ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Τί έγινε τελικά με τo ELA

Αντιφάσεις και δικαιολογίες αφήνουν ανοικτή την ευκαιρία για απαιτήσεις Λευκωσίας

Ένα από τα εξαιρετικής σημασίας ερωτήματα, είναι κατά πόσον η Λαϊκή Τράπεζα ήταν αφερέγγυα κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατά τον οποίο συνεχίστηκε η παραχώρηση της κατεπείγουσας ρευστότητας. Εάν ήταν αφερέγγυα, τότε η απόφαση για συνέχιση της παραχώρησης ELA ήταν αντίθετη με τους υφιστάμενους κανόνες της ΕΚΤ.

Όπως σε κάθε τραπεζική κρίση, το βασικό ερώτημα που τίθεται όταν μια τράπεζα καταρρέει, είναι κατά πόσον αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα που σχετίζεται αμιγώς με τη ρευστότητά της, ή εάν είναι αφερέγγυα. Οι τράπεζες που έχουν πρόβλημα ρευστότητας αλλά είναι κατά τα άλλα υγιείς, μπορούν να δασωθούν. Εάν το πρόβλημα έχει να κάνει με τη φερεγγυότητα, και η έλλειψη ρευστότητας είναι σύμπτωμα της παθογένειας και όχι η ίδια η παθογένεια, τότε η διάσωση της τράπεζας ισοδυναμεί με καταστροφή χρημάτων. Γι’ αυτό και απαγορεύεται.

Δεν είναι καθόλου εύκολο να φτάσει κανείς σε ασφαλή απάντηση στο ερώτημα. Πρόκειται για ένα από πιο δύσκολα παζλ που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας επόπτης.

Στην περίπτωση της Λαϊκής, όμως, η απάντηση ήταν προφανής. Η «K» αυτή άρχισε να γράφει για τoν ELA στα τέλη του καλοκαιριού του 2012, όταν ανάμεσα στις εξασφαλίσεις περιλήφθηκε και το Laiki Sporting Club. Το γεγονός έδειχνε δύο στοιχεία: Πρώτο, πως τα πιο «"παραδοσιακά» ενεργητικά που χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις, είτε δεν γίνονται αποδεκτά πλέον (λόγω προφανώς αυξημένου ρίσκου) είτε έχουν εξαντληθεί. Δεύτερο, πως ο ELA της Λαϊκής έφτανε σε επικίνδυνα όρια.

Η Κεντρική Τράπεζα μας πληροφορούσε πως οι εξασφαλίσεις γίνονταν αποδεκτές με έκπτωση στην αξία τους κατά 50%. Αυτό σήμαινε πως, όταν η Λαϊκή κατείχε υποχρεώσεις στον ELA ύψους 5 δισ. ευρώ, η ονομαστική αξία των εξασφαλίσεων θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον 10 δισ. Όταν το ποσό διπλασιάστηκε αργότερα, στα τέλη του 2012, οι εξασφαλίσεις θα έπρεπε να είχαν αξία 18 με 20 δισ. ευρώ, κάτι το αδύνατον αν αναλογιστεί κανείς πως το δανειακό χαρτοφυλάκιο της τράπεζας, είτε γινόταν αποδεκτό με πολύ υψηλότερη έκπτωση από το 50%, είτε ήταν σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένο από την όλη άσκηση.

Επιπλέον, το γεγονός ότι η τράπεζα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ELA, έδειχνε πως οι πιέσεις συνεχίζονταν. Πέρα από τη ζημιά που προέκυψε από τα ελληνικά ομόλογα, τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια είχαν ήδη αρχίσει να βγαίνουν στη φόρα, δείχνοντας πως το πρόβλημα ήταν, πράγματι, όσο μεγάλο όσο υποψιάζονταν πολλοί παρατηρητές.

Η έξοδος θεσμικών καταθετών –κυρίως τράπεζες της Ευρωζώνης– έδειχνε επιπλέον πως οι επενδυτές που ο τότε διοικητής είχε αποκαλέσει «καλά ενημερωμένους» ήταν οι πρώτοι που έχασαν την κάθε εμπιστοσύνη στην τράπεζα. Σημειώνεται επίσης, πως με την κάθε λήξη ενός δανείου ELA, η τράπεζα το αναχρηματοδοτούσε με νέο, κάτι που όσο συνεχιζόταν έδειχνε όλο και πιο ξεκάθαρα πως η Λαϊκή δεν θα μπορούσε να βγει από την τρύπα την οποία έσκαβε.

Πιο απλά, ο ELA είχε συνεχίσει να αυξάνεται και είχε φτάσει σε τόσο μεγάλα επίπεδα, που ήταν αδύνατο η τράπεζα να αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας μόνο, αλλά ήταν προφανές το πρόβλημα φερεγγυότητας. Η διάσωσή της, απλώς θα δημιουργούσε μεγαλύτερη ζημιά. Αυτό ήταν πασιφανές από το τέλος του καλοκαιριού του 2012, όταν και έθεσε το θέμα για πρώτη φορά η «Κ», προκαλώντας το μένος της Κεντρικής Τράπεζας.

Τα σχόλια, πάντως, του τότε διοικητή επιβεβαιώνουν πως θεωρούσε την τράπεζα αφερέγγυα, αφού η εκτίμηση της βιωσιμότητας της τράπεζας είχε βασιστεί εξολοκλήρου στην υπόθεση πως η Κύπρος θα έμπαινε σε Μνημόνιο και πως κάτι τέτοιο θα διέσωζε την τράπεζα. Εξ ορισμού, η Κεντρική Τράπεζα –αλλά και η ΕΚΤ– προχώρησε σε παραβίαση των κανόνων που διέπουν τον ELA.

Η αποζημίωση
Υπήρχαν και άλλες επιλογές, όπως μια ομαλή και λιγότερο βεβιασμένη εξαγορά της τράπεζας από άλλους οίκους, με την αγορά-και-ανάληψη, ενδεχομένως από την Τράπεζα Κύπρου, κάτι που έγινε αργότερα διά της βίας και με μεγάλο κόστος τα 10 σχεδόν δισ. ευρώ του ELA. H στάση εργασιών με ρευστοποίηση εργασιών θα ήταν μια επιλογή με την οποία η τράπεζα θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της.

Η Κεντρική Τράπεζα θεωρούσε πως η Λαϊκή ήταν σε θέση να αποπληρώσει δάνεια ύψους σχεδόν 10 δισ. ευρώ. Η Κεντρική, επίσης, έκανε αποδεκτά ως εξασφαλίσεις, ενεργητικά ύψους σχεδόν 20 δισ. ευρώ. Αυτό συνεπάγεται εξ ορισμού από τη στιγμή που παραχώρησε τον ELA. Κατά τεκμήριο, η Κεντρική θεωρούσε πως η Λαϊκή ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωση.

Γι’ αυτό και είναι εντελώς απορριπτέο το επιχείρημα, που ακόμα ακούγεται από τον τότε διοικητή, πως δεν θα μπορούσαν να αποπληρωθούν οι ασφαλισμένες καταθέσεις ύψους 7,2 δισ. ευρώ, σε περίπτωση κλεισίματος της τράπεζας.

Πρώτο, έβλεπε ικανότητα αποπληρωμής, και ενεργητικά υψηλότερα των 7,2 δισ. Αν δεν έβλεπε, δεν θα παραχωρούσε ELA μεγαλύτερο από το ποσό. Ουσιαστικά, ο ELA αντικατοπτρίζει το ύψος στο οποίο η Κεντρική εκτιμούσε τη φερεγγυότητα (ή την ικανότητα πληρωμής) της τράπεζας.

Δεύτερο, δεν είναι ξεκάθαρο τι εννοείται όταν λέει κανείς πως θα έπρεπε να πληρωθούν αποζημιώσεις ύψους 7.2 δισ. για τις ασφαλισμένες καταθέσεις της τράπεζας. Η τράπεζα κατείχε παθητικά ύψους 33 δισ., εκ των οποίων τα 20 δισ. ήταν καταθέσεις. Από αυτές, όπως προέκυψε μετά το κούρεμα, ανασφάλιστα ήταν τα 4 δισ. περίπου. Το ποσό φτάνει περίπου στα 16 δισ. ευρώ.

Το νούμερο αυτό δεν αλλάζει ριζικά, αφού οι καταθέσεις που εγκατέλειψαν την τράπεζα στο τελευταίο χρόνο της ύπαρξής της, ήταν κυρίως ανασφάλιστες. Εάν λάβει κανείς υπόψη και τα 1,7 δισ. ευρώ που αφορούσαν σε δανειακές υποχρεώσεις και άλλο «χαρτί» και τα οποία δεν θα μπορούσαν να αποπληρωθούν με την αποτυχία της τράπεζας, οι υποχρεώσεις ήταν στα 14,3 δισ. ευρώ.

Έναντι αυτού του ποσό, η τράπεζα είχε ενεργητικά της τάξης των 33 δισ. Από αυτά τα 25 δισ. σχεδόν αφορούσαν σε δάνεια. Αν υπολογιστούν με απομείωση κατά 50% (υψηλότερο από ό,τι προέβλεπε τότε και η Κεντρική Τράπεζα) τότε τα ενεργητικά ανέρχονταν στα 15,5 δισ. ευρώ με τα οποία να καλύψει τα 14.3 δισ.

Σε αυτή τη λογική θα πρέπει να εξεταστεί ένα ακόμα στοιχείο. Κατά τεκμήριο, η Κεντρική θεωρούσε πως η Λαϊκή κατείχε περιουσιακά στοιχεία ύψους τουλάχιστον10 δισ., αφού τα δέχτηκε ως εξασφαλίσεις για τον ELA. Αυτό θεωρήθηκε από την Κεντρική ικανό για να μεγαλώσει ο ELA, αλλά δεν θεωρήθηκε στο μυαλό του τότε διοικητή ως ενεργητικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση αποτυχίας της τράπεζας.

Οι υπολογισμοί αυτοί είναι πολύ πρόχειροι. Δημιουργούν ωστόσο μια γενική εικόνα. Τα 7,2 δισ. που ενδεχομένως να έπρεπε να πληρωθούν στους καταθέτες, είναι ένα ποσό που έχει σημασία μόνο αν συσχετιστεί και με την ικανότητα της τράπεζας να πληρώσει το ποσό. Εξάλλου, η αποπληρωμή των ασφαλισμένων καταθέσεων θα είχε προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων υποχρεώσεων της τράπεζας.

Τρίτο, δεν υπήρχε λόγος άτακτης διάλυσης της τράπεζας, αλλά μιας «ελεγχόμενης κατεδάφισης», που θα συνεπάγεται παύση εργασιών και ρευστοποίηση πριν να οδηγηθεί η τράπεζα ή ενεργητικά της σε πώληση ή σε bridge bank.

Τρίτο, φαίνεται πως στο μυαλό της Κεντρικής Τράπεζας δεν υπήρχε τρίτη επιλογή, πέρα από την άτακτη διάλυση ή την παραμονή στον «αναπνευστήρα». Η αδυναμία της Κεντρικής να εξετάσει οποιαδήποτε άλλη επιλογή πέρα από την άτακτη διάλυση (ή την άτακτη πώληση) της τράπεζας, κάτι που διαβεβαιώθηκε από την Κεντρική Τράπεζα στον ουσιώδη χρόνο, δείχνει πόσο πρόχειρα αντιμετωπίστηκε το όλο ζήτημα.

Ποιος πληρώνει τη ζημιά της Κεντρικής
Ένα από τα ζητήματα που αφορούν στον ELA, μετά και την αστρονομική του αύξηση, είναι κατά πόσον η αποπληρωμή θα βαραίνει το κράτος. Το μυστικό της Κεντρικής Τράπεζας είναι πως από τη στιγμή που ο ELA έφτασε σε τόσο υψηλά επίπεδα, μετατράπηκε σε ανάγκη για την ίδια.

