ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Το φαινόμενο Μαμντάνι προκαλεί ανησυχία σε Τραμπ και Wall Street

Οι επιθέσεις του Τραμπ, η ανησυχία σε επιχειρηματικούς κύκλους της πόλης και ο σιωπηλός «διχασμός» των Δημοκρατικών

Γράφει ο Δημήτρης Μακκός

Έχουμε να κάνουμε με έναν 33χρονο κομμουνιστή ο οποίος δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα», δήλωνε πριν από μερικές ημέρες ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, επιτιθέμενος στον Ζοράν Μαμντάνι, τον υποψήφιο των Δημοκρατικών για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης. Αν οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν, ο Μαμντάνι είναι αρκετά πιθανό να κερδίσει με άνεση τις δημοτικές εκλογές στις 4 Νοεμβρίου, αποτελώντας έναν αξιοπρόσεκτο πολιτικό αντίπαλο για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον.

Με μια ατζέντα που χαρακτηρίζεται ευρέως ως σοσιαλδημοκρατική και τον ίδιο προερχόμενο από τους «Δημοκρατικούς Σοσιαλιστές της Αμερικής» (DSA), ο Μαμντάνι έχει υιοθετήσει έναν ριζοσπαστικό, για τα αμερικανικά δεδομένα, δημόσιο λόγο ο οποίος συχνά στρέφεται εναντίον των πολιτικών Τραμπ. Ο 33χρονος προτείνει την αύξηση της φορολογίας σε μεγάλες εταιρείες και πλούσιους κατοίκους της Νέας Υόρκης προκειμένου να καλύψει δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας όπως το πάγωμα των ενοικίων, τη δημιουργία δημόσιων παντοπωλείων, τους δωρεάν παιδικούς σταθμούς και τις δωρεάν μετακινήσεις με λεωφορείο.

Η κόντρα με τον Τραμπ

Η δημοσκοπική δυναμική του Μαμντάνι σε συνδυασμό με την προώθηση ενός μείγματος πολιτικής που είναι εντελώς αντίθετο με τις πολιτικές απορρύθμισης που προωθεί η κυβέρνηση Τραμπ, όπως είναι λογικό έχει θορυβήσει τον Λευκό Οίκο. Ο Μαμντάνι προηγείται με διψήφιο ποσοστό από τον πρώην κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, Αντριου Κουόμο, ο οποίος -αν και για δεκαετίες Δημοκρατικός- μετά την ήττα του στις προκριματικές εκλογές για το δημοκρατικό χρίσμα της δημαρχίας στις αρχές του καλοκαιριού αποφάσισε να κατέβει ανεξάρτητος.

Ο Κουόμο, που παραιτήθηκε το 2021 από το αξίωμά του λόγω κατηγοριών για σεξουαλική παρενόχληση, φέρεται σύμφωνα με το Politico να επιδιώκει την παρέμβαση του Τραμπ ώστε να αποσυρθεί από την κούρσα ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, Κέρτις Σλίβα. Μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε ένα «αντι-Μαμντάνι» μέτωπο στις δημοτικές εκλογές και θα άνοιγε το δρόμο στον Κουόμο για το αξίωμα. Από την πλευρά του, ο Τραμπ έχει δηλώσει στο Fox News ότι «δεν ξέρω αν θα εμπλακώ», πιθανώς και υπό το πρίσμα ότι μια παρέμβασή του θα δημιουργούσε ακόμα μεγαλύτερη συσπείρωση στο «ρεύμα» του Μαμντάνι.

Ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος ουσιαστικά έχει ήδη εμπλακεί στη διαδικασία όταν πριν μερικές εβδομάδες απείλησε με διακοπή της ομοσπονδιακής στήριξης στη Νέα Υόρκη εάν ο Μαμντάνι κερδίσει τις εκλογές. «Θα έχει θέματα με την Ουάσιγκτον όπως κανένας άλλος δήμαρχος στην ιστορία», έγραψε ο Τραμπ σε ανάρτησή του, εκτιμώντας ότι ο 33χρονος θα βασιστεί σε ομοσπονδιακούς πόρους για να εκπληρώσει «ψεύτικες κομμουνιστικές υποσχέσεις του». «Δεν θα πάρει τίποτα από αυτά [τα χρήματα]», συνέχισε.

Σε απάντησή του, ο Μαμντάνι ανέφερε ότι «ο λόγος για τον οποίο ο Τραμπ προσπαθεί να ανοίξει το δρόμο στον Αντριου Κουόμο είναι επειδή γνωρίζει ότι ο Κουόμο θα ανοίξει το δρόμο για την ατζέντα Τραμπ». Ο Μαμντάνι υποστήριξε στη συνέχεια ότι η εκστρατεία του διαφέρει από εκείνη των αντιπάλων του, οι οποίοι «βασίζονται στην υποστήριξη του Τραμπ ή σε πλούσιους δωρητές».

