
Της Νατάσας Αλεξάνδρου
Στα δεκατέσσερα, μοναδική μου έγνοια απ’ όσο θυμάμαι ήταν να ξυπνήσω από το χάραμα για να βάλω τις φόρμες και να βρεθώ μέσα σε 10’ στο γήπεδο του σχολείου για προπόνηση. Τότε περνάγαμε τα διαλείμματά μας στα γήπεδα και καθόμασταν στα ξύλινα παγκάκια τρώγοντας ό,τι πιο ανθυγιεινό διέθετε το κυλικείο. Ενδιαφέρον βρίσκαμε τότε στους αγώνες που παίζαμε και στον χαβαλέ που κάναμε με κάποιες συμμαθήτριες, αφού η σχέση μας θύμιζε μια εφηβική συνωμοσία έντασης και φθόνου.
Δεν ξέρω αν ένα σημερινό παιδί της ίδιας ηλικίας μπορεί να θεωρήσει βαρετή τη ζωή ενός γυμνασιόπαιδου των αρχών της δεκαετίας του ’90, αυτό που με ανησυχεί πάραυτα είναι η συμπεριφορά μερίδας ενός συνόλου των εφήβων που, αντί να απολαύσουν τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής τους, βιάζονται να μεγαλώσουν, καταπατώντας τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ λογικού και παράδοξου, με αποτέλεσμα να θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους.
Πώς να αρθρώσεις αυτό που όλοι ξέρουν, όλοι βλέπουν, όλοι ομολογούν στα κρυφά και αρνούνται στα φανερά; Μέχρι που γίνεται το «κακό» και ψάχνεις σε ποιον αναλογούν οι ευθύνες. Αν δεν το κάνεις «κώλωσες», αλλά αν καταφέρεις να το πάρεις από την κάβα του μπαμπά και να το φέρεις στο σχολείο είσαι μάγκας και αρχηγός. Πραγματικά δεν θα ήθελα να βρισκόμουν στη θέση των καθηγητών εκείνων που έπρεπε να διαχειριστούν μια ασύμφορη κατάσταση. Που βρέθηκαν στην άβολη θέση να αντικρύσουν την ώρα του διαλείμματος έξι 13χρονες μαθήτριες σε κατάσταση μέθης, με τις 4 να μην έχουν σχεδόν τις αισθήσεις τους. Τα γεγονότα φέρουν τις μικρές να κατανάλωναν ουίσκι, το οποίο είχαν κρυμμένο σε παγουρίνο νερού και το οποίο έφερε η μία εξ αυτών, ενώ η αστυνομία εξετάζει πώς περιήλθε στην κατοχή της μαθήτριας το ποτό και υπό ποιες συνθήκες έγινε κατανάλωσή του στους χώρους του σχολείου.
Τι να σκεφτεί και να νιώσει κανείς; Ανακούφιση από τη μία που τα παιδιά είναι καλά, δυσφορία από την άλλη και προβληματισμό για όλους εκείνους τους λάθος λόγους που οδήγησαν τις 13χρονες να μπουν στη διαδικασία να μεταφέρουν αλκοόλ στο σχολείο. Αυτό που με ξένισε στο συγκεκριμένο περιστατικό είναι η στάση των γονιών, με τον Πρόεδρο της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας να ζητά διερεύνηση του περιστατικού και να διερωτάται γιατί διέλαθε κάτι τέτοιο της προσοχής των καθηγητών. Ποιος, πείτε μου ποιος καθηγητής θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι τόσο μικρά παιδιά θα μετέφεραν αλκοόλ μαζί τους. Τι έπρεπε να κάνει το σχολείο; Να ελέγχει τα παγούρια των μαθητών ή τις τσάντες τους; Οι εκπαιδευτικοί ούτε γονείς, ούτε πορθητές φρουρίων είναι για να ψυχανεμίζονται τι κουβαλούν μαζί τους εκατοντάδες μαθητές. Το αεράκι ευθυνών δεν βαραίνει το σχολείο, αλλά το σπίτι. Λυπάμαι που το λέω κι εγώ γονιός είμαι, αλλά τα σχολεία δεν είναι ούτε αεροδρόμια να περνάς από scanning για το τι μεταφέρεις στη σχολική τσάντα, ούτε και το ΓΣΠ. Στο σχολείο πάνε μαθητές και ωσάν μαθητές πρέπει να συμπεριφέρονται, ακολουθώντας κανόνες. Αν δηλαδή κάτι παρόμοιο συνέβαινε εκτός σχολικής μονάδας, οι ευθύνες ποιους θα βάραιναν; Τον Δήμο της πόλης, γιατί κάθονταν σε μια γωνιά του πεζοδρομίου;
Είναι κάτι τέτοια γεγονότα που μας κάνουν ως γονείς να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι με το να είναι τα παιδιά μας «κλεισμένα» σπίτι σημαίνει ότι είναι προστατευμένα. Το μόνο που καταφέρνουμε είναι να φτιάχνουμε γύρω τους μια γυάλινη ασπίδα, που ένα μικρό ρήγμα αρκεί για να την κάνει θρύψαλα. Πολλά μπορούν να συμβάλουν σε αυτή τη συμπεριφορά. Η ανωριμότητα της ηλικίας, η πρόκληση στο να κάνουν κάτι τέτοιο, η αντίδραση και ο εγκλεισμός λόγω πανδημίας με όλα τα συνεπακόλουθά του και κυρίως η εξάρτηση των περισσότερων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που έχουν μετατρέψει τους εφήβους σε μηχανές εθισμού. Οι ψυχολόγοι το παραδέχονται και οι γονείς το επιβεβαιώνουν. Οι έφηβοι επηρεάζονται και αντιγράφουν τάσεις και πρότυπα. Τα ρούχα που θα φορέσουν, το κτένισμα, ακόμα και τη φρασεολογία και επηρεαζόμενοι από αυτό τον «εθισμό» τους οδηγούνται στην κοινωνική σύγκριση και έγκριση.
Αν δεν υπάρχει επικοινωνία στο σπίτι, όλα είναι μάταια. Το ότι πρέπει να μιλάμε στα παιδιά μας είναι το ένα, το να είμαστε συνέχεια κοντά τους είναι το άλλο. Και το να κρύβουμε το αλκοόλ, ή τα τσιγάρα δεν είναι λύση. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, το σπάσιμο της «γυάλινης οροφής» θα είναι αποτέλεσμα θεσμικών μηχανισμών, στη δημιουργία των οποίων εμείς οι ίδιοι ως γονείς συμβάλαμε και αυτό θα γίνει όταν αρχίσουμε να μιλάμε ανοιχτά στα παιδιά μας, να μοιραζόμαστε μαζί τους εμπειρίες και γεγονότα και να αφήσουμε λίγο πίσω την απαίτηση, τον θυμό και την κόπωση.