Για τα βιβλία της Κεντρικής Τράπεζας, ο ELA δεν αποτελεί υποχρέωση, αλλά ενεργητικό. Μάλιστα, στον ισολογισμό της, ακόμα και σήμερα, αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο ενεργητικού, αφού αποτελεί το εκπληκτικό 66% των συνολικών ενεργητικών της τράπεζας. Το ποσοστό αυτό δεν άλλαξε ουσιαστικά τους τελευταίους 12 μήνες περίπου. Σημειώνεται ταυτόχρονα πως το ποσό αυτό μεταφράζεται και στο μεγαλύτερο κομμάτων των κερδών της Κεντρικής Τράπεζας.

Πέρα από αυτό, όμως, βασικό ερώτημα είναι και το ποιός θα κληθεί να πληρώσει τον λογαριασμό σε περίπτωση αποτυχίας του ELA. Σε περίπτωση, για παράδειγμα, που δεν μεταφερόταν η υποχρέωση του στην Τράπεζα Κύπρου, αλλά καταγραφόταν ως ζημιά.

Εκτός από το προφανές πως η Κεντρική Τράπεζα θα αντιμετώπιζε τρομακτικές ζημιές, η τοποθέτηση του τέως Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ήταν πως η υποχρέωση θα μεταφερόταν στο κράτος, το οποίο με τη σειρά του είναι αδύνατον να ανταποκριθεί σε μια τέτοια υποχρέωση.

Εκεί, η αλήθεια δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Εξάλλου, ο ELA υπάρχει με ουσιαστικό στόχο την απομόνωση του ισολογισμού της ΕΚΤ από τη στήριξη των πιο προβληματικών τραπεζών που είναι αποκλεισμένες από τις «συνήθεις» εργασίες ρευστότητας της Φρανκφούρτης.

Γι’ αυτό και η εθνική Κεντρική Τράπεζα φέρει την ευθύνη. (Το επιχείρημα εκ μέρους της Κεντρικής, δηλαδή, ισοδυναμεί με σχόλιο πως η ίδια δημιούργησε την τρύπα των 10 δισ. και πως η κυβέρνηση θα πρέπει να την καλύψει).

Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχει και ένα προηγούμενο.
Τον Μάρτιο του 2009, με την αποτυχία των Lehman Brothers, τριών θυγατρικών των ισλανδικών τραπεζών, και της ολλανδικής Indover, δημιουργήθηκε ένα κενό ύψους 10,3 δισ. ευρώ. Το κενό αφορούσε σε στήριξη που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες της Ολλανδίας, της Γερμανίας και του Λουξεμβούργου.

Έχοντας κρίνει πως η στήριξη που παραχωρήθηκε ήταν συμβατή με τους κανόνες της ΕΚΤ και πως οι εξασφαλίσεις (στην προκειμένη ABS) δεν μπορούσαν να ρευστοποιηθούν κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες στην αγορά, η Φρανκφούρτη έκρινε πως η «ζημιά» θα πρέπει «τελικά να μοιραστεί πλήρως από τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες του Ευρωσυστήματος» με βάση το άρθρο 32.4.

Εξ όσων γνωρίζει η «Κ», και παρά τις πολλές ερωτήσεις που θέσαμε για το θέμα στον ουσιώδη χρόνο, ουδέποτε μας δόθηκε σαφής απάντηση κατά πόσον έγινε προσπάθεια για να ενεργοποιηθεί μια τέτοια «μοιρασιά» στην περίπτωση του ELA της Λαϊκής. Αντίθετα, μας αναφέρθηκε πως τέτοια περίπτωση δεν υπήρξε ποτέ, παρόλο που υπάρχει και σχετική ανακοίνωση της ΕΚΤ, με ημερομηνία 5 Μαρτίου 2009.

