ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Βουτσάς «Για εδώ που φτάσαμε φταίω κι εγώ. Συγγνώμη...

Εκ βαθέων εξομολόγηση λίγες ημέρες πριν κλείσει τα 82

Της Γιωτας Συκκα

Οταν βγαίνει από το σπίτι του στην οδό Δημοκρίτου για να πάει λίγο πιο κάτω στη Σόλωνος δεν προλαβαίνει να χαιρετά. Τα παιδιά τον λατρεύουν, οι γονείς του δίνουν ευχές, οι οδηγοί του φωνάζουν «γεια σου Βουτσά», κι εκείνος πάντα βιαστικός και χαρούμενος. «Δεν τους έχω προδώσει ποτέ, γι’ αυτό με αγαπάνε», δίνει την εξήγηση.

Δεν υπάρχει περίπτωση να μιλήσεις όπως τα έχεις οργανώσει με τον Κώστα Βουτσά. Σαν οδοστρωτήρας τα ανατρέπει όλα, πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο. Ετσι και εκείνο το κρύο βράδυ στο θέατρο «Ηβη», όπου παίζει για δεύτερη σεζόν στο έργο της Δ. Παπαδοπούλου «Ο παππούς έχει πίεση», έρχεται καταπονημένος από τα βραδινά γυρίσματα της νέας ταινίας του Χρήστου Δήμα «Ο ακάλυπτος».

Ανοίγει το συρτάρι ενός παλιού γραφείου στο καμαρίνι, ακουμπάει το δεξί του πόδι που τον ταλαιπωρεί με μια πληγή που δεν κλείνει. «Παίρνω βλέπεις ένα χάπι για τη βαλβίδα που άλλαξα και αυτό κάνει τη ζημιά. Κατά τα άλλα είμαι μια χαρά».

Θυμωμένος
Δεν λέει ψέματα. Τρέχει όταν βαδίζει στον δρόμο και από κέφι, αστείρευτο. Ομως, εκείνο το βράδυ έμοιαζε θυμωμένος. «Ο κόσμος πάει στο θέατρο όπως πήγαινε στην κατοχή, στη χούντα, σε όλες τις δύσκολες εποχές της χώρας. Χούντα είναι και τώρα, να το γράψεις». Παλιά δεν τα λέγατε αυτά, απαντώ. «Γιατί δεν υπήρχε λόγος, δεν έβλεπα τα λάθη. Τώρα ντρέπομαι για τον εαυτό μου, γι’ αυτό ζητάω συγγνώμη από όλους τους νέους. Φταίω κι εγώ που φτάσαμε ώς εδώ. Διασκέδαζα βλέπεις στα μπουζούκια, ξόδευα στην ελαφρότητα. Μια ολόκληρη κοινωνία είχε μπει σντο χορό των δανεικών για να πάει διακοπές, να καταναλώσει, να γκομενίσει. Ετσι απολάμβανε ο καθένας ό,τι του έλειπε και δίπλα μας η Ελλάδα διαλυόταν. Μου λες ότι παλιά δεν μιλούσα. Μα παλιά όλοι μας ήμασταν απογειωμένοι. Μια κοινωνία στα ξενυχτάδικα. Τα λέω συνέχεια στους νέους, για να καταλάβουν το ψέμα».

Παιδί της Κατοχής, συστήνεται. «Την 1η Ιανουαρίου γίνομαι 82 χρονών. Εχω ζήσει πολλά για να έχω άποψη. Ο πατέρας μου ήταν κυνηγημένος, κομμουνιστής στις ιδέες, αγωνιζόταν για κάτι καλύτερο. Οταν ήταν οι Γερμανοί ήμασταν ενωμένοι, όταν έφυγαν αλληλοφαγωθήκαμε. Εμφύλιος, προδοσίες, αμετροέπεια». Λέει ότι ψηφίζει ΚΚΕ, «όχι γιατί είμαι κομμουνιστής, αλλά για να γίνει αφόρητη η νίκη των πρώτων κομμάτων».

