
Kathimerini.gr
Επειτα από μια περίοδο «παγωμένων» σχέσεων και με το κλίμα ανάμεσά τους να έχει αγγίξει τα όρια της ανοικτής έχθρας, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου αποφάσισαν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να επιχειρήσουν την άμβλυνση των εμπορικών διαφωνιών τους. Εκπρόσωποι του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον θα συναντηθούν το Σαββατοκύριακο στην Ελβετία, οπότε και θα εγκαινιάσουν συνομιλίες για τις διμερείς εμπορικές σχέσεις τους. Με τις προοπτικές για συμφωνία να φαίνονται ισχνές, αν όχι ανύπαρκτες τουλάχιστον προς το παρόν, το Πεκίνο σπεύδει στο μεταξύ να θωρακίσει την κινεζική οικονομία με δραστικά μέτρα.
Εν μέρει ο παράγοντας που οδηγεί τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι ο αντίκτυπος που έχουν ήδη στις επιχειρήσεις τους οι εκατέρωθεν διαστημικοί δασμοί στα προϊόντα τους. Οι δασμοί 145% που έχει επιβάλει η Ουάσιγκτον στα κινεζικά προϊόντα και τα αντίποινα του Πεκίνου με δασμούς 125% στα αμερικανικά προϊόντα θα φέρουν πολύ σύντομα τις επιχειρήσεις των δύο χωρών ενώπιον ενός αδήριτου διλήμματος: να καταβάλουν δασμούς που πρακτικά σχεδόν θα διπλασιάσουν το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων ή να διακόψουν πλήρως το εμπόριο με την άλλη πλευρά. Μοιραία και οι καταναλωτές των δύο χωρών θα πρέπει είτε να αντιμετωπίσουν δυσθεώρητες τιμές είτε ελλείψεις σημαντικών προϊόντων.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του κινεζικού υπουργείου Εμπορίου, στις συνομιλίες στη Γενεύη το Πεκίνο θα εκπροσωπήσει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Χε Λιφένγκ. Από αμερικανικής πλευράς θα παραστούν ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ και ο εκπρόσωπος Εμπορίου, Τζέιμισον Γκρίερ. Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει καταστήσει σαφή την απροθυμία του να εμπλακεί σε άμεσες συνομιλίες με την Ουάσιγκτον προτού καταλήξουν σε κάποια συμφωνία οι εκπρόσωποι των δύο χωρών και προπαντός προτού λάβει διαβεβαιώσεις πως ο Αμερικανός πρόεδρος προτίθεται να διαπραγματευθεί μαζί του καλόπιστα.
Σχολιάζοντας τους χαμηλότερους τόνους που υιοθέτησε το Πεκίνο μετά τη φαινομενικά αδιάλλακτη στάση των προηγούμενων εβδομάδων, ο Σκοτ Μπέσεντ τόνισε σε ανάρτησή του στο Χ ότι χάρη στον Αμερικανό πρόεδρο «ο κόσμος έρχεται σε μας». Παράλληλα με τους δασμούς που επέβαλε στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων, το Πεκίνο έχει καταφύγει σε σειρά άλλων αντιποίνων, όπως οι αυστηροί περιορισμοί στις εξαγωγές πρώτων υλών, αναγκαίων για τη σύγχρονη τεχνολογία, αλλά και η εκστρατεία συσπείρωσης των χωρών που εγκαινίασε προσφάτως κατά του «νταή» Τραμπ. Στελέχη της κινεζικής ηγεσίας δήλωσαν, άλλωστε, επανειλημμένως πως η χώρα είναι αποφασισμένη «να πολεμήσει μέχρι τέλους».
Παρά τις μειωμένες προσδοκίες, οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν πως ακόμη και η έναρξη συνομιλιών θα προσφέρει κάποια ανάπαυλα στην παγκόσμια οικονομία και στις αγορές που έχουν κλονιστεί από την προοπτική μιας πλήρους διακοπής των εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στη χώρα με τη μεγαλύτερη βιομηχανία στον κόσμο και τη χώρα με τη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά στον κόσμο. Το γεγονός ότι η Κίνα προσέρχεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μετά την αρχικά αδιάλλακτη στάση της προδίδει την ανησυχία του Πεκίνου για τον αντίκτυπο των δασμών στην κινεζική οικονομία. Την ανησυχία του προδίδουν και τα σαρωτικά μέτρα που εξήγγειλε χθες με τη μείωση των επιτοκίων και την άφθονη ρευστότητα που διοχέτευσε στο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας κατ’ αρχάς μείωσε το βασικό επιτόκιο κατά 10 μονάδες βάσης στο 1,4% από 1,5%, ενώ παράλληλα περιόρισε κατά 50 μονάδες βάσης το ποσοστό των κεφαλαίων που οφείλουν να διατηρούν οι κινεζικές τράπεζες ως αποθεματικό. Με το δεύτερο αυτό μέτρο απελευθερώνονται στην οικονομία κεφάλαια ύψους περίπου 1 τρισ. γουάν, που αντιστοιχούν σε 139 δισ. δολ., και οι κινεζικές τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να χορηγήσουν άφθονες πιστώσεις. Καταναλωτές και επιχειρήσεις στην Κίνα έχουν περιορίσει τις δαπάνες τους υπό τον φόβο του αντικτύπου που θα έχει στην οικονομία τους ο εμπορικός πόλεμος. Τα τελευταία στοιχεία καταδεικνύουν, όμως, πως οι προσπάθειες της κυβέρνησης αποδίδουν καρπούς, καθώς οι λιανικές πωλήσεις αυξήθηκαν τον Μάρτιο κατά 5,9% και οι δαπάνες των Κινέζων για εκδρομές την Πρωτομαγιά κατά 8%.