Πάντως, η Τράπεζα Κύπρου συνεχίζει να μειώνει σημαντικά την έκθεση που κληρονόμησε στον ELA. Το κόστος όμως είναι οι πιέσεις στα δάνεια, η πιστωτική συρρίκνωση και η έλλειψη ρευστότητας στην τράπεζα, η οποία μειώνει το χρέος της προς την Κεντρική, με ό,τι μέσα μπορεί.

Μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις;
Πίσω από την αποκάλυψη των πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στις συζητήσεις για το ELA της Λαϊκής, τίθεται και ένα άλλο ζήτημα. Ενώ μέχρι τα πρώτα 2 δισ. ευρώ η Κεντρική Τράπεζα μπορούσε να δράσει από μόνη της, η παραχώρηση ELA πέρα από αυτό το ποσό γινόταν μόνο με την έγκριση (ή μάλλον χωρίς την ένσταση) της ΕΚΤ.

Το γεγονός ότι ορισμένα μέλη του «ΔΣ» της ΕΚΤ εξέφρασαν ανησυχίες για την ποιότητα των εξασφαλίσεων, αλλά και για την έκθεση που είχε η Φρανκφούρτη στην Λαϊκή, έχει πίσω του και μια άλλη διάσταση.

Ο κ. Δημητριάδης έχει απόλυτο δίκαιο όταν λέει πως η Φρανκφούρτη είχε γνώση για την παραχώρηση του ELA. Αυτό, όμως, καθιστά συνυπεύθυνη και την ΕΚΤ. Όπως αποδείχθηκε, η Λαϊκή ήταν μια αφερέγγυα τράπεζα η οποία λάμβανε στήριξη που μπορεί να παραχωρηθεί μόνο σε βιώσιμες τράπεζες. Οι κανόνες της ΕΚΤ –αλλά και ένα θεμελιώδες στοιχείο της τραπεζικής εποπτείας– παραβιάστηκαν.

Η ΕΚΤ δεν είναι δυνατόν, μάλιστα, να επιχειρηματολογήσει πως ανέμενε πως η Λαϊκή είναι φερέγγυα. Πολλές φορές, εξάλλου, σχολιάσει περί του αντιθέτου ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η τράπεζα δεν ήταν βιώσιμη, ήταν τόσο προφανές που η «Κ» έκανε αναφορές στο ζήτημα από το φθινόπωρο του 2012, χωρίς μάλιστα να έχει πλήρη στοιχεία της τράπεζας.

Το γεγονός ότι η NY Times εντόπισε στα πρακτικά της ΕΚΤ αναφορές στη βιωσιμότητα της τράπεζας, δείχνει πως το θέμα συζητήθηκε, με τον Jens Weidmann να θέτει το ερώτημα της βιωσιμότητας της Λαϊκής, ανοικτά. Μάλιστα, η NYTimes σχολιάζει πως στη συζήτηση έγινε και αναφορά στην έκθεση της PIMCO που έδειχνε ξεκάθαρα πως η τράπεζα ήταν «τελειωμένη».

Η Λευκωσία έχει μπροστά της μια ευκαιρία, έστω κι αν αυτή περιορίζεται από πολιτικής φύσεως «πραγματικότητες»: Η ΕΚΤ φέρει τουλάχιστον μέρος της ευθύνης για τη συνεχιζόμενη στήριξη μιας αφερέγγυας τράπεζας.

Από τη στιγμή που συζήτησε τη βιωσιμότητα της τράπεζας, και από τη στιγμή που κατείχε την έκθεση της PIMCO, όφειλε να είχε ακολουθήσει τους κανόνες και να σταματήσει τη διαδικασία με την οποία μεγάλωνε η τρύπα της Λαϊκής, την οποία σήμερα αποπληρώνει, ουσιαστικά, ολόκληρη η οικονομία.
Έχοντας μέρος της ευθύνης, οφείλει να αναλάβει και μέρος της ζημιάς σε μια διευθέτηση του ELA, έστω κι αν αυτή αφορά στη μετατροπή του σε μακροπρόθεσμο ομόλογο ή μια άλλη «ιρλανδικού τύπου» διευθέτηση.