ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το «πυραυλικό χάσμα»

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ*

Κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1950 οι δύο υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου ανέπτυξαν θερμοπυρηνικές βόμβες σχεδόν χίλιες φορές ισχυρότερες από την ατομική βόμβα της Χιροσίμα. Ως εκ τούτου, οι ηγεσίες και των δύο πλευρών άρχισαν να θεωρούν έναν πυρηνικό πόλεμο αδιανόητο.

Τον Δεκέμβριο του 1953 ο Αμερικανός πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ δήλωνε ότι ένας πυρηνικός πόλεμος θα σήμαινε «την πιθανή καταστροφή του πολιτισμού – τον αφανισμό της αναντικατάστατης κληρονομιάς της ανθρωπότητας». Τον Μάρτιο 1954 ο Σοβιετικός πρωθυπουργός Γκεόργκι Μαλένκοφ δήλωνε παρομοίως ότι ο Ψυχρός Πόλεμος συνεπαγόταν «προετοιμασία για έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο, που με τα σύγχρονα όπλα σημαίνει το τέλος του παγκόσμιου πολιτισμού».

Παρά τις διαπιστώσεις αυτές, ωστόσο, και οι δύο υπερδυνάμεις θεώρησαν σκόπιμο να δείχνουν διατεθειμένες να χρησιμοποιήσουν το πυρηνικό οπλοστάσιό τους. Ο λόγος ήταν για να αποτρέψουν κάποια μεγάλη επιθετική κίνηση από την αντίπαλη πλευρά, όπως, για παράδειγμα, μια σοβιετική εισβολή στη Δυτική Ευρώπη ή μια αντίστοιχη αμερικανική κίνηση.

Επιπλέον επιδίωκαν να εκμαιεύσουν πολιτικά οφέλη από την ψυχολογική απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων, παρόλο που καμία πλευρά δεν σκόπευε πραγματικά να τα χρησιμοποιήσει πρώτη, όπως έχουν πλέον αποδείξει τα αρχεία τους. Στο ψυχολογικό αυτό παιχνίδι τρόμου σημασία δεν είχε μόνο η κατοχή πυρηνικών όπλων, αλλά και η κατοχή συστημάτων μεταφοράς τους στην επικράτεια του αντιπάλου.

Από αυτήν τη σκοπιά σαφές πλεονέκτημα είχαν οι ΗΠΑ, οι οποίες κατά τη δεκαετία του 1950 κατείχαν μεγάλο στόλο βομβαρδιστικών διηπειρωτικής εμβέλειας, ικανό να πλήξει στόχους οπουδήποτε στη Σοβιετική Ενωση. Η σοβιετική πλευρά δεν είχε ανάλογες ικανότητες.

Σπούτνικ, η εμφάνιση των διηπειρωτικών πυραύλων
Το μεγάλο στοίχημα όμως ήταν η ανάπτυξη νέου είδους βαλλιστικών πυραύλων, που θα έβγαιναν από την ατμόσφαιρα και θα ξαναέμπαιναν πάνω από το έδαφος του αντιπάλου με μεγάλη ταχύτητα. Ενα τέτοιο σύστημα μεταφοράς των πυρηνικών όπλων θεωρείτο τότε μη αντιμετωπίσιμο. Ακόμα και σήμερα τα αντιπυραυλικά συστήματα αδυνατούν να αποκρούσουν μια μαζική πυραυλική επίθεση.

Ο Ψυχρός Πόλεμος κλιμακώθηκε μετά το 1957, όταν η Σοβιετική Ενωση κατόρθωσε να στείλει τους πρώτους δύο πυραύλους Σπούτνικ στο Διάστημα. Εφόσον ένας πύραυλος μπορεί να ξεφύγει από την ατμόσφαιρα της Γης, είναι ασφαλώς σε θέση να ξαναμπεί και να φτάσει μέχρι το Λος Αντζελες ή οποιοδήποτε άλλο σημείο στις ΗΠΑ.

Ο Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ προσπάθησε να αξιοποιήσει το πρόσκαιρο τεχνολογικό προβάδισμα της Σοβιετικής Ενωσης έναντι των ΗΠΑ στον τομέα των πυραύλων, για να εξασφαλίσει πολιτικά οφέλη.

Από τα σοβιετικά αρχεία προκύπτει ότι ο Χρουστσόφ ουδέποτε διανοήθηκε να εξαπολύσει πυρηνική επίθεση ή να διακινδυνεύσει μια διολίσθηση προς έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Ρητορικά ωστόσο απειλούσε συχνά να χρησιμοποιήσει το πυραυλικό και πυρηνικό οπλοστάσιο της Σοβιετικής Ενωσης, για να μεγιστοποιήσει τις παραστάσεις απειλής και τρόμου στη Δύση και να αποκτήσει την ψυχολογική υπεροχή.

