ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

ΕΚΤ: Δεν ευθύνεται η νομισματική πολιτική για τα χαμηλά κέρδη

Ο κ. ντε Γκίντος χαρακτήρισε παραπλανητικό να αποδίδεται στη χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών

ΚΥΠΕ

Μηνύματα για την ανάγκη αντιμετώπισης των διαρθρωτικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες στην ευρωζώνη μέσω συγχωνεύσεων και βελτίωσης της αποδοτικότητά τους έστειλε ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Λουίς ντε Γκίντος, χαρακτηρίζοντας παραπλανητικό να αποδίδεται η χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών στην βοηθητική νομισματική πολιτική.

Σε ομιλία του στο 22ο Euro Finance Week, o κ. ντε Γκίντος είπε πως το τρέχων μακροοικονομικό περιβάλλον αποτελεί πρόκληση για τις τράπεζες της ευρωζώνης, με την πρόσφατη επιβράδυνση της ανάπτυξης και το συνδεδεμένο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που θα διατηρηθεί για μεγαλύτερο διάστημα «πιθανώς» να επιβαρύνουν περαιτέρω τις προοπτικές κερδοφορίας των τραπεζών.

Αναφερόμενος στην εκτίμηση πολλών αναλυτών ότι η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων επιβαρύνει την κερδοφορία των τραπεζών και περιορίζει τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια, που, όπως είπε, πράγματι βρίσκονται υπό πίεση, ο κ. ντε Γκίντος τόνισε πως «η επικέντρωση σε μια πτυχή είναι παραπλανητική, καθώς παραμελεί τον άμεσο αντίκτυπο της νομισματικής πολιτικής στην στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας». Χωρίς την βοηθητική νομισματική πολιτική, είπε ο κ. Ντε Γκίντος, το ποσά δανειοδοτήσεων θα ήταν σημαντικά χαμηλότερα και το κόστος προβλέψεων σημαντικά υψηλότερα.

«Αυτοί οι παράγοντες μαζί με την αύξηση στις αξίες των στοιχείων ενεργητικού, έχουν γενικά αντισταθμίσει τον αρνητικό αντίκτυπο επί των χαμηλών επιτοκίων ή των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων», είπε, για να συμπληρώσει ότι, επιπρόσθετα, η εφαρμογή του συστήματος σύστημα δύο βαθμίδων για τον εκτοκισμό των αποθεματικών (two-tier renumeration systesm) θα βοηθήσει στον μετριασμό του κόστους των αρνητικών επιτοκίων για αποδοχή της ρευστότητας των τραπεζών.

Παράλληλα, ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ τόνισε πως «διαρθρωτικοί παράγοντες βρίσκονται στην καρδιά της αδύναμης κερδοφορίας των τραπεζών», με τις τράπεζες στην ευρωζώνη να αντιμετωπίζουν προκλήσεις που συνδέονται με τον μεγάλο αριθμό τραπεζών. «Υπάρχουν πολλές τράπεζες, πολλές εξ αυτών έχουν χαμηλά μερίδια αγοράς και συνεπώς υπόκεινται σε υψηλές ανταγωνιστικές πιέσεις και από εταιρείες εκτός του τραπεζικού τομέα, όπως τις εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech)», είπε. Κατά τον κ. ντε Γκίντος, άλλη σημαντική διάσταση είναι η επίμονη μη αποδοτικότητα του κόστους των τραπεζών.

«Οι τράπεζες δεν επωφελούνται πλήρως από τις οικονομίες κλίμακας και βασίζονται στην αλληλοεπικάλυψη φυσικών δικτύων και ως αποτέλεσμα ο δείκτης κόστους προς έσοδα, που βρίσκεται στο 66%, είναι υψηλός αν συγκριθεί με αυτόν αντίστοιχων τραπεζών στις ΗΠΑ και στις βόρειες χώρες», πρόσθεσε.

Περαιτέρω, ο κ. ντε Γκίντος παρέθεσε δύο τρόπους για την επιστροφή των τραπεζών στη διατηρήσιμη κερδοφορία με ταυτόχρονη πρόοδο στις διαρθρωτικές προκλήσεις και στην μη αποδοτικότητα των εξόδων τους. Πρώτον, είπε, υπάρχει χώρος για προσαρμογή των επιχειρηματικών τους μοντέλων, καθώς ανάλυση της ΕΚΤ κατέδειξε ότι οι καλύτερες τράπεζες έχουν διαφοροποιήσει τις πηγές εσόδων τους, βελτίωσαν την αποδοτικότητα των εξόδων τους και επένδυσαν σε ψηφιακές τεχνολογίες σε μεγαλύτερο βαθμό από τους ανταγωνιστές τους. Το δεύτερο, συνέχισε ο Ισπανός κεντρικός τραπεζίτης, αφορά στη σμίκρυνση του τομέα μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, κάτι που μπορεί να επιτρέψει στις τράπεζες να αξιοποιήσουν οικονομίες κλίμακας, οι οποίες θα επιφέρουν βελτιωμένες επιδόσεις

Σημείωσε δε πως οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις, ενώ δεν αναμένεται να επιφέρουν εξοικονομήσεις και οικονομίες κλίμακας, θα έχουν πρόσθετο όφελος από τη βελτιωμένη διαφοροποίηση κινδύνου, οδηγώντας έτσι σε πιο ανθεκτική κερδοφορία. «Προς αυτή την κατεύθυνση, οι λήπτες αποφάσεων ίσως θα πρέπει να αφαιρέσουν τα εμπόδια των διασυνοριακών συγχωνεύσεων και εξαγορών, να προωθήσουν την περαιτέρω ενσωμάτωση και να στηρίξουν την ατζέντα της τραπεζικής ένωσης», πρόσθεσε.

Εξάλλου, ο κ. Ντε Γκίντος είπε πως τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά την ανθεκτικότητά τους, κάτι που αντανακλάται στο νέο εποπτικό πλαίσιο, αφού οι τράπεζες χρειάζεται να διατηρούν εποπτικά κεφάλαιά υψηλότερης ποιότητας, πρέπει να διατηρούν αποθέματα ρευστότητας, πρέπει να αυτοχρηματοδοτούνται από σταθερές πηγές χρηματοδότησης, ενώ πρέπει να καταρτίζουν πλάνα εξυγίανσης και να εκδώσουν εργαλεία χρέους που μπορούν να μετατραπούν σε μετοχές (MREL).

«Ενώ αυτές οι προσαρμογές μπορεί να είναι δύσκολες σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, εντούτοις σε μακροχρόνιο ορίζοντα αυξάνουν την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα σε αρνητικούς κλυδωνισμούς, μειώνοντας την πιθανότητα δαπανηρών χρηματοπιστωτικών κρίσεων», τόνισε.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση