Kathimerini.gr
Πολλά είναι τα σενάρια που διακινούνται για το πώς οι ουκρανικές μυστικές υπηρεσίες έπληξαν τάνκερ του ρωσικού «σκιώδους» στόλου στη Μεσόγειο και μάλιστα λίγες ημέρες μετά το εμβληματικό χτύπημα κατά ρωσικού υποβρυχίου στο Νοβοροσίσκ. Σε αντίθεση με εκείνη την επίθεση, στην οποία χρησιμοποιήθηκε υποβρύχιο drone (UUV) και συγκεκριμένα η εξελιγμένη έκδοση του ουκρανικού «Sea Baby», στην περίπτωση του τάνκερ, η SBU φαίνεται ότι ακολούθησε διαφορετικές μεθόδους, πετυχαίνοντας ένα σημαντικό χτύπημα σχεδόν 2.000 χιλιόμετρα μακριά από το Κίεβο.
Σύμφωνα με πληροφορίες η επίθεση έγινε με drone από αέρος, ενώ κάποιος προσεκτικός παρατηρητής, βλέποντας το σχετικό βίντεο, θα προσέξει ότι χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από ένα μη επανδρωμένα συστήματα και περιπλανώμενα πυρομαχικά. Η εξέλιξη της πολεμικής τεχνολογίας και οι νέες τακτικές που χρησιμοποιούνται επί του πεδίου φαίνεται πως δικαιώνουν την απόφαση της Αθήνας να στρέψει την προσοχή της σε συστήματα αντι-drone που μπορούν να αντιμετωπίσουν ένα ευρύ φάσμα συστημάτων και επιθέσεων. Ταυτόχρονα, υπενθυμίζουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι η χώρα οφείλει να αποκτήσει ανταγωνιστική αμυντική βιομηχανία και δυνατότητες παραγωγής σε μεγάλος αριθμούς που εξασφαλίζουν αυτονομία και στρατηγικό βάθος.
Πώς και πού έγινε η επίθεση
Τα πρώτα στοιχεία συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι τα drones και τα περιπλανώμενα πυρομαχικά που χρησιμοποιήθηκαν για την προσβολή του πλοίου «Qendil» – σημαίας Ομάν – στη Μεσόγειο, εξαπολύθηκαν από κάποιο παραπλέον σκάφος. Πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Ερευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ) δεν δέχτηκε αίτημα για παροχή συνδρομής στο πλοίο, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως το «Qendil» δεν έπλεε σε περιοχή ευθύνης της Ελλάδας αλλά ενδεχομένως της Ιταλίας ή της Λιβύης.
Επιπλέον, στην επιχείρηση ή τουλάχιστον στο τελικό στάδιο, χρησιμοποιήθηκε κάποιο μικρό drone (καμικάζι ή μεταφοράς όλμων) το οποίο είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί από τα επίγεια ραντάρ. Είναι αρκετά πιθανό να πετούσε σε χαμηλό υψόμετρο ώστε να μη γίνει αντιληπτό από το πλήρωμα του εμπορικού πλοίου καθώς έφτανε στον στόχο του. Drones αυτού του τύπου είναι δύσκολο να εντοπιστούν ακόμη και από τα πολεμικά πλοία, πολλώ δε μάλλον από ένα τάνκερ που δεν διαθέτει συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου ή αντι-drone, αναφέρει υψηλόβαθμη στρατιωτική πηγή στην «Κ». Στην επιχείρηση φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν και τουλάχιστον δύο drones εφοδιασμένα με θερμικές κάμερες από τα οποία προέρχεται το βίντεο της επίθεσης.
Η ίδια στρατιωτική πηγή, εξηγεί στην «Κ» ότι η ομάδα που εξαπέλυσε την επίθεση πιθανότατα γνώριζε το δρομολόγιο που ακολουθούσε το πλοίο και έστησε καρτέρι σε κοντινή απόσταση. Αφού εντόπισε οπτικά τον στόχο, εξαπέλυσε τα επιθετικά drones για να πλήξουν το τάνκερ. Είναι απίθανο ο σταθμός ελέγχου των μη επανδρωμένων να βρίσκεται στη στεριά καθώς η απόσταση από το σημείο της επίθεσης είναι τεράστια. Κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό μόνο με τη χρήση UCAV (οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροχημάτων) ή μεγάλων περιπλανώμενων πυρομαχικών με επαρκή αυτονομία πτήσης, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, αυτά θα είχαν εντοπιστεί από τα χερσαία ραντάρ ή τους αισθητήρες πολεμικών πλοίων που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή.
Τα διδάγματα
Είναι εμπεδωμένο πλέον ότι ένα μικρό drone, από εκείνα που εύκολα βρίσκει κανείς στο εμπόριο, μπορεί να θέσει εκτός «μάχης» ένα εμπορικό ή ακόμη και ένα πολεμικό πλοίο, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων. Ακόμη και αν πρόκειται για drone που μεταφέρει μικρής ισχύος πυρομαχικά, αν προκαλέσει ζημιά στο ραντάρ έρευνας ή το ραντάρ διεύθυνσης πυρός του πλοίου, μιας φρεγάτας για παράδειγμα, ουσιαστικά αχρηστεύει ένα πολύτιμο οπλικό σύστημα.
Για να αντιμετωπίσει αυτή την απειλή, το υπουργείο Εθνικής Αμυνας προκήρυξε μέσω του ΕΛΚΑΚ διαγωνισμό για την ανάπτυξη και προμήθεια συστημάτων αντι-drone, ενώ και το ΚΕΤΑΚ που υπάγεται στο ΓΕΕΘΑ έχει αναπτύξει συστήματα που μπορούν να καταρρίψουν εμπορικού τύπου μη επανδρωμένα. Τα συστήματα των ενόπλων δυνάμεων, όπως και εκείνα που αναπτύσσουν εταιρείες του ελληνικού αμυντικού οικοσυστήματος δοκιμάστηκαν πρόσφατα στην άσκηση «Αίσιος Οιωνός», αφήνοντας ιδιαίτερα θετικές εντυπώσεις.
Το επόμενο βήμα, ωστόσο, πρέπει να είναι η μαζική παραγωγή και ο εξοπλισμός κρίσιμων μονάδων με συστήματα αντι-drone και η διαρκής εξέλιξή τους ώστε να αντιμετωπίζουν τις νέες απειλές που ανακύπτουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ουκρανικός στρατός ανανεώνει σε εβδομαδιαία βάση το λογισμικό και τις συχνότητες επικοινωνίας των αυτόνομων συστημάτων ώστε να παραμένουν αποτελεσματικά, ακόμη και σε περιβάλλον έντονων ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών. Δυνατότητα που δεν θα είχε αν τα συστήματα αυτά προέρχονταν από ξένους κατασκευαστές.



