Η τακτική του υπήρξε επιτυχής όσον αφορά την αμερικανική κοινή γνώμη και το μείζον μέρος του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου, που στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έφτασε στα όρια του πανικού λόγω του λεγόμενου «πυραυλικού χάσματος» σε βάρος των ΗΠΑ. Η Δυτική Ευρώπη επίσης παρασύρθηκε από ένα πνεύμα ανησυχίας για την υποτιθέμενη σοβιετική πυρηνική υπεροχή.

Στην πραγματικότητα ο Χρουστσόφ μπλόφαρε. Το 1959 η Σοβιετική Ενωση δεν είχε ούτε έναν διηπειρωτικό πύραυλο ικανό να πλήξει τις ΗΠΑ και η μεταγενέστερη ανάπτυξη του διηπειρωτικού πυραυλικού οπλοστασίου της υπήρξε εξαιρετικά αργή - στις αρχές του 1961 είχε μονάχα τέσσερις διηπειρωτικούς πυραύλους.

Οι δύο Σπούτνικ του Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του 1957 δεν μετουσιώθηκαν γρήγορα σε στρατιωτική πυραυλική τεχνολογία. Το «πυραυλικό χάσμα» ήταν ανύπαρκτο παρά τις θεατρικές απειλές του Χρουστσόφ.

Ο Αϊζενχάουερ στην κρίση του Βερολίνου
Ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ γνώριζε την πραγματικότητα. Μια από τις σημαντικότερες συμβολές του ως προέδρου στην αμερικανική στρατηγική ήταν να υποστηρίξει τη ραγδαία ανάπτυξη νέων συστημάτων φωτογραφικής κατασκοπίας.

Μέσω των κατασκοπικών αεροσκαφών υψηλού υψομέτρου U2, που πετούσαν υψηλότερα από την εμβέλεια των σοβιετικών αντιαεροπορικών συστημάτων, οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ ήταν σε θέση να φωτογραφίσουν κάθε σπιθαμή του εδάφους της Σοβιετικής Ενωσης. Ηδη τον Φεβρουάριο του 1959 τα U2 είχαν ολοκληρώσει τη φωτογράφιση ολόκληρου του εδάφους της Σοβιετικής Ενωσης, της μεγαλύτερης σε έκταση χώρας στον κόσμο, χωρίς να αποκαλύψουν ούτε μια βάση διηπειρωτικών πυραύλων.

Ωστόσο, ο Αϊζενχάουερ αρνήθηκε να αξιοποιήσει δημόσια τα πορίσματα της αμερικανικής φωτογραφικής κατασκοπίας, για να μην αποκαλυφθεί η αμερικανική κατασκοπευτική ικανότητα στους Σοβιετικούς. Ως εκ τούτου, το αμερικανικό κοινό και τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησής του συνέχισαν να υφίστανται το άγχος τού υποτιθέμενου «πυραυλικού χάσματος», που ο Χρουστσόφ διατυμπάνιζε με κάθε ευκαιρία.

Οπλισμένος με τις απόρρητες πληροφορίες, ο Αϊζενχάουερ αρνήθηκε να αυξήσει τις αμερικανικές αμυντικές δαπάνες, οι οποίες μειώθηκαν από 12,8% του ΑΕΠ των ΗΠΑ το 1954 σε 9,1% του ΑΕΠ το 1961.

Η κρίση του Βερολίνου ξέσπασε το 1958, στα πλαίσια της μπλόφας του Χρουστσόφ, ο οποίος επιδίωκε να αποσπάσει από τη Δύση πολιτικές παραχωρήσεις μέσω ενός κλίματος ψυχολογικής υπεροχής βασισμένης στο ανύπαρκτο «πυραυλικό χάσμα».

Το Δυτικό Βερολίνο αποτελούσε μεγάλη πληγή για την Ανατολική Γερμανία, καθώς λειτουργούσε ως δίαυλος φυγής προς τη Δυτική Γερμανία ενός σημαντικού αριθμού εν μέρει μορφωμένων και εξειδικευμένων Ανατολικογερμανών. Το καθεστώς του Δυτικού Βερολίνου και γενικότερα των δύο Γερμανιών βασιζόταν στις προσωρινές διευθετήσεις της Γιάλτας και του Πότσνταμ το 1945 για τη συμμαχική κατοχή της ηττημένης Γερμανίας.

Η δημιουργία των δύο γερμανικών κρατών είχε λάβει χώρα χωρίς συνθήκη ειρήνης σε ένα ιδιότυπο de facto πλαίσιο, που στηριζόταν τυπικά στα κατοχικά δικαιώματα των νικητριών συμμαχικών δυνάμεων.

Τον Νοέμβριο του 1958, ο Χρουστσόφ απαίτησε το κατοχικό καθεστώς του Βερολίνου να τερματισθεί εντός έξι μηνών με την απόσυρση των συμμαχικών στρατευμάτων και τη ανακήρυξη του Δυτικού Βερολίνου σε «ελεύθερη πόλη», απειλώντας, με την πάροδο του τελεσιγράφου, να συνάψει ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με την Ανατολική Γερμανία, που θα καθιστούσε τη θέση των τριών δυτικών κατοχικών δυνάμεων στο Δυτικό Βερολίνο νομικά και ουσιαστικά επισφαλή.

Οι τρεις δυτικές κατοχικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία) εξέλαβαν  –ορθά– το τελεσίγραφο ως σοβιετική απόπειρα να απορροφηθεί το Δυτικό Βερολίνο από την Ανατολική Γερμανία, εξέλιξη που θα κλόνιζε τη Δυτική Γερμανία και τη γενικότερη αξιοπιστία του ΝΑΤΟ.

Η αντίδραση του Αϊζενχάουερ ήταν να απειλήσει με μαζικά πυρηνικά αντίποινα σε περίπτωση βίαιης αλλαγής του κατοχικού status quo στο Δυτικό Βερολίνο.

Τυχόν σοβιετική σύναψη ξεχωριστής ειρήνης με την Ανατολική Γερμανία με την πάροδο των έξι μηνών του τελεσιγράφου του Χρουστσόφ δεν θα αποτελούσε από μόνη της αιτία πολέμου, αρκεί στη συνέχεια να μην ακολουθούσε οποιαδήποτε παρεμπόδιση στην εξάσκηση των κατοχικών δικαιωμάτων των δυτικών συμμαχικών δυνάμεων στο Δυτικό Βερολίνο στα πλαίσια της μη αναγνώρισης από τις δυτικές δυνάμεις του ανατολικογερμανικού κράτους.

Οι δυτικές δυνάμεις δεν θα έπρεπε, δηλαδή, να υποχρεωθούν να δεχθούν τυπικά την άδεια του από τη Δύση μη αναγνωρισμένου ανατολικογερμανικού κράτους για τη μεταφορά των στρατευμάτων τους μέσω της Ανατολικής Γερμανίας προς το Δυτικό Βερολίνο. (Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Σοβιετική Ενωση είχε αναγνωρίσει το δυτικογερμανικό κράτος το 1955).

Η γεωπολιτική λογική της Δύσης
Η τυπική διάσταση της δυτικής αυτής θέσης ήταν παράλογη, όπως αναγνώριζε κατ’ ιδίαν ο Αϊζενχάουερ. Υποστηρίχτηκε μάλιστα αταλάντευτα μέσω της ακόμη πιο παράλογης απειλής εξαπόλυσης πυρηνικού πολέμου. Μέσα σε αυτούς τους παραλογισμούς (πυρηνικός όλεθρος για το ποιος θα εξέδιδε την άδεια διέλευσης των δυτικών στρατευμάτων προς το Δυτικό Βερολίνο;) υπήρχε ωστόσο μια σαφής γεωπολιτική λογική. Η Δυτική Γερμανία ήταν απαραίτητος σύμμαχος στο ΝΑΤΟ.

Η απώλεια του Δυτικού Βερολίνου θα κλόνιζε όλο το νατοϊκό οικοδόμημα. Η δυτική αναγνώριση του ανατολικογερμανικού κράτους θα κλόνιζε ίσως τον δυτικό προσανατολισμό της Δυτικής Γερμανίας - αυτό τουλάχιστον ισχυριζόταν με απεριόριστο σθένος ο Γερμανός καγκελάριος Αντενάουερ.

Επομένως ήταν ορθολογικό οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους να απαιτήσουν αταλάντευτα τη διατήρηση του υφιστάμενου κατοχικού status quo του Βερολίνου. Τη στάση αυτή υιοθέτησε όχι μόνο ο Αϊζενχάουερ, αλλά και οι ηγέτες της Γαλλίας και της Βρετανίας, Σαρλ ντε Γκωλ και Χάρολντ Μακμίλαν αντίστοιχα. Η σθεναρή στάση της Δύσης απέδωσε. Ο Χρουστσόφ άφησε να παρέλθει το εξάμηνο του τελεσιγράφου του χωρίς να υλοποιήσει την απειλή του.

Το Δυτικό Βερολίνο συνέχισε ωστόσο να αποτελεί πληγή για την Ανατολική Γερμανία, που έβλεπε έναν αυξανόμενο αριθμό κατοίκων της να διαφεύγει μέσω της δυτικής αυτής νησίδας προς τη Δυτική Γερμανία. Τελικά ο Χρουστσόφ έλυσε το πρόβλημα της δημογραφικής αιμορραγίας της Ανατολικής Γερμανίας το 1961, όταν ανυψώθηκε το τείχος του Βερολίνου που περιέβαλε το Δυτικό Βερολίνο.

Την ίδια χρονιά ένας Αμερικανός αξιωματούχος αποκάλυψε ότι οι ΗΠΑ γνώριζαν για την μπλόφα του Χρουστσόφ δίνοντας τέλος σε αυτήν την επικίνδυνη φάση του Ψυχρού Πολέμου.

* Ο κ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.

Αναδρομές: Τελευταία Ενημέρωση