Τα λόγια της μητέρας
Στο θέατρο όταν ξεκίνησε λίγοι γνώριζαν το οικογενειακό παρελθόν. «Εδώ δεν ήξερα καλά - καλά τι ήταν το θέατρο, κατά τύχη έγινα ηθοποιός, χωρίς να το καταλάβω. Πούλαγα τσιγάρα στον δρόμο, έκανα τον αβανταδόρο σε παπατζή, σε ρουλέτα, αλλά μια κουβέντα της μητέρας μου ήταν καθοριστική. “Αν σε πιάσουν παιδί μου θα πουν ο γιος του κομμουνιστή αλήτης είναι”. Αυτό με κράτησε σε ίσιο δρόμο».

Αγαπητός ο Κώστας Βουτσάς ήταν από παιδί. «Από τους τσιγαράδες που πουλούσαμε τσιγάρα στη Θεσσαλονίκη, έξω από το χρηματιστήριο, μόνο εμένα έβαλαν μέσα». Γεωπόνος και χημικός ήθελε να γίνει, ήταν όμως και καλός αθλητής στον Βυζαντινό Αθλητικό Ομιλο. «Εκεί, σε μια κατασκήνωση στη Μηχανιώνα είδα κάποιους που ετοίμαζαν μια παράσταση. “Αντε μωρέ, έτσι κάνουν το μεθυσμένο;” είπα, θέλοντας να κάνω τον έξυπνο στο παιδί που έπαιζε τον ρόλο. Και για να με ξεφορτωθούν μου είπαν: “κάντο εσύ”». Ηταν η αφορμή για να γραφτεί στη Σχολή Μακεδονικού Ωδείου που είχε και ωραία κορίτσια: «Τι να κάνω, κυνηγός ήμουν πάντα», θυμάται σήμερα.

Την άδεια ηθοποιού την πήρε με κόπο, γρήγορα όμως έγινε ένας από τους πιο αγαπημένους κωμικούς. «Δεν με ενδιέφεραν οι δραματικοί ρόλοι. Επίσης όλοι: Πρετεντέρης, Γιαλαμάς, Τσιφόρος, Βασιλειάδης, Σακελλάριος, Γιαννακόπουλος, Ψαθάς, μου έγραφαν κωμωδίες. Καταλάβαιναν ότι διψούσα για την επαφή με τον κόσμο».

Αντίθετα με άλλους κωμικούς, ο Κ. Βουτσάς ούτε απόμακρος είναι ούτε κλειστός. «Τα παιδικά χρόνια παίζουν καθοριστικό ρόλο. Να, ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι εξαιρετικός αλλά και βασανισμένος. Εμείς ήμασταν δεμένη οικογένεια. Τα λεφτά τα έδινα πάντα στη μητέρα μου και εκείνη με τη σειρά της μου έδινε χαρτζιλίκι. Ηταν από εξαιρετική οικογένεια της Πόλης και ο πατέρας από τη Θράκη. Ο παππούς μου έκανε βουτσιά, βαρέλια, κι έτσι βγήκε το Βουτσάς. Η καταγωγή μας κανονικά είναι από τον Αγιο Λαυρέντη Βόλου και το επίθετό μας ήταν Σαββόπουλος».

Το... Χ-factor της πίεσης
Στις τρεις κόρες του δεν δίνει συμβουλές. «Σκέψεις μοιράζομαι». Πέρυσι συγκεντρώθηκαν κάποιες απ’ αυτές σε ένα χαριτωμένο βιβλιαράκι από τις εκδόσεις «Πατάκη». Μαζί και κάποια σκίτσα που φτιάχνει συνήθως όσο μιλάει στο τηλέφωνο. Κι αυτή η επιμονή του να κάνει παρέα με νέους; «Ακουσε γλυκιά μου, η ζωή έχει τρεις ηλικίες. Νέος, μεσήλικας και… μια χαρά φαίνεσαι. Από τους νέους παίρνω. Με τους συνολιμήκους μου όποτε βρισκόμαστε κάνουμε το... Χ-factor της πίεσης. Με τα νέα παιδιά όμως διασκεδάζω, πηγαίνω στα κλαμπ μαζί τους, ακούω τις ανησυχίες τους. Δεν πάω ως παρατηρητής, αλλά ως παρέα». Τα 65 χρόνια στο θέατρο δεν του είναι βάρος. «Ούτε τα κατάλαβα. Δεν στέκομαι ποτέ στα μικρόψυχα της ζωής και τα κουτσομπολιά. Τα προσπερνάω με τον δικό μου τρόπο».

Ηθοποιοί - επιδειξίες
Τρόπο έχει και στο παίξιμο. «Οταν βγαίνεις στη σκηνή πρέπει να μοιάζεις απροστάτευτος, σαν κάποιος να σε έσπρωξε. Υπάρχουν ηθοποιοί που είναι επιδειξίες. Μπορεί το σινάφι να σε ανακαλύπτει, αλλά, να θυμάσαι, το κοινό σε αποκαλύπτει. Η Σπεράντζα Βρανά μού έμαθε να είμαι ο εαυτός μου κι ας είμαι λάθος. “Μη γίνεις κουρελού” μου έλεγε. Ξέρεις τι σημαίνει κουρελού στο θέατρο; Αυτοί που μιμούνται τους καλούς».

«Ο θάνατος είναι απών για μένα»
Από τις καλύτερες εποχές που έζησε στο ξεκίνημά του ήταν τα μπουλούκια. «Οταν βγήκα στη σκηνή τότε ήμουν σαν άλογο. Εκεί έμαθα το θέατρο και τους κανόνες του, τι σημαίνει σύνεση. Οι ηθοποιοί με πίστευαν. Μου έλεγαν θα βγεις στην αρχή και θα διασκεδάζουν με όσα λες. Τη δεύτερη φορά όμως που θα βγεις θα σε χειροκροτούν. Αυτό στα μπουλούκια έδειχνε ότι το έχεις. Δύσκολες εποχές, δεν είχαμε να φάμε, στερήσεις, αλλά και αλληλεγγύη. Υπήρχαν οι… κηδείες. Τι ήταν αυτό; Κάθε θίασος είχε και κάποιες ωραίες κοπέλες με θαυμαστές σε διάφορες κωμοπόλεις. Μόλις τελείωνε η παράσταση ο πλούσιος χασάπης ή έμπορος, που είχε το μυαλό του στο σεξ, πρότεινε στο κορίτσι να πάνε για φαγητό και εκείνη του έλεγε: να πάρουμε και τα παιδιά μαζί; Τον υπόλοιπο, δηλαδή, πεινασμένο θίασο. Σαν τελειώναμε το φαγητό, καθόμασταν σιωπηλοί σαν σε κηδεία. Τότε εκείνος πρότεινε στην κοπέλα να φύγουν κι εκείνη διαμαρτυρόταν: “μπροστά στα παιδιά το λες αυτό, αύριο”. Αλλά αύριο δεν υπήρχε και στο μεταξύ είχαμε φάει και εκείνο το βράδυ».

Οπως και εκείνα τα πρώτα χρόνια, παίζει πια μικρούς ρόλους, αλλά δηλώνει «πιο ευτυχισμένος». Με τους μικρούς ρόλους στο θέατρο, το σινεμά, την τηλεόραση -όπως στη σειρά «Με τα παντελόνια κάτω» που ξεκινάει στο Μέγκα-, «δεν μένω κλεισμένος στο σπίτι μου, δεν γίνομαι μίζερος». Από μικρός ήθελε, λέει, να είναι μπροστά. Το έλεγε και στην κόρη του τη Θεοδώρα που διάλεξε το θέατρο: «Προσπάθησε να προηγείσαι της εποχής σου. Μη γεννηθείς μετά θάνατον».

Ισχυρίζεται πως δεν τον φοβάται. «Ο θάνατος είναι απών για μένα. Πέθαναν εκατομμύρια άξιοι και ανάξιοι για να σκέφτομαι τη δική μου αποχώρηση». Προτιμάει να απολαμβάνει την καθημερινότητά του. «Οταν έχω χρόνο κατεβαίνω στο καφέ λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου όπου μαζεύονται φίλοι, γείτονες, πωλήτριες από τα διπλανά μαγαζιά, γίνεται χαμός. Μη νομίζετε ότι με αντιμετωπίζουν ως τον Βουτσά. Ανθρωπος είμαι κι εγώ».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πρόσωπα: Τελευταία Ενημέρωση