ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Εξομολόγηση ενός χούλιγκαν: «Τους είπα πως πρέπει να με ξεγράψουν. Ευτυχώς δεν το έκαναν»

Η «K» συνομιλεί με έναν πρώην «συνδεσμίτη» που πρωτοστατούσε σε αιματηρά επεισόδια εντός και εκτός γηπέδων.

Kathimerini.gr

Μαρίνα Καρπόζηλου

Έζησε για πέντε χρόνια στο σκοτάδι δυο εθισμών: της βίας και των ναρκωτικών. Σήμερα αυτοπροσδιορίζεται ως πρώην χούλιγκαν που όχι μόνο κυνηγούσε, αλλά και δημιουργούσε αιματηρές συγκρούσεις. Μέλος ενός οπαδικού συνδέσμου, κυκλοφορούσε στην Αθήνα έχοντας κατσαβίδια και ξύλα με πρόκες στις τσέπες του. Σήμερα αφηγείται στην «Κ» πως η αγάπη του προς την ομάδα ήταν το πρόσχημα. Στην πραγματικότητα εκτελούσε τις εντολές μιας άτυπης ιεραρχίας που φρόντιζε πάντα να τον ενημερώνει για το πού και πότε θα λάβουν χώρα τα επόμενα επεισόδια.

«Είμαι ακόμα ζωντανός, επειδή μπορούσα να τρέχω γρήγορα»
Γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και μια από τις πρώτες του αναμνήσεις είναι οι πανηγυρισμοί για την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ το 1987. Σύντομα η επαρχιακή πόλη στην οποία μεγάλωνε γέμισε με μπασκέτες και ο ίδιος, αφού επέλεξε ποια θα είναι η αγαπημένη του ομάδα, ξεκίνησε τις δικές του απόπειρες για τρίποντα και καρφώματα. «Δεν σταμάτησα να αθλούμαι ποτέ, ακόμα και στις πιο σκοτεινές μου περιόδους. Ισως γι’ αυτό είμαι ακόμα ζωντανός, επειδή μπορούσα να τρέχω γρήγορα».

Η ροπή, που όπως λέει ο ίδιος, είχε προς τη βία και τα επεισόδια έκανε την εμφάνισή της ήδη από την παιδική του ηλικία. «Από μικρός ήμουν αντιδραστικός και παρά τις προσπάθειες των γονιών μου, που γρήγορα είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά, δεν γνώριζα από όρια. Είχα δημιουργήσει τη δική μου συμμορία και κάναμε εμείς κουμάντο στην περιοχή. Υπήρχαν μαγαζιά τα οποία τα είχαμε υπό την κυριαρχία μας, αν δεν ήσουν “δικός μας” δεν πλησίαζες». Οταν έγινε 18 ακολούθησε τον μεγαλύτερο αδερφό του στην Αθήνα και ξεκίνησε τις σπουδές του στο μάρκετινγκ. Πήγε σε ιδιωτική σχολή και οι γονείς του κάλυπταν κάθε οικονομική ανάγκη που τού προέκυπτε. «Ξυπνούσα το πρωί και ένιωθα πως μπορώ να κάνω ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι».

Αλκοόλ, ναρκωτικά και οπαδική βία
Η επαφή του με τα γήπεδα ξεκίνησε μέσω φίλων, που όπως λέει ήταν άνθρωποι των γηπέδων. Μια μέρα πήγε μαζί τους σ’ έναν αγώνα μπάσκετ στο Περιστέρι. Δεν τον απασχολούσε τόσο το να δει την ομάδα που υποστήριζε, όσο το να βρεθεί σ’ ένα περιβάλλον με ένταση. «Καθώς πλησιάζαμε πεζή στο γήπεδο, ήμασταν οι τελευταίοι που θα μπαίναμε, δεχτήκαμε επίθεση από οπαδούς της αντίπαλης ομάδας. Δεν ήμασταν ακόμα ιδιαίτερα οργανωμένοι. Για να ξεφύγουμε μπήκαμε σ’ ένα ταξί, ήμασταν 6 άτομα και απειλήσαμε τον οδηγό για να ξεκινήσει. Εκείνη τη στιγμή υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν πρόκειται να βρεθώ ξανά στην πλευρά των ηττημένων. Αρχισα να κυκλοφορώ μόνο με άτομα του συνδέσμου που ήξερα πως, όπως και εγώ, θέλουν και αυτοί να τσακωθούν. Δεν συναντιόμασταν για να πάμε για βόλτα, αλλά για να κάνουμε φασαρία. Ημασταν 10 – 15 άτομα που δίναμε ραντεβού κάθε Παρασκευή στον σύνδεσμο, πίναμε αλκοόλ και παίρναμε ναρκωτικά».

Όπως λέει, η βία και οι ουσίες είναι αλληλένδετα. «Δεν ξυπνάς απλά ένα πρωί και λες “α, σήμερα θα πάω να τσακωθώ”, τα ναρκωτικά ήταν μια απαραίτητη προεργασία προκειμένου να είμαστε πιο επιθετικοί, αλλά και να μην έχουμε τον φόβο πως κάτι μπορεί να μας συμβεί. Κατεβαίναμε λοιπόν στον δρόμο και στέλναμε έναν από τους δικούς μας μπροστά. Οι υπόλοιποι παραφυλάγαμε πιο πίσω. Αυτός που ήταν μόνος του φορούσε το κασκόλ της ομάδας μας. Η περιοχή όμως ήταν άβατο μιας άλλης ομάδας, οπότε όλο και κάποια παρέα θα του την έπεφτε. Τότε εμφανιζόμασταν και οι υπόλοιποι και ξεκινούσε το ξύλο. Κουβαλούσαμε μαζί μας κατσαβίδια και ξύλα με πρόκες. Κάποιοι είχαν και μαχαίρια. Το ίδιο κάναμε και στα μαγαζιά, μπαίναμε μέσα και δημιουργούσαμε φασαρίες».

Το μόνο που προσέχανε ήταν να μην τους πιάσουν οι άνδρες των ΜΑΤ. «Γιατί ξέραμε πως θα μας χτυπήσουν πάρα πολύ άσχημα. Ημασταν άλλωστε μικρός σύνδεσμος και υπερτερούσαν αριθμητικά. Συγκρουόμασταν μαζί τους στα γήπεδα, αλλά κρατούσαμε και τις αποστάσεις μας.

Δεν είχαμε ποτέ οδηγία να επιτεθούμε αποκλειστικά σε αυτούς, παρά μόνο αν έμπαιναν στη μέση. Αντίστοιχα πιστεύω πως υπήρχαν μέρες που και αυτοί είχαν την οδηγία να κρατούν αποστάσεις από εμάς. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα περιστατικό που τους πετούσαμε πέτρες και δεν γύρισαν καν να αντιδράσουν. Τότε νομίζαμε πως είμαστε άγνωστοι, ανώνυμοι, πως μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Σε έναν αγώνα είχα ένα δοκάρι στα χέρια μου και μπροστά μου πεσμένος ήταν ένας νεαρός αστυνομικός. Θα μπορούσα να του είχα κάνει μεγάλη ζημιά, ευτυχώς όμως συγκρατήθηκα. Ισως με κράτησε το γεγονός πως ήταν πεσμένος και δεν θα μπορούσε να αμυνθεί. Χαίρομαι για αυτήν μου την απόφαση γιατί πλέον συνειδητοποιώ πως αν τον είχα χτυπήσει θα ήταν θέμα χρόνου να με συλλάβουν».

Εκείνο το διάστημα η ζωή του τις υπόλοιπες μέρες, φαινομενικά τουλάχιστον, κυλούσε φυσιολογικά. Είχε κάποιες παροδικές ερωτικές σχέσεις, αλλά και φίλους εκτός συνδέσμου. Πήγαινε στη σχολή του και σχεδίαζε πως σε λίγα χρόνια θα φύγει για μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Παράλληλα συνέχιζε να γυμνάζεται, καθώς ένιωθε πως με αυτόν τον τρόπο υπερτερούσε από τους αντιπάλους του.

Ο εγκέφαλος
Η βασικότερή του ενασχόληση όμως ήταν ο σύνδεσμος και οι άνθρωποί του. «Ημουν σε μια ηλικία που αναζητούσα κάποιο πρότυπο και το δικό μου πρότυπο ήταν ο αρχηγός μας. Ελάχιστα μεγαλύτερος από μένα, αλλά με πολύ διαφορετικό προφίλ. Δεν έκανε καταχρήσεις, πήγαινε μόνος του στο γήπεδο και τον βρίσκαμε μέσα, ενώ όταν κυκλοφορούσαμε στην πόλη κρατούσε πιο χαμηλό προφίλ.

Ηταν ο «εγκέφαλος» και εγώ είχα κατά κάποιο τρόπο τον ρόλο του ενδιάμεσου κρίκου, ανάμεσα σε αυτόν και στα υπόλοιπα πιτσιρίκια. Μου ζητούσε τι να τους μεταφέρω και πώς να τους κάνω να ακολουθούν τις οδηγίες του. Εμένα με άκουγαν γιατί, σε αντίθεση με τον αρχηγό μας, ένιωθαν πως είμαι ένας από αυτούς. Ολοι όμως γνώριζαν πως υπήρχε ιεραρχία μέσα στον σύνδεσμο, όπως υπήρχε και καθοδήγηση. Δεν ήταν πρωτοβουλίες που τις παίρναμε από μόνοι μας. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο, ήταν όλα κανονισμένα, γνωρίζαμε πάντα από πριν πως θα γίνουν επεισόδια. Του αρχηγού μας του είχα εμπιστοσύνη και ακολουθούσα πιστά τις οδηγίες του. Μέχρι και σήμερα όμως δεν ξέρω ποιος έδινε τις οδηγίες σε αυτόν».

Σήμερα συνειδητοποιεί πως η ομάδα ήταν απλά το πρόσχημα για τα επεισόδια που προκαλούσαν, καθώς όπως αφηγείται στην «Κ» δεν τους απασχολούσε ποιος είναι προπονητής, η σύνθεση της ομάδας, οι τραυματισμοί των παικτών, τίποτα απολύτως.

«Πήγαινα στους αγώνες που μου έλεγαν να πάω και αυτό ήταν. Δεν θα έβγαινα να πανηγυρίσω κάποια νίκη, αν δεν ήταν να γίνει φασαρία. Τα εισιτήρια και τα μεταφορικά μας τα πληρώναμε μόνοι μας, άλλωστε οι περισσότεροι από εμάς προερχόμασταν από εύπορες οικογένειες, δεν είχαμε οικονομικό πρόβλημα.