ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Η κάλπη από εργαλείο επιλογής, εργαλείο αντίδρασης

Ποιοι λόγοι έφεραν το πολιτικό τοπίο σε φάση ανασχηματισμού – Είναι η «αντισυστημική ψήφος» συνειδητή πολιτική ή εκτόνωση

Του Θανάση Φωτίου

Του Θανάση Φωτίου

Πέντε μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, αν κάτι ξεκάθαρα καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις που έχουν δει μέχρι τώρα το φως της δημοσιότητας, δεν είναι άλλο από τις τάσεις που επιβεβαιώνουν ότι το πολιτικό τοπίο βρίσκεται σε επιταχυνόμενη φάση ανασχηματισμού, καθώς καταδεικνύεται με σαφή τρόπο μια μετατόπιση προς πιο αντισυστημικές και ετερόδοξες μορφές συμμετοχής.

Προεκλογική εικόνα:

Κοινωνία σε μετάβαση

Αναλύοντας τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, προκύπτει μια μεγάλη υποχώρηση των ποσοστών των κομμάτων που συνθέτουν τον παραδοσιακό κεντρώο χώρο, κατά κύριο λόγο του ΔΗΚΟ, της ΕΔΕΚ και του Κινήματος Οικολόγων, σε βαθμό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις εκλογές του Μαΐου ως «αγώνα επιβίωσης». Ταυτόχρονα, καταγράφεται η αποδυνάμωση των δύο μεγάλων κομμάτων, του Δημοκρατικού Συναγερμού και του ΑΚΕΛ, μια τάση που παρατηρούμε να διευρύνεται σταδιακά τα τελευταία χρόνια και καταδεικνύει τη μειωμένη απήχηση και κατά συνέπεια και επιρροή που πλέον έχουν στο εκλογικό σώμα. Η δύναμή τους είναι κάτω από το 50%, που σημαίνει ότι μέσα σε μια δεκαπενταετία έχει σμικρυνθεί κάτι λιγότερο από 20 μονάδες, δεδομένου ότι το 2011 η συνολική δύναμή τους έφτανε το 67%.

Έχοντας ως δεδομένη την άνοδο και διαρκή ενίσχυση του ΕΛΑΜ, το οποίο ήδη από καιρό φαίνεται να έχει κλειδώσει την τρίτη θέση, άλλες νεοφανείς πολιτικές δυνάμεις όπως το ΑΛΜΑ, με επικεφαλής τον «αντισυστημικό» πρώην γενικό ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη, και το κόμμα Άμεση Δημοκρατία του Φειδία Παναγιώτου, ο οποίος αποτέλεσε τη θεαματική έκπληξη των τελευταίων ευρωεκλογών, συγκεντρώνουν το έντονο ενδιαφέρον μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος. Σε αντιδιαστολή με άλλα επίσης «νέα» κόμματα, όπως το Volt, το οποίο κινείται εντός του πλαισίου της παραδοσιακής πολιτικής κουλτούρας, το οποίο αντιμετωπίζει μεγάλη δυσκολία στο να κερδίσει τους ψηφοφόρους.

Μάλιστα, το έντονο ενδιαφέρον για το ΑΛΜΑ, και ενδεχομένως και για την Άμεση Δημοκρατία του Φειδία Παναγιώτου, έτσι όπως καταγράφεται, ενισχύει ακόμα περισσότερο το συμπέρασμα για μια γενικότερη ανακατάταξη. Πρόκειται για συγκυριακό κοινωνικό ξέσπασμα ή για βαθιά μεταμόρφωση του πολιτικού DNA της κυπριακής κοινωνίας;

Από την απαξίωση στην αντισυστημική ψήφο

Η συνεχής ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς, η απήχηση προσώπων χωρίς καμία ή ελάχιστη πολιτική προϋπηρεσία, η διαρροή του παραδοσιακού κεντρώου χώρου, η σαγήνη που προκαλεί το αντισυστημικό προσωπείο, οι λαϊκίστικες υπεραπλουστεύσεις και οι υποσχέσεις αντι-κανονικότητας μέσα στο σύστημα, δεν αποτελούν απομονωμένες εξελίξεις, αλλά εκφάνσεις ενός ευρύτερου φαινομένου που το βλέπουμε να εξελίσσεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Πώς, όμως, φτάσαμε στην πολιτική του συναισθήματος, των αντισυστημικών επιλογών, στους «outsiders» και στη ριζική αναζήτηση νέων υποκειμένων; Το φαινόμενο έχει να κάνει με ένα μίγμα ψυχοκοινωνιολογικών, επικοινωνιακών και θεσμικών παραγόντων, όπως η διάβρωση της εμπιστοσύνης, η θεσμική κόπωση, η συλλογική ανασφάλεια, η ψηφιακή αναδιαμόρφωση της πολιτικής επικοινωνίας…

Διάβρωση της εμπιστοσύνης

Η θεωρία της «Πολιτικής Νομιμοποίησης» (Easton) εξηγεί ότι όταν οι πολίτες θεωρούν πως οι θεσμοί δεν επιτυγχάνουν ουσιαστικά αποτελέσματα, ούτε ανταποκρίνονται στις κοινωνικές ανάγκες, εμφανίζεται η λεγόμενη θεσμική κόπωση. Στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες, σειρά γεγονότων –οικονομικές κρίσεις, σκάνδαλα, ατιμωρησία, αναξιοκρατία, υπόσχεση μεταρρυθμίσεων που δεν υλοποιήθηκαν– διαμόρφωσε ένα κλίμα δυσπιστίας απέναντι στο πολιτικό προσωπικό. Είναι εύκολο να ειρωνευτεί κανείς την εμφάνιση «αντισυστημικών προσώπων», την άνοδο influencers και τη στροφή σε ακραίες ή αμφιλεγόμενες επιλογές. Πιο δύσκολο είναι να παραδεχθεί ότι το έδαφος για όλα αυτά καλλιεργήθηκε μέσα από χρόνια απογοήτευσης, σκανδάλων, αλαζονικής πολιτικής συμπεριφοράς και ανυπαρξίας πραγματικής αυτοκριτικής. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η παραδοσιακή κομματική ψήφος αποδυναμώνεται. Οι πολίτες προχωρούν αρχικά στην απαξίωση της πολιτικής και προτιμούν να απέχουν από τις διαδικασίες. Σταδιακά όμως αναπτύσσεται η ανάγκη εναλλακτικών, έστω και ακραίων ή πειραματικών επιλογών.

Πολιτική και ψηφιακή επιρροή

Η πολιτική επικοινωνία έχει πλέον μετατοπιστεί από τον τεκμηριωμένο διάλογο στη συναισθηματική απεύθυνση, μεταμορφώνοντας το «πολιτικό υποκείμενο». Στη νέα ψηφιακή πραγματικότητα, το πολιτικό υποκείμενο δεν χρειάζεται πολιτική παιδεία, εμπειρία ή δομική πρόταση. Αρκεί να διαθέτει αναγνωρισιμότητα, ισχυρό αφήγημα, σχέση οικειότητας με το κοινό, ψηφιακό εργαλείο επικοινωνίας.

Η πολιτική στα social media, δεν παίζεται με προγράμματα 40 σελίδων, αλλά με 10 δευτερόλεπτα που δίνουν την αίσθηση αυθεντικότητας. Οι αποφάσεις δεν διαμορφώνονται κυρίως με βάση προγράμματα ή πολιτικές, αλλά με την εικόνα, τον τρόπο έκφρασης, την απλότητα του μηνύματος. Αυτό σημαίνει ότι ένας άνθρωπος χωρίς κομματική ιστορία μπορεί να θεωρηθεί πιο αληθινός, πιο καθαρός, πιο κοντινός στον ψηφοφόρο από έναν έμπειρο πολιτικό. Δεδομένου ότι έπαψε να εμπιστεύεται πια την πολιτική εμπειρία, η εξέλιξη είναι δεδομένη.

Η άνοδος μη παραδοσιακών υποψηφίων

Στο νέο αυτό πλαίσιο, προσωπικότητες που δεν ακολουθούν την παραδοσιακή πολιτική διαδρομή αποκτούν πλεονέκτημα. Η αναγνωρισιμότητα, η ψηφιακή επιρροή και η αντισυστημική ρητορική συχνά θεωρούνται πιο πειστικά προσόντα από την τεχνοκρατική ή θεσμική εμπειρία. Η τάση αυτή δεν σημαίνει απαραίτητα ρήξη με τη δημοκρατία, αλλά μάλλον αναζήτηση νέου τρόπου πολιτικής εκπροσώπησης, πιο άμεσου, λιγότερο τυπικού και περισσότερο προσωποκεντρικού.

Σημειώστε, ότι η νέα γενιά δεν διαθέτει την κλασική πολιτική κουλτούρα ούτε έχει την παραδοσιακή κομματική ταύτιση προηγούμενων γενεών. Και αυτό, την καθιστά ευκολότερα μετακινούμενη. Να ληφθεί επίσης υπόψη ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιουργούν άμεση και «ανεπίσημη» επαφή ανάμεσα σε δημόσια πρόσωπα και ψηφοφόρους, υποκαθιστώντας παραδοσιακές δομές πολιτικοποίησης, όπως κομματικές οργανώσεις και συλλογικούς φορείς. Αυτό εξηγεί την είσοδο influencers, υπερπροβαλλόμενων θεσμικών μορφών, ακόμη και προσώπων που λειτουργούν περισσότερο συμβολικά παρά προγραμματικά.

Παραδοσιακά κόμματα και απώλεια αφηγήματος

Αν κάτι έγινε ξεκάθαρο τα τελευταία χρόνια, είναι πως ο πολίτης δεν εμπιστεύεται πια αυτούς που μιλούν για «σταθερότητα», «μεταρρυθμίσεις» και «υπευθυνότητα». Τα έχει ξανακούσει. Τα πίστεψε. Και πολλές φορές τα πλήρωσε. Τα παραδοσιακά κόμματα παλεύουν πια με μια σκληρή πραγματικότητα: δεν εμπνέουν. Όροι όπως «υπεύθυνο κέντρο» ή «αξιόπιστη σοβαρότητα», εάν δεν συνοδεύονται με συνέπεια από τεκμηρίωση, δύσκολα να πείσουν.

Ο κεντρώος χώρος, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ευρώπη, φαίνεται να αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πολιτικό βάρος της μετάβασης αυτής. Τα κεντρώα κόμματα, τα οποία παραδοσιακά στηρίζονται σε συναινετικές πολιτικές, συγκερασμούς και μετριοπαθείς θέσεις, εμφανίζονται να χάνουν την επικοινωνιακή τους δυναμική. Σε ένα περιβάλλον έντασης, ταχύτητας και απλοποίησης, η σπουδαιότητα της σύνθεσης δεν εκτιμάται. Οι πολίτες κατευθύνονται σε «στοχοπροσηλωμένα», ακόμα και μονοδιάστατης ατζέντας κόμματα.

Το μήνυμα σε πολιτικούς και πολίτες

Μια κοινωνία που αντιδρά και ψάχνεται θεωρητικά είναι μια κοινωνία που ελπίζει. Ωστόσο, μια κοινωνία που δεν έχει μάθει να κρίνει, θα συνεχίσει να επιλέγει αυτό που την εκτονώνει, όχι αυτό που τη λυτρώνει. Η σημερινή συγκυρία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως κρίση, αλλά και ως ευκαιρία επαναδιατύπωσης της πολιτικής, πέρα από τις παραδοσιακές δράσεις, αλλά με συνέπεια, υπευθυνότητα, αποτελεσματικότητα. Μια πολιτική που μετρά τα λόγια και εστιάζεται στις πράξεις.

Ελλειψη πολιτικής παιδείας;

Το φαινόμενο έχει δύο αναγνώσεις. Η «ώριμη» ανάγνωση υποστηρίζει ότι οι πολίτες απορρίπτουν το σύστημα επειδή αντιλαμβάνονται τα δομικά του προβλήματα και αναζητούν εναλλακτικές μορφές δημοκρατικής εκπροσώπησης. Δηλαδή: συνειδητή ψήφος – πολιτική απόφαση – θεσμική αμφισβήτηση.

Η «υποψιασμένη» ανάγνωση υποστηρίζει ότι οι πολίτες δεν έχουν εσωτερικεύσει τα εργαλεία πολιτικής αξιολόγησης και επομένως αντιδρούν ενστικτωδώς, όχι στρατηγικά. Δηλαδή: εκτόνωση, προσωποκεντρική επιλογή… Που σημαίνει έλλειψη πολιτικής παιδείας, επιλογή με συναισθηματικά και επιφανειακά κριτήρια, απουσία πολιτικής συνειδητοποίησης. «Πολιτική συνειδητοποίηση» δεν σημαίνει ικανότητα να θυμάται κάποιος χρονολογίες, πρόσωπα ή αριθμούς, αλλά να κατανοεί πώς λειτουργούν οι θεσμοί, να αξιολογεί συνέπειες και όχι μόνο εντυπώσεις, να αναγνωρίζει ρητορικές στρατηγικές, να διακρίνει πολιτική πρόταση από επικοινωνιακό σόου. Αν μια κοινωνία δεν διαθέτει και δεν έχει αναπτύξει για «χ» λόγους, αυτά τα εργαλεία, τότε η ψήφος μπορεί να είναι πολιτικά ενεργή, αλλά όχι πολιτικά επεξεργασμένη.

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως, τουλάχιστον στο κυπριακό παράδειγμα, η κοινωνική αντίδραση δεν προκύπτει κατ’ ανάγκην ως προϊόν βαθιάς πολιτικής συνειδητοποίησης. Η Κύπρος δεν αποτελεί κοινωνία με συστηματική πολιτική παιδεία ούτε με μακρόχρονη παράδοση θεσμικής εμβάθυνσης. Η πλειοψηφία δεν αξιολογεί τον δημόσιο βίο μέσα από ιδεολογικά, προγραμματικά και θεσμικά κριτήρια, αλλά κυρίως μέσα από συναισθηματικές αντιδράσεις, προσωποκεντρικές εντυπώσεις και επιφανειακές αφορμές. Σε μεγάλο βαθμό η ψήφος λειτουργεί λιγότερο ως συμμετοχή στον δημοκρατικό σχεδιασμό και περισσότερο ως εκτόνωση θυμού, απογοήτευσης και κόπωσης. Με άλλα λόγια, δεν βιώνουμε μία ώριμη προοδευτική απαίτηση για ριζική αλλαγή, αλλά μία βεβιασμένη αποδέσμευση από το παλιό, χωρίς ακόμη συγκροτημένο όραμα για το νέο.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Θανάση Φωτίου

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση

X