Σχεδόν δέκα χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση που επέτρεψε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αναλάβει την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία, οι Βρυξέλλες κατέθεσαν χθες φιλόδοξο νομοθετικό «πακέτο» που έχει στόχο την προώθηση της περαιτέρω ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών και συγχρόνως την ενίσχυση της ρυθμιστικής και εποπτικής αρχής των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ESMA με έδρα το Παρίσι.
Πριν από ενάμιση χρόνο, ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, είχε προειδοποιήσει στην έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ότι απαιτούνται 800 δισ. ευρώ ετησίως σε επενδύσεις, τα οποία δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν μόνο μέσω τραπεζικής χρηματοδότησης, ενώ είχε επισημάνει την ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω απλούστευσης της εποπτείας. Εχει γίνει πια κατανοητή στα κράτη-μέλη η ανάγκη περαιτέρω ενσωμάτωσης και ολοκλήρωσης της ένωσης των κεφαλαιαγορών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής άμεσης εποπτείας στις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές μεγάλων διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Ο κατακερματισμός των κεφαλαιακών αγορών εντός του «μπλοκ», άλλωστε, έχει περιορίσει ουσιαστικά τα οφέλη της ενιαίας αγοράς. «Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το κόστος των υφιστάμενων ρυθμιστικών φραγμών εντός της Ε.Ε. αντιστοιχεί σε δασμούς άνω του 100%», επισήμανε χθες η επίτροπος για τις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες και την Ενωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων Μαρία Λουίς Αλμπουκέρκε κατά την παρουσίαση της σχετικής πρότασης. «Εδώ και πολύ καιρό, η Ευρώπη έχει ανεχτεί αυτόν τον κατακερματισμό, που περιορίζει την οικονομία μας», επισήμανε η Πορτογαλίδα επίτροπος. «Με τη δημιουργία μιας πραγματικά ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς, θα δώσουμε στους πολίτες καλύτερες ευκαιρίες να αυξήσουν τον πλούτο τους», ανέφερε. Εκτιμάται ότι οι Ευρωπαίοι έχουν περίπου 10 τρισ. ευρώ σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου, που θα μπορούσαν να επενδυθούν πιο ωφέλιμα για τους ίδιους. Επί της ουσίας, η Κομισιόν προτείνει τροποποίηση νομοθετικών πράξεων. Η αρμόδια επίτροπος εξήγησε ότι στόχος είναι να μειωθούν τα εθνικά «εμπόδια» και να καταστεί η χρηματοδότηση «πυλώνας» της ενιαίας αγοράς.
«Η μεγαλύτερη εναρμόνιση των κανόνων αδειοδότησης, λειτουργίας και εποπτείας θα παρέχει νομική σαφήνεια και προβλεψιμότητα για τις εταιρείες, επιτρέποντάς τους να κατανέμουν τους πόρους πιο αποτελεσματικά, να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και να ανταγωνίζονται αποτελεσματικότερα τόσο εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και παγκοσμίως», τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η πρόταση θα συμβάλει στην απλούστευση των κανονιστικών ρυθμίσεων, κάτι που ζητάει η πλειοψηφία των κρατών-μελών.
Εκεί όμως που δεν συμφωνεί η πλειοψηφία των κρατών-μελών είναι στην ενίσχυση του εποπτικού ρόλου της ESMA. Η Κομισιόν προτείνει την απλούστευση των εποπτικών διαδικασιών με την «επέκταση της άμεσης εποπτείας από την ESMA ορισμένων σημαντικών διασυνοριακών οντοτήτων στον τομέα των συναλλαγών, την ενίσχυση των εργαλείων εποπτικής σύγκλισης και τη βελτίωση του συντονισμού μεταξύ των εθνικών αρχών». Επί του παρόντος, η ESMA είναι απλώς «κόμβος» συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών.
Είθισται τα κράτη-μέλη να τηρούν επιφυλακτική στάση έναντι κάθε μεταφοράς εποπτείας από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς το βλέπουν ως «απώλεια» εθνικής κυριαρχίας. Για παράδειγμα, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία θεωρούν ότι θα απολέσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα έναντι άλλων χρηματοπιστωτικών κέντρων, ενώ την ενίσχυση της ESMA δεν βλέπει θετικά η Γερμανία. Πάντως, η Κομισιόν προτείνει η ESMA να εποπτεύει συνολικά εννέα «σημαντικά» κέντρα διαπραγμάτευσης (trading venues), με σημαντική διασυνοριακή διάσταση, ενώ η εποπτεία των επενδυτικών κεφαλαίων θα συνεχίσει σε εθνικό επίπεδο.
Παρά τη δύσκολη διαπραγμάτευση με τα κράτη-μέλη, η Κομισιόν φαίνεται αποφασισμένη να προχωρήσει στην περαιτέρω ολοκλήρωση της ένωσης κεφαλαιαγορών. Σε αυτή την κρίσιμη γεωπολιτική συγκυρία «το 2024 η αξία των χρηματιστηρίων ανήλθε στο 73% του ΑΕΠ της Ε.Ε., έναντι 270% στις ΗΠΑ. Η ολοκλήρωση της αγοράς δεν αποτελεί τεχνική άσκηση, αλλά πολιτική επιταγή για την ευημερία και την παγκόσμια σημασία της Ευρώπης», τόνισε η επίτροπος.



























