρόνια ήταν μια επιστολή που έγραψε η μητέρα του προς τον τότε αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Σπύρο Αγκνιου, ζητώντας δουλειά στην Αμερική. Στο γαλλικό ταχυδρομείο, όταν είδαν τη διεύθυνση του Λευκού Οίκου, σχεδόν έβαλαν τα γέλια οι υπάλληλοι. Και όμως, μας απάντησε ο Αγκνιου λέγοντας να έρθουμε σε επαφή με τον κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, τον Ρέιγκαν. Και εκείνος με τη σειρά του ανταποκρίθηκε στις επιστολές. Ηταν έτοιμοι οι γονείς μου να φύγουν από τη Γαλλία μέχρι που επενέβη η γιαγιά από το χωριό –«πού να τρέχετε τόσο μακριά;», είπε– και η ιδέα της Αμερικής ναυάγησε! Τα γράμματα τα έχουμε ακόμη.
Σε ενάμισι δωμάτιο ζούσαμε, αλλά δεν αισθάνθηκα ποτέ ούτε φτώχεια, ούτε ντροπή, ούτε μειονεξία. Και η Ελλάδα ήταν κάτι σαν υπόσχεση στο βάθος. Πως θα γυρίζαμε οικογενειακώς μια μέρα. Εμιγκρές μεγάλωσα στο Παρίσι, αλλά εδώ τελικά αισθάνθηκα ότι με κοίταζαν καμιά φορά περίεργα», θυμάται ο Αλιάγας. Αδραξα την πάσα για να τον ρωτήσω για την αντίφαση που βλέπουμε στην πατρίδα μας έναντι των μεταναστών. Από τη μια δοξάζουμε τους αδελφούς Αντετοκούνμπο και από την άλλη, αν η οικογένεια αυτή είχε φτάσει σήμερα στην Ελλάδα, θα είχαν κριθεί παράνομοι και θα είχαν απελαθεί. «Αγαπώ τη Γαλλία διότι ποτέ δεν με έφερε στη θέση να πρέπει να απορρίψω την ελληνική μου υπόσταση. Στη Γαλλία ουδείς ενοχλήθηκε επειδή ήμουν ελληνικής καταγωγής. Και όταν άρχισα ως δημοσιογράφος να απευθύνομαι σε πάνδημο κοινό, κανείς δεν είπε ποτέ “μα, αυτός δεν είναι κανονικός Γάλλος γιατί οι γονείς του δεν είναι Γάλλοι”. Στην Ελλάδα θα έλεγαν το ίδιο; Δεν ξέρω. Δεν θεωρώ ότι οι Ελληνες είναι ρατσιστές. Θεωρώ όμως ότι πρέπει να εκπαιδεύονται οι άνθρωποι για να καταπολεμηθεί η μισαλλοδοξία. Στη Γαλλία υπάρχει και λειτουργεί η αξιοκρατία, ο καλός θα βρει τον δρόμο του από όπου και αν κατάγεται. Και βέβαια υπάρχει μηχανισμός ένταξης των μεταναστών, όσο και αν δεν είναι τέλειος». Ο Αλιάγας επέμενε, πάντως, στο θέμα της αξιοκρατίας, που του επέτρεψε –αν και ξεκίνησε από το μηδέν, με αλλοδαπούς γονείς– να καθιερωθεί. Στην Ελλάδα η έλλειψή της αγγίζει τόσο Ελληνες όσο και ξένους, είναι ένα από τα προβλήματα της χώρας. Το ποιον ξέρεις υπερνικά το τι αξίζεις.
Με την «Οδύσσεια»
Οσα κακά και αν έχει η πατρίδα μας, πάντως, εκείνος τρέφεται από τις ρίζες και τη γλώσσα: «Ηταν να βγω για πρώτη φορά στον αέρα του Euronews και είχα τεράστια αγωνία. Για να ηρεμήσω είχα μαζί μου την “Οδύσσεια” και τη διάβαζα. Είπα μέσα μου: Αφού άντεξε τόσα ο Οδυσσέας, θα αντέξω και εγώ. Δούλεψε το κόλπο».
Μαθητεία στο όνειρο
«Στο οικοτροφείο, όπου τον τόνο έδινε ο μητροπολίτης Γαλλίας Ιερεμίας, μας δίδαξαν τη λογοτεχνία, τη γλώσσα, την ιστορία, τη μουσική και τον χορό. Ουσία, όχι παπαγαλίες. Κυρίως μας έκαναν να καταλάβουμε το άυλο της Ελλάδας. Μας πέρασαν τη σιγουριά του ονείρου. Ξέρεις τι ασφάλεια είναι η φράση “προσπάθησε εσύ και έχει ο Θεός;”. Νομίζω –και μη με περάσετε για αθεράπευτα ρομαντικό– υπάρχει ελληνικός τρόπος να σκέφτεσαι. Είσαι σε άλλο τόπο και χρόνο. Ο Ελληνας στροφάρει αλλιώς, ρε παιδί μου. Η Ελλάδα είναι κόνσεπτ, ιδέα, ένα θαύμα. Σκεφθείτε πόσοι άλλοι πολιτισμοί κατακρημνίστηκαν από την αρχαιότητα και ο δικός μας υπάρχει. Και αυτό το θαύμα το αντιλαμβάνονται και το ζουν πολλοί ξένοι που έχουν εγκατασταθεί εδώ και παρά τα προβλήματα της καθημερινότητας, δεν θα ξαναγύριζαν με τίποτε πίσω στη χώρα τους. Ξέρω Γάλλους που είναι πιο Ελληνες και από εμάς. Και μιλώντας για τους μετανάστες, τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από γονείς Αλβανούς, Γεωργιανούς, Νιγηριανούς τη χώρα μας αγαπούν, δεν θέλουν να πάνε να ζήσουν αλλού. Εχω ένα σπίτι στην Αθήνα και όταν ζορίζομαι στο Παρίσι, παίρνω ένα αεροπλάνο κι έρχομαι. Προχθές έφτασα ξημέρωμα, κατατσακισμένος από την κούραση. Εμπαινα στο διαμέρισμα και βγήκε μια γειτόνισσα το πρωί και με λιβάνισε. Αντε να το βρεις αυτό στη Γαλλία».
Η συνάντηση
Ο δημοσιογράφος επέλεξε το Ark στη Γλυφάδα, μια και το αθηναϊκό του σπίτι είναι κοντά και διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον ιδιοκτήτη Διογένη Παπαθεοχάρη, τον οποίο γνωρίζει επειδή σπούδασε στη Γαλλία. Κάθε τόσο χάζευε τη θέα της θάλασσας δηλώνοντας χειμερινός κολυμβητής. Το εστιατόριο – καφέ ήταν πολύ ευχάριστο και η γειτονία του με το υγρό στοιχείο σε έκανε να πιστεύεις ότι είσαι σε νησί. Η ελληνική του κουζίνα έχει κερδίσει βραβεία και εμάς μας κέρδισε η χωριάτικη σαλάτα και ένα ωραία ψημένο φαγκρί με τσιγαριαστά χόρτα. Το σέρβις, άψογο και χαμογελαστό.