ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο εμβληματικός Εύης Γαβριηλίδης

Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης που έχει ζήσει τη ζωή του μέσα στην τέχνη του πεθαίνει χορτάτος

Χαρακτηρίστηκε ως ο πατέρας του κυπριακού θεάτρου, κορυφαίος θεατράνθρωπος και σπουδαίος δάσκαλος. Ο Έυης Γαβριηλίδης «έφυγε» την περασμένη Τετάρτη σε ηλικία 86 ετών. Τον Ιούνιο του 2009, παραχώρησε στην «Κ» και στον Κώστα Σωτηρόπουλο μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη όπου μίλησε για τη ζωή του, το θέατρο, τις δουλειές του και την αγαπημένη του σύντροφο ζωής Τζένη Γαϊτανοπούλου. Αναδημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα εκείνης της ιστορικής συνέντευξης ως ένα ύστατο φόρο τιμής στον μεγάλο Κύπριο.  Στον πρόλογό του ο Κώστας Σωτηρόπουλος έγραψε: «Αρχοντιά και φινέτσα, βαθιά υποβλητική φωνή και στρογγυλεμένη άρθρωση, καθαρός εκφερόμενος λόγος και χιούμορ που σπάει κόκαλα. Ο Εύης Γαβριηλίδης, με την πενηντάχρονη θητεία του στο σανίδι, είναι η ζωντανή ιστορία του σύγχρονου κυπριακού θεάτρου».

Λευκωσιάτης, Παφίτης, οδοντίατρος, ηθοποιός
«Γεννήθηκα στην Πάφο το 1929, τη χρονιά που είχε μετατεθεί εκεί ο πατέρας μου ως καθηγητής. Δηλώνω ότι είμαι Παφίτης και μάλιστα με περηφάνια γιατί, όπως λέμε στην Κύπρο, Ανήρ Πάφιος ουκ αγαθός. Στη Λευκωσία μεγάλωσα, αλλά όποτε επισκέπτομαι διάφορα μέρη στην Πάφο, μου φαίνονται γνώριμα σαν να έχω ξαναζήσει σε αυτά. Μεγάλωσα εδώ, στη γειτονιά της Πινδάρου και με τους γονείς μου τόσο κοντά, που ο πατέρας μου δεν είχε ένσταση όταν του είπα ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο. Μου συνέστησε βέβαια – και πολύ σωστά – να σπουδάσω και κάτι πιο σίγουρο, μήπως χρειαστεί για να επιβιώσω. Έτσι ξεκίνησα οδοντιατρική στην Αθήνα, παράλληλα με το θέατρο, δίπλα στον Καραντινό. Στα δύο χρόνια πέθανε ο πατέρας μου και αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω στην Κύπρο, όπου δούλεψα σε διάφορες δουλειές για να μαζέψω χρήματα και να ολοκληρώσω τις σπουδές μου. Στους έξι μήνες, με φώναξε ο υπεύθυνος του εργοστασίου και μου είπε: «Θα σε απολύσω γιατί αντί να προσέχεις τους εργάτες να κάνουν σωστά τη δουλειά, τους μαζεύεις για να κάνετε θέατρο». Γύρισα στην Αθήνα και τέλειωσα τη σχολή του Κουν. Δούλεψα πρώτα με τον Καρούσο, μετά με τον Αδαμάντιο Λαιμό που κάναμε περιοδείες μέχρι και το Χαρτούμ και την Κύπρο. Συγκέντρωσα αρκετά χρήματα, ώστε να επιστρέψω. Ενώ δούλευα κι εδώ ως ηθοποιός, δοκίμασα τις δυνάμεις μου στη σκηνοθεσία. Ετοιμάζοντας ένα αμερικανικό έργο ένιωσα ότι εκφραζόμουνα καλύτερα στο θέατρο ως σκηνοθέτης. Άλλωστε, για να λέμε την αλήθεια, αισθανόμουνα πως δεν ήμουν τόσο καλός ηθοποιός, όσο εγώ θα ήθελα. Άσε που είχα πρόβλημα να θυμάμαι λόγια και βασανιζόμουνα πάρα πολύ. Αλλά η γοητεία και η χαρά της σκηνοθεσίας ήταν μεγαλύτερη».

Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Σικάγο
«Με τα λεφτά που είχα μαζέψει, πήγα στο Λονδίνο, σπουδάζοντας εκεί ένα χρόνο και πήρα ένα βραβείο σκηνοθεσίας, που με όπλισε με μεγαλύτερο θάρρος. Στη συνέχεια, πήγα στην Αμερική, γράφτηκα αρχικά σε σχολή σκηνοθεσίας στο Πίτσμπουργκ. Κι ενώ σταμάτησα για μια εβδομάδα στη Νέα Υόρκη, βρίσκω εκεί τον θίασο του Λαιμού με τη Ρίκα Διαλυνά, η οποία είχε παντρευτεί έναν πλούσιο Ελληνοαμερικανό, που της είχε φτιάξει έναν θεατρικό χώρο στο κέντρο της πόλης. Το Πίτσμπουργκ δεν με είδε ποτέ γιατί άρχισα να δουλεύω μαζί τους ως ηθοποιός το βράδυ, ενώ τα πρωινά παρακολουθούσα μαθήματα σε τρεις σχολές. Σκηνοθεσία τηλεόρασης, από όπου πήρα το δίπλωμα μου, παρατηρητής στο Actors Studio, όπου με πήρε ο Ηλία Καζάν, και μαθήματα σε μια ακόμα υπέροχη δραματική σχολή, παρακολουθώντας όσο περισσότερο θέατρο μπορούσα. Πήγα στο Σικάγο γιατί ήθελα να έχω ένα χαρτί επιβεβαίωσης των σπουδών μου και γι’ αυτό πήγα στο Goodman College στο Σικάγο, από όπου έφυγα με μεταπτυχιακό δίπλωμα σκηνοθεσίας θεάτρου. Εγώ δεν πιστεύω ότι τα διπλώματα κάνουν τον καλλιτέχνη καλύτερο. Ωστόσο, σε μένα φάνηκε αργότερα το όφελος, όταν θέλησα να διεκδικήσω τη θέση του διευθυντή στον ΘΟΚ, που απαιτούσε μεταπτυχιακό».

Ο Χορν, το ΡΙΚ, η Τζένη και ο ΘΟΚ
«Γυρίζοντας από Αμερική πήγα Αθήνα, όπου δούλεψα σαν δάσκαλος σε δραματικές σχολές και είχα την τύχη να κάνω ένα έργο με τον Δημήτρη Χορν. Ήταν μια ευτυχία η εμπειρία μου μαζί του. Ένας πανέξυπνος, πολυτάλαντος και ευγενέστατος καλλιτέχνης. Δούλεψα κάποια χρόνια στην Αθήνα, έχοντας στο μυαλό μου πάντα την επιστροφή στην Κύπρο. Εδώ πια, δουλεύοντας στο ΡΙΚ, γνώρισα την Τζένη, που ερχόταν από την Παλαιστίνη σε συγγενείς εδώ και έκανε στο ραδιόφωνο παιδικά προγράμματα και θέατρο. Εκεί γνωριστήκαμε και εκεί την «πάτησε» (γέλια)… Από τότε και στο εξής μου συμπαραστάθηκε στα πάντα. Ζήσαμε μαζί λύπες, χαρές, αρρώστιες, όλα…  Ο διορισμός μου στο ΡΙΚ ως σκηνοθέτης της τηλεόρασης και υπεύθυνος καλλιτεχνικών προγραμμάτων με φέρνει σε επαφή με τον Αντρέα Χριστοφίδη, διευθυντή τότε του ΡΙΚ, και τον Χαρίλαο Παπαδόπουλο, διευθυντή του ραδιοφώνου. Με την προτροπή μου και τη δική του δημιουργική αφοσίωση φτιάχνουμε το θεατράκι του ΡΙΚ. Σε αυτόν τον χώρο το 1969 ξεκινούμε να ανεβάζουμε έργα και περνάμε δύο δημιουργικότατα χρόνια».

Ο αυστηρός διευθυντής
«Κατηγορήθηκα ότι είχα τη δική μου φράξια στον ΘΟΚ, επιβάλλοντας κυρίως τέσσερεις ηθοποιούς: Χαραλάμπους, Σορόκου, Γαϊτανοπούλου και Σταυρινίδη. Η λέξη φράξια δεν είναι λάθος, γιατί ως σκηνοθέτης δουλεύεις κυρίως με αυτούς στους οποίους πιστεύεις. Σε αυτούς ακουμπάς, για να βγει η παράσταση. Πάω αρκετές φορές πίσω και τα σκέφτομαι. Ήμουνα άτεγκτος στις αποφάσεις μου και νόμιζα ότι είχα δίκιο. Δεν έβαζα νερό στο κρασί μου. Έκανα αυτό που μου έλεγε η πείρα μου ότι ήταν σωστό για το θέατρο, προσπαθώντας να μην ξεπουλάω την ουσία του. Για δύο χρόνια πριν φτάσει η αφυπηρέτηση σκεφτόμουν ότι επιτέλους θα κάτσω, θα τακτοποιήσω το αρχείο με τις φωτογραφίες και τα κείμενα, θα γυμνασθώ, θα αδυνατίσω, θα μαυρίσω… Όταν τελικά αφυπηρέτησα από τον ΘΟΚ, δεν άρχισα τίποτα από αυτά. Και εκεί που άρχισα να μην νιώθω άνετα, ήρθε μια πρόταση για δουλειά στην Αθήνα, μετά στην Πάτρα κ.ο.κ. Μέχρι σήμερα δεν σταμάτησα… Δεν μπορώ να σταματήσω. Θα έλεγα ότι η ανάγκη μου για το θέατρο είναι ανίατη ευτυχής αρρώστια. Και σίγουρα δεν θα μπορούσα να ήμουνα οδοντογιατρός στη ζωή μου. Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης που έχει ζήσει τη ζωή του μέσα στην τέχνη του πεθαίνει χορτάτος…»

 

 

Πρόσωπα: Τελευταία Ενημέρωση