ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ένας αλήτης πέθανε*

Η οικονομία είναι, λένε οι δημοσκοπήσεις, το κύριο ζητούμενο για τους πολίτες σήμερα και το Κυπριακό έχει περιπέσει σε δεύτερη μοίρα. Ο ένας υποψήφιος μιλάει για νέα στρατηγική, ο άλλος για άμεση συνέχιση των διαπραγματεύσεων και ο Πρόεδρος για συνέχιση υπό την προϋπόθεση άρτιας προετοιμασίας. Κι όλοι μαζί για να σώσουν την Κυπριακή Δημοκρατία. Προσωπικά γεννήθηκα λίγο πριν από τη δημιουργία της, το 1958 και βιώνω το Κυπριακό από την τότε διαμόρφωσή του, τέλη του 1963. Στη γενέτειρά μου, τη Λάρνακα, απέναντι από το σπίτι μας, που ήταν οροθέσιο του τούρκικου μαχαλά δίπλα στη μητρόπολη, ήταν τα «βοηθητικά» του κυρίου Ντερβίση. Τουρκοκύπριος, εκ γενετής τυφλός, έφευγε το πρωί κρατώντας το μπαστούνι με την άσπρη μύτη, για τη δουλειά του στον Οργανισμό Σιτηρών όπου έραβε σακούλες.

Το απόγευμα που σχολνούσε, πλενόταν, έτρωγε κι έπιανε στα χέρια του το βιολί, έπαιζε και τραγουδούσε. Πρέπει να ήταν το 1962, όταν στην εικόνα της μνήμης μου μπήκε κι ένας παράξενος τύπος με κουστούμι κι ατημέλητα μαλλιά. Ερχόταν από τη Λευκωσία αραιά και πού, να επισκεφθεί την αδελφή του. Ο κ. Ντερβίσης τον έλεγε «κύριο αλήτη»! Η θεοφοβούμενη γιαγιά μου έλεγε πως η κυρία Γιωργούλα ντρεπόταν για τον αδελφό της διότι τον είχαν διώξει από την εκκλησία! Επρόκειτο για τον ποιητή Τεύκρο Ανθία, ο οποίος το 1931 είχε εκδώσει τη συλλογή «Δευτέρα παρουσία», στην οποία παρουσιάζει τον φτωχό λαό να επαναστατεί και να δικάζει τον Θεό, με αποτέλεσμα η Σύνοδος να τον αφορίσει.

Ο Ανθίας, λοιπόν, όποτε ερχόταν στη γειτονιά μας, επισκεπτόταν τ’ απογεύματα τον Ντερβίση. Καθόταν σ’ ένα σκαμνί και σ’ ένα δεύτερο άνοιγε μια καρό πετσέτα, με ελιές, χαλούμι και ψωμί, έβγαζε από την τσέπη μια μικρή μπουκάλα με κυπριακό κονιάκ, πίνανε και πιαναν το τραγούδι: Ένας αλήτης πέθανε στου πάρκου την πλατεία/μα ούτε μάτια εδάκρυσαν ούτε καρδιές εράγισαν/άραγε ποιος να ’ναι αιτία, αχ γιατί τόση κακία/αχ κακούργα, κακούργα κοινωνία! «Εΐβα κύριε αλήτη», φώναζε ο Ντερβίσης και ο Ανθίας του έλεγε, «Εΐβα κύριε Ντερβίση μου, είσαι φως!», γελούσανε και τσουγγρίζανε τα ποτήρια. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσαν. Αργότερα, όταν διάβασα Ανθία, κατάλαβα ότι η προσφώνηση του Ντερβίση ήταν λόγω της ποιητικής συλλογής του Ανθία, «Τα Σφυρίγματα του αλήτη», εκεί που, «πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ, που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι»!
Δεν ξανάδα από τότε τον αλήτη. Είχε φύγει στην Αγγλία.

Το ’70 άλλαξα γειτονιά και δεν ξανάδα ούτε τον κ. Ντερβίση. Μετά την τραγωδία του ’74, τον είδα μια μέρα στον δρόμο και εξεπλάγην. Δεν ήξερα ότι παρέμεινε στις ελεύθερες περιοχές. Σταμάτησα και του μίλησα. Η έκπληξή του ήταν συγκινητική: «Πού να πήγαινα; Πού να άφηνα το σπίτι μου; Δεν ξέρω και τους τόπους εκεί. Τούτος είναι ο τόπος μου, εδώ θα πεθάνω»… Ύστερα οι αναμνήσεις για τη γειτονιά μας μοσχοβόλησαν σαν το βασιλικό όταν τον αγγίζεις.

Στην κουβέντα πάνω τον ρώτησα για τον αλήτη. Έκανε μια κίνηση και το πρόσωπο του φωτίστηκε: «Ξέρεις, ο Ανθίας, εκτός από σπουδαίος ποιητής ήταν και μεγάλο πολιτικό μυαλό, πολύ φιλοσοφημένος άνθρωπος. Κράτησα επαφή μαζί του και μετά που έφυγε. Του τηλεφωνούσα 2-3 φορές το χρόνο στην Αγγλία. Το ’67 μετά τη δικτατορία στην Ελλάδα, του τηλεφώνησα ανήσυχος. Μου είπε, «κατίσιη μας τζιαι μαύρη τύχη μας, φίλε μου. Τούτοι θα μας πουλήσουν, θα μοιράσουν την Κύπρο. Αλλά φταίμε κι εμείς. Σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Άμα δεν αγαπήσεις το παιδί σου, το χάνεις, το ίδιο και τον τόπο σου!». Πόσο δίκαιο είχε. Όταν πέθανε πήγα στην κηδεία του στην Κοντέα. Και του τραγούδησα, «ένας αλήτης πέθανε»…

*Τραγούδι του 1949, σε στίχους Κώστα Μάνεση και μουσική Κώστα Καπλάνη.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