Οι δωρητές και οι αντίπαλοι

Ο Μαμντάνι έως σήμερα προηγείται όλων στη συγκέντρωση χρημάτων από δωρητές για την προεκλογική του εκστρατεία. Ωστόσο, περίπου το 90% των δωρητών του Μαμντάνι έχουν συνεισφέρει στην καμπάνια λιγότερο από 250 δολάρια ο καθένας. Ο 33χρονος έχει το χαμηλότερο μέσο ποσό συνεισφοράς, το οποίο βρίσκεται στα 98 δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεντρωθέντων χρημάτων προέρχεται από μικρούς δωρητές. Ενδεικτικά, αν και συνεχίζουν να έχουν μικρότερο μπάτζετ, οι Σλίβα και Κουόμο έχουν μέσο ποσό συνεισφοράς 125, 615 δολάρια, αντίστοιχα.

Οπως ήταν αναμενόμενο, οι οικονομικές υποσχέσεις στο προεκλογικό πρόγραμμα του Μαμντάνι έχουν ανησυχήσει παραδοσιακούς μεγάλους δωρητές του Δημοκρατικού Κόμματος και βέβαια παράγοντες του real estate της πόλης. Το πάγωμα των ενοικίων και η φορολόγηση των υπερπλούσιων οδήγησε τους μεγάλους δωρητές να ξοδέψουν εκατομμύρια κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών των Δημοκρατικών υπέρ του Κουόμο, κάτι που εκ των πραγμάτων δεν απέδωσε.

Παρ’ όλα αυτά δημοσίευμα των New York Times ήθελε μερικούς από τους πλουσιότερους ιδιοκτήτες ακινήτων και επιχειρηματίες της Νέας Υόρκης να συναντιούνται τον Σεπτέμβριο με τον Κουόμο προκειμένου να αποφευχθεί μια νίκη του Μαμντάνι. Μεταξύ των ατόμων που συγκεντρώθηκαν ήταν τουλάχιστον δύο δισεκατομμυριούχοι και ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές κτιρίων της Νέας Υόρκης.

Το 90% των δωρητών του Μαμντάνι έχουν συνεισφέρει λιγότερο από 250 δολάρια ο καθένας. Αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεντρωθέντων χρημάτων προέρχεται από μικρούς δωρητές.

«Πολλοί ισχυροί παράγοντες και δισεκατομμυριούχοι είναι απογοητευμένοι και φοβισμένοι, επειδή τα αιτήματά τους δεν βρίσκονται στο επίκεντρο της ατζέντας του Ζοράν», δήλωσε πρόσφατα στον Guardian η Aνα Μαρία Αρχίλα, συνδιευθύντρια του κόμματος New York Working Families, το οποίο υποστηρίζει τους υποψηφίους των Δημοκρατικών που ευθυγραμμίζονται με τις θέσεις του.

Ο Μαμντάνι πάντως έχει προσπαθήσει να κατευνάσει της ανησυχίες της οικονομικής ελίτ της πόλης, αποφεύγοντας τη δημιουργία μιας έντονα συγκρουσιακής κατάστασης. «Ο πυρήνας της πολιτικής μου δεν είναι μόνο η ειλικρίνεια, αλλά και η επιθυμία για συνεργασία», δήλωσε ο Μαμντάνι το καλοκαίρι, πριν από συνάντηση με εκπροσώπους του επιχειρηματικού κλάδου. «Πηγαίνω σε εκείνη την αίθουσα γνωρίζοντας ότι θα υπάρξουν διαφωνίες, αλλά και γνωρίζοντας ότι η βάση για αυτές είναι η πίστη στις δυνατότητες αυτής της πόλης».

Ωστόσο, «πολλοί στη Wall Street εξακολουθούν να αντιτίθενται σθεναρά στην ιδέα ότι ένας σοσιαλιστής θα αναλάβει τη διοίκηση της πόλης», σχολίαζε τότε το πρακτορείο Bloomberg. Για παράδειγμα, ο δισεκατομμυριούχος Μπιλ Ακμαν, ο οποίος υποστήριξε τον Κουόμο στις προκριματικές εκλογές, έχει επιτεθεί επαλειμμένα στον Μαμντάνι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενώ ο Γουίτνει Τίλσον, πρώην διαχειριστής hedge fund που έχασε από τον Μαμντάνι στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, δήλωσε ότι δεν θα τον συναντήσει μέχρι μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου.

Τα «εμπόδια» στην εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής

Σε πρακτικό επίπεδο πάντως, ακόμα και αν ο Μαμντάνι εκλεγεί θα έχει απέναντί του όχι μόνο την ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Τραμπ και ένα σημαντικό κομμάτι της ελίτ της πόλης αλλά και την ίδια την ανάγκη για ρευστότητα προκειμένου να εφαρμόσει κοινωνική πολιτική.

Με την ιδιωτική χρηματοδότηση να αποτελεί κομμάτι των δημοσίων προγραμμάτων της Νέας Υόρκης εδώ και δεκαετίες, ο ιδιωτικός τομέας θα συνεχίζει να έχει ρόλο την επομένη των εκλογών στη χρηματοδότηση ή μη προγραμμάτων με κοινωνικό πρόσημο.

Από την πλευρά του, ο Μαμντάνι έχει ισχυριστεί ότι θα χρηματοδοτήσει τα κοινωνικά προγράμματα μέσω αυξήσεων των φορολογικών βαρών στους πλούσιους. Η Δημοκρατική κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Κάθι Χόκουλ, ωστόσο, αν και στήριξε έστω και πρόσφατα την υποψηφιότητα Μαμντάνι, είχε δηλώσει «πιστή καπιταλίστρια» στις αρχές Σεπτεμβρίου, τονίζοντας ότι «οποιαδήποτε αύξηση φόρων πρέπει πρώτα να περάσει από το γραφείο μου». «Δεν είμαι πρόθυμη να αυξήσω τους φόρους εισοδήματος για τα άτομα με υψηλό καθαρό εισόδημα», πρόσθεσε.

«Πολλοί στη Wall Street εξακολουθούν να αντιτίθενται σθεναρά στην ιδέα ότι ένας “σοσιαλιστής” θα αναλάβει τη διοίκηση της πόλης».

Ακόμα πάντως κι αν ο Μαμντάνι καταφέρει να ξεπεράσει όλα αυτά τα εμπόδια και εν τέλει βρει τη ρευστότητα για την υποστήριξη της κοινωνικής πολιτικής που έχει υποσχεθεί, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο φυγής κεφαλαίων -οργανωμένο ή μη- από την πόλη, πράγμα που θα εντείνει την πίεση εναντίον του.

Δημοκρατικοί: Αναζητώντας «μείγμα» αντιπολίτευσης
Ισως το πιο αξιοπρόσεκτο, ωστόσο, στη μέχρι τώρα προεκλογική εκστρατεία του Μαμντάνι είναι το γεγονός ότι έχει καταφέρει να φιγουράρει πρώτος με διαφορά σε όλες τις δημοσκοπήσεις χωρίς τη δημόσια υποστήριξη των δύο κορυφαίων Δημοκρατικών στο Κογκρέσο, του Τσακ Σούμερ και του Χακίμ Τζέφρις, αμφότερων κατοίκων της Νέας Υόρκης. Η στάση αυτή έχει προκαλέσει την αντίδραση της προοδευτικής πτέρυγας του Δημοκρατικού κόμματος, με τον γερουσιαστή, Μπέρνι Σάντερς να δηλώνει ότι ο Μαμντάνι «θα έπρεπε να είναι ο υποψήφιος που οι Δημοκρατικοί θέλουν σε κάθε πολιτεία της χώρας».

Σύμφωνα με δημοσίευμα της Washington Post λίγο μετά τη νίκη του Μαμντάνι στις προκριματικές, πολλοί μέσα στο Δημοκρατικό κόμμα «βλέπουν» ότι η ρητορική εναντίον των δισεκατομμυριούχων σε συνδυασμό με ατζέντες αναβίωσης της κοινωνικής πολιτικής θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν πιθανό «οδικό χάρτη» που θα οδηγήσει στη νίκη εναντίον των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026.

Οι Δημοκρατικοί πάντως, παραμένουν διχασμένοι όσον αφορά το που είναι διατεθειμένοι να φτάσουν πολιτικά προκειμένου να ασκήσουν μια πιο μαχητική αντιπολίτευση στη διοίκηση Τραμπ. Το γεγονός αυτό αναδείχθηκε με εμφατικό τρόπο και από τις φερόμενες πιέσεις προς τον Τσακ Σούμερ προκειμένου να επιμείνει στις θέσεις του κόμματος και να παρατείνει -αν δεν υπάρξει ρεπουμπλικανική υποχώρηση- το οικονομικό shutdown της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, εν αντιθέσει με τη μετριοπαθή στάση που κράτησε όταν είχε ξανά την ευκαιρία για κάτι τέτοιο τον Μάρτιο.

Οι πιο μετριοπαθείς μέσα στο κόμμα, το οποίο περιορίζεται εκλογικά όλο και περισσότερο σε μεγάλα παράκτια αστικά κέντρα, εκτιμούσαν στην Washington Post το καλοκαίρι ότι «δεν πρέπει να υιοθετούνται τόσο γρήγορα ιδέες και ρητορική [σ.σ. αυτή του Μαμντάνι] που μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν ακραίες ή ξένες σε μεγάλο μέρος της χώρας».

Ο ίδιος ο Μαμντάνι πάντως στη νικητήρια ομιλία του κατά τις προκριματικές ζήτησε «ένα κόμμα στο οποίο αγωνιζόμαστε για τους εργαζόμενους χωρίς να ζητάμε συγγνώμη για αυτό». Στο πλαίσιο αυτό, αν εν τέλει κερδίσει τις εκλογές του Νοεμβρίου είναι πιθανό να οδηγήσει σε δεύτερες σκέψεις πολιτικούς αναλυτές και στελέχη των Δημοκρατικών που επιμένουν σε πιο μετριοπαθή ρητορική, στην πορεία προς τις ενδιάμεσες εκλογές.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση