ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Κ. Τσιάκκας: Η κρίση συνέβαλε στην άνθηση του κυπριακού αμπελώνα

Ο Κώστας Τσιάκκας περιλαμβάνεται σήμερα στην λίστα των εκλεκτών οινοποιών της Κύπρου

Το οινοποιείο του Κώστα Τσιάκκα είναι σήμερα ένα από τα γνωστότερα στην Κύπρο και μετρά 26 χρόνια παρουσίας στον χώρο της κυπριακής οινοποιείας. «Με το κρασί ασχολήθηκα εντελώς τυχαία» ήταν η πρώτη του κουβέντα μετά το καλωσόρισμα και την ξενάγηση στον χώρο του οινοποιείου του στο Πελένδρι της επαρχίας Λεμεσού. «Δεν έχω πτυχίο σε κανένα τομέα της οινολογίας και της οινοποίησης αλλά σπούδασα διοίκηση επιχειρήσεων και για πολλά χρόνια ήμουν τραπεζικός υπάλληλος». Ο τραπεζικός τομέας ήταν ένας χώρος που δεν ένιωσε μέρος του, μου εξήγησε, ένιωθε πως δεν του ταίριαζε ως ιδιοσυγκρασία.

«Το να είμαι συμμέτοχος σε ένα όραμα στο οποίο εγώ ήμουν ένα μικρό γρανάζι αυτού του μηχανήματος δεν μου άρεσε. Ως άνθρωπος και ως χαρακτήρας ήθελα να έχω ελευθερία και τον έλεγχο μίας δουλειάς διότι πίστευα πως οι δικές μου πρωτοβουλίες σε αυτή τη δουλειά ήταν ορθότερες από εκείνα τα οποία μου ζητούσαν να πράξω». Η δουλειά του στην τράπεζα του έδινε την ευκαιρία να έχει ελεύθερο χρόνο τον οποίο θέλησε να τον διοχετεύσει κάπου. Μία επίσκεψή του στον παππού το στο Πελένδρι εκείνη την περίοδο ήταν αρκετή ώστε να καταλήξει πως το κρασί ήταν ο τομέας που τον ενδιέφερε να κάνει ως χόμπι. «Μαζί με τον παππού μου αρχίσαμε σιγά σιγά να φτιάχνουμε κρασί το οποίο μάλιστα είχε μεγάλη επιτυχία εκείνη την χρονιά. Σταδιακά αποφάσισα να δημιουργήσω ένα οινοποιείο το οποίο τότε ονόμασα Ορέστης, το όνομα του πρώτου μου παιδιού που μόλις είχε γεννηθεί. Στη συνέχεια όμως αποκτήσαμε άλλα τρία παιδιά και για να μην είμαστε άδικοι απέναντί τους το ονομάσαμε Τσιάκκας το 1998». Η σύζυγός του Μαρίνα ήταν εκείνη που είχε τον γενικό έλεγχο του οινοποιείου αφού ο ίδιος εργαζόταν στην τράπεζα μέχρι και το 2001 οπότε και παραιτήθηκε. Κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του, το Οινοποιείο Τσιάκκας είχε παραγωγή 500 φιάλες, οι οποίες το 2001 αυξήθηκαν σε 30.000. Εκείνη η χρονιά ήταν ιδιαίτερη, όπως μου εξήγησε, διότι η Κύπρος είχε αποφασίσει την είσοδό της στην ΕΕ.

«Λόγω των σπουδών μου και της πείρας μου γνώριζα τι σημαίνει αυτό και κυρίως ήξερα πως πλέον σε ότι και να κάνεις πρέπει να είσαι σωστός επαγγελματίας και να ακολουθείς τις προδιαγραφές». Τότε, ο Κώστας Τσιάκκας προβληματίστηκε και σκέφτηκε πως είτε θα τα παρατούσε με το οινοποιείο ή θα άφηνε την τράπεζα και θα αφοσιωνόμουν στο κρασί. «Αν και ήμουν έτοιμος για προαγωγή στην τράπεζα εντούτοις αποφάσισα να φύγω διότι δεν υπήρχε λόγος να κάνω κάτι το οποίο δεν μου άρεσε. Σήμερα βέβαια με όλα αυτά που έγιναν στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου νιώθω δικαιωμένος». Σήμερα, το Οινοποιείο Τσιάκκας έχει ετήσια συνολική παραγωγή 150.000 φιάλες και δέκα ετικέτες.

Ο μεγαλύτερος όγκος παραγωγής κρασιού του οινοποιείου προέρχεται ακόμη από τις ξένες ποικιλίες. Η τάση, όμως, σύμφωνα με τον κ. Τσιάκκα γενικότερα στην Κύπρο βρίσκεται στις γηγενείς ποικιλίες όπου παρατηρείται αύξηση της καλλιέργειας και παραγωγής τους. Το 7% με 8% της παραγωγής του οινοποιείου εξάγεται σε Αμερική, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία, Βέλγιο και Ολλανδία και περιλαμβάνει κρασιά αποκλειστικά από γηγενείς ποικιλίες αφού αυτά ζητούν οι ξένοι εισαγωγείς. 

Οι ετικέτες

Το Οινοποιείο Τσιάκκας, σήμερα διανύει μία νέα εποχή αφού από την μια έχει αυξήσει την παραγωγή του και από την άλλη έχει ανανεώσει τις φιάλες και τις ετικέτες του θέλοντας έτσι να προωθήσει την κυπριακή φύση και τέχνη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στις ετικέτες τους απεικονίζονται αγγεία από την κυπριακή αγγειογραφία της αρχαιότητας και στοιχεία της χλωρίδας και πανίδας του νησιού όπως ο λαγός στο Ξυνιστέρι, το σαλιγκάρι στην Βαμβακάδα και η αλεπού στον Πορφυρό.Το οινοποιείο φέρνει σήμερα στην κυπριακή αγορά δέκα ετικέτες εκ των οποίων οι τέσσερεις είναι ερυθρές, οι τρεις λευκές, η μία ροζέ ενώ νέα άφιξη αποτελούν η κουμανταρία και το καμάρι του οινοποιείου η ζιβανία παλαίωσης εξαιρετικής ποιότητας. 

Τα τέσσερα κόκκινα του Οινοποιείου Τσιάκκας περιλαμβάνουν τον Πορφυρό που οινοποιείται από τις ξένες ποικιλίες Syrah, Grenache, Mouvredre και Cabernet Sauvignon, το Cabernet Sauvignon, το Merlot και την Βαμβακάδα που είναι το γηγενές Μαραθεύτικο. Τα τρία λευκά αποτελούνται από το δημοφιλές και το πιο εμπορικό του οινοποιείου, το Ξυνιστέρι, το φημισμένο Chardonnay και το εξαίρετο Sauvignon Blanc. Τέλος, το ροζέ ο Ροδινός οινοποιείται από την ποικιλία Grenache και στην όψη εμφανίζει ένα ελκυστικό τριανταφυλλί χρώμα, ενώ αρωματικά προσφέρει έντονα αρώματα κερασιού, φράουλας και κόκκινων λουλουδιών.

Το Οινοποιείο Τσιάκκας ξεκίνησε τα τελυταία χρόνια να καλλιεργεί άλλη μία αναδυόμενη κυπριακή ποικιλία το Γιαννούδι αλλά και την Πρωμάρα η οποία σε δύο χρόνια θα δώσει κρασί. Φέτος, στην γκάμα των προϊόντων του Οινοποιείου Τσιάκκας προστέθηκαν δύο νέα προϊόντα απόλυτα συνυφασμένα με την Κύπρο.

Η παραγωγή της κουμανταρίας, όπως ανέφερε ο κ. Τσιάκκας, ήταν το μικρό λιθαράκι του Οινοποιείου στην γενικότερη στροφή που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις κυπριακές ποικιλίες για την αναβάθμιση της εγχώριας οινοποιίας. Η παραγωγή κουμανταρίας στο οινοποιείο Τσιάκκας ξεκίνησε από το 2003, με διαφορετικό τρόπο οινοποίησης και ενδυναμωμένη η οποία πωλήθηκε αποκλειστικά από το οινοποιείο. Σήμερα, έπειτα από παλαίωση τεσσάρων με πέντε χρόνων η Κουμανταρία Τσιάκκας διατίθεται στην κυπριακή αγορά σε μία πολύ όμορφη, ντελικάτη φιάλη με καφέ συσκευασία.

Ζιβανία παλαίωσης

Φέτος, για πρώτη φορά, το Οινοποιείο Τσιάκκας διέθεσε στην κυπριακή αγορά ζιβανία δικής του παραγωγής σε μία πολύ γουστόζικη, μπλε συσκευασία. Η παραγωγή της, όπως εκμυστηρεύτηκε ο κ. Τσιάκκας έγινε σχεδόν τυχαία αφού πριν από περίπου δέκα χρόνια έφτιαξαν ζιβανία και την διατήρησαν σε ένα δρύινο βαρέλι. Η ζιβανία για έξι με εφτά χρόνια ξεχάστηκε εκεί μέσα και όταν την ανακάλυψαν ξανά αποφάσισαν να πειραματιστούν για ένα, δύο χρόνια οπότε και κυκλοφόρησαν αυτό το υπέροχο παλαιωμένο απόσταγμα, το χρώμα του οποίου οφείλεται στην παραμονή του για χρόνια στο βαρέλι. Το γεγονός αυτό επιδρά θετικά στη γεύση της αφού μαλακώνει τις αιχμές του αλκοόλ και αφήνει καλύτερη επίγευση. Η δυναμική και η επιτυχία αυτού του πειράματος απέδωσε ήδη καρπούς αφού πριν από μερικές εβδομάδες η Ζιβανία Τσιάκκας κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στον  1ο Διεθνή Διαγωνισμό Αποστάγματος που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Στροφή στα κυπριακά κρασιά

Η οικονομική κρίση και η ανασφάλεια που πέρασε η χώρα μας οδήγησε τους Κύπριους να στραφούν το εσωτερικό και να πάψουν να υποτιμούν τα κυπριακά προϊόντα. Αυτό οδήγησε κατ’ επέκταση και τους Κύπριους παραγωγούς στην βελτίωση των προϊόντων τους αναβαθμίζοντας τις επιχειρήσεις τους. Αναμφίβολα, σήμερα με ευχαρίστηση παρατηρούμε την ανοδική πορεία των ντόπιων προϊόντων, την ποιοτική στροφή που συντελείται και ιδιαίτερα την άνθηση του κυπριακού αμπελώνα.

Ο κ. Τσιάκκας, ένας άνθρωπος που γνωρίζει πολύ καλά το παιχνίδι της αγοράς ανέφερε πως  «Η κρίση ήταν ο κυριότερος λόγος όχι μόνο της άνθησης του κυπριακού αμπελώνα αλλά και της ευρύτερης στροφής του κόσμου στα ντόπια προϊόντα». «Σήμερα, υπάρχει μεγάλος αριθμός καταναλωτών οι οποίοι είναι φανατικά δεσμευμένοι σε οτιδήποτε το κυπριακό και αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο». Αν και παρατηρείται στροφή του καταναλωτή στα κυπριακά κρασιά εντούτοις ο ανταγωνισμός απέναντι στα ξένα είναι πολύ σκληρός ένεκα κυρίως των πολύ χαμηλών τους τιμών. «Ο λόγος που τα κυπριακά κρασιά είναι πιο ακριβά είναι καθαρά οικονομικός. Η Κύπρος δεν μπορεί να παράξει μεγάλες ποσότητες διότι υπάρχει μικροτεμαχισμός, η καλλιέργεια γίνεται στα βουνά, τα σταφύλια μαζεύονται με το χέρι και γενικά οι διαδικασίες παραγωγής είναι δύσκολες. Οι ανάλογες διαδικασίες στο εξωτερικό γίνονται πολύ πιο εύκολα σε μεγαλύτερη παραγωγή. Στη Γαλλία για παράδειγμα, καλλιεργούν σε πεδιάδες, με βιομηχανικό τρόπο και με πιο εξειδικευμένα μηχανήματα. Συγκριτικά, λοιπόν με το ξένο κρασί το κυπριακό έχει καθαρά ποιοτικό πλεονέκτημα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως όλα τα κυπριακά κρασιά είναι καλά, όπως δεν σημαίνει πως ένα ξένο κρασί των 3 ευρώ είναι κακό. Μπορεί να είναι καλό, δεν θα είναι όμως εξαίσιο».

Τέλος, ο κ. Τσιάκκας, αναφέρει πως τα κυπριακά οινοποιεία τα οποία μέσα σε αυτά τα χρόνια, έκαναν καλή δουλειά και φέρθηκαν επαγγελματικά βλέπουν σήμερα τους κόπους τους να ανταμείβονται και τις πωλήσεις τους να αυξάνονται. «Ο Κύπριος καταναλωτής έκανε μεν την στροφή του στο κυπριακό κρασί αλλά στο ποιοτικό, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλα τα κυπριακά προϊόντα. Ο εγχώριος καταναλωτής της κρίσης, σήμερα, είναι πιο απαιτητικός. Θα παρατηρήσει την τιμή, την εμφάνιση, την συσκευασία και φυσικά την ποιότητα και μετά θα επιλέξει. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό».