

Της Δωρίτας Γιαννακού
Σημείο αναφοράς αποτελούν για τους Κύπριους οι υπεραγορές οι οποίες είδαν τους τζίρους τους να σημειώνουν σημαντικές επιδόσεις τόσο το 2024 όσο και το τρέχον έτος. Η ανοδική πορεία στην αγορά των σουπερμάρκετ καταδεικνύει ότι καταναλωτές στρέφονται σταθερά προς τις αλυσίδες λιανικής για τις καθημερινές τους ανάγκες, με αποτέλεσμα η εικόνα του κλάδου να είναι σαφώς θετική, σε αντίθεση με άλλους τομείς του λιανικού εμπορίου.
Σύμφωνα με εκπροσώπους της αγοράς, οι επιδόσεις των υπεραγορών είναι ενθαρρυντικές, γεγονός που αποδίδεται τόσο στην αυξημένη κατανάλωση όσο και στην αποτελεσματική διαχείριση των αποθεμάτων και των τιμών. Ωστόσο, η αισιοδοξία αυτή συνοδεύεται από μια σειρά προκλήσεων που εξακολουθούν να απασχολούν τον κλάδο. Το κόστος του ανθρώπινου δυναμικού, τα ανελαστικά λειτουργικά έξοδα και ο διαρκώς εντεινόμενος ανταγωνισμός παραμένουν ζητήματα πρώτης γραμμής, επισημαίνουν φορείς της αγοράς.
Ευχαριστημένοι δηλώνουν οι φορείς της αγοράς των υπεραγορών σημειώνοντας ότι προκλήσεις για τον τομέα παραμένουν το κόστος του ανθρώπινου δυναμικού, ο έντονος ανταγωνισμός και τα ανελαστικά κόστη
Αντιστρόφως ανάλογη πορεία καταγράφεται στον τομέα της εστίασης, όπου οι απώλειες είναι αισθητές. Οι επιχειρηματίες του χώρου κάνουν λόγο για δύσκολη περίοδο, με τον μοναδικό κερδοφόρο μήνα να είναι ο Αύγουστος, λόγω της τουριστικής κίνησης και των θερινών διακοπών. Ειδικότερα, παρά τον καλό Αύγουστο, όπως τον χαρακτηρίζουν οι επαγγελματίες του χώρου, οι υπόλοιποι καλοκαιρινοί μήνες ήταν ιδιαίτερα απογοητευτικοί, με κάμψη της τάξης του 30% σε πολλές περιοχές. Την ίδια ώρα, οι φορείς της εστίασης δεν έχουν ιδιαίτερες προσδοκίες για διαφοροποίηση της κατάστασης στον κλάδο με το νέο νομοσχέδιο που ενέκρινε το Υπουργικό και έρχεται να αντικαταστήσει το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.
Η σύγκριση μεταξύ των δύο κλάδων αναδεικνύει τη διαφοροποίηση στις καταναλωτικές συνήθειες των Κυπρίων, με την εστίαση να αντιμετωπίζει προβλήματα βιωσιμότητας και τις υπεραγορές να αποτελούν σταθερό προορισμό για τις καθημερινές αγορές.
Πάνω σε αξία
Στα €2,3 δισ. ανήλθε ο τζίρος των υπεραγορών στην Κύπρο για το 2024, σημειώνοντας αύξηση 6% σε σύγκριση με το 2023, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκύπριου Συνδέσμου Υπεραγορών. Φέτος, τα κέρδη των υπεραγορών αναμένεται να ξεπεράσουν τα περσινά επίπεδα, καθώς, σύμφωνα με φορείς της αγοράς, την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουλίου, τα καταστήματα-υπεραγορές άνω των 500 τ.μ. κατέγραψαν άνοδο στον τζίρο της τάξης του 4%, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024.
Εκτιμήσεις από εκπροσώπους του κλάδου κάνουν λόγο για ένα ιδιαίτερα κερδοφόρο καλοκαίρι, γεγονός που αποδίδεται στη μεταστροφή των καταναλωτών προς το φαγητό στο σπίτι αντί της εξόδου στην ταβέρνα.
Ως εκ τούτου, οι καλοκαιρινοί μήνες αναμένεται να κλείσουν με θετικό πρόσημο, και ιδιαίτερα ο Αύγουστος επιβεβαιώνοντας τη συνεχιζόμενη δυναμική του κλάδου.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της Eurostat όπου η Κύπρος σημείωσε την υψηλότερη αύξηση στον τζίρο του λιανικού εμπορίου στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. Ειδικότερα η αύξηση στον τζίρο του λιανικού εμπορίου στην Κύπρο έφθασε το 8,5% τον Ιούλιο φέτος έναντι 2,4% που ήταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. και 2,2%. Τον Ιούνιο, η ετήσια αύξηση στην Κύπρο ήταν 8,7%, στην Ε.Ε. 3,5% και στην Ευρωζώνη επίσης 3,5%.
Μεταξύ των παρακολουθούμενων κατηγοριών, τα τρόφιμα, τα ποτά και ο καπνός στα εξειδικευμένα καταστήματα παρουσίασαν τη σημαντικότερη ανάπτυξη, αυξανόμενα κατά 15,3% σε αξία. Αυτή η άνοδος αποδίδεται σε συνδυασμό παραγόντων, όπως η αυξημένη καταναλωτική δαπάνη και η αυξανόμενη προτίμηση για εξειδικευμένα καταστήματα λιανικής.
Ο τομέας των υπεραγορών κινήθηκε και τον φετινό Μάιο σε καλά επίπεδα, καθώς σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της χώρας μας ο κύκλος εργασιών του κατέγραψε αύξηση της τάξης του 9,2% σε σχέση με τον περσινό Μάιο, ενώ ο τζίρος σε τρόφιμα, ποτά και καπνός σε ειδικευμένα καταστήματα αυξήθηκε ετησίως κατά 9,5%.
Οι προκλήσεις
Παρά την ανοδική πορεία του κύκλου εργασιών και τις θετικές προβλέψεις για το 2024, ο κλάδος των υπεραγορών στην Κύπρο εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπος με σοβαρές προκλήσεις. Τα λειτουργικά κόστη, ο σκληρός ανταγωνισμός και οι μεταβαλλόμενες καταναλωτικές συνήθειες περιορίζουν τα περιθώρια κέρδους, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα απαιτητικό επιχειρηματικό περιβάλλον.
Οι υπεραγορές βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο προσωπικό τους, και οι μισθολογικές απαιτήσεις αυξάνονται, σημειώνουν φορείς του κλάδου. Παράλληλα, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού εντείνει τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας, επιβαρύνοντας περαιτέρω τα λειτουργικά έξοδα, προσθέτουν.
Την ίδια ώρα κόστη όπως ενέργεια, ψύξη, ενοίκια και μεταφορές θεωρούνται ανελαστικά και δύσκολα μειώσιμα, τονίζουν. Η ανάγκη διατήρησης υψηλής ποιότητας υπηρεσιών και αποθεμάτων, αυξάνει τη συνολική επιβάρυνση.
Ο αριθμός των αλυσίδων υπεραγορών και των μικρότερων καταστημάτων έχει αυξηθεί, εντείνοντας τον ανταγωνισμό σε επίπεδο τιμών, προσφορών και εμπειρίας πελάτη, επισημαίνουν. Το αποτέλεσμα είναι η διάβρωση των περιθωρίων κέρδους, ακόμη και για τις μεγάλες αλυσίδες.
Η τάση του φαγητού στο σπίτι, που ενισχύθηκε το καλοκαίρι του 2024, και ευνόησε τις υπεραγορές, συνοδεύτηκε εντούτοις από αυξημένη αναζήτηση φθηνότερων λύσεων, προσφορών και προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, κάτι που επηρεάζει την κερδοφορία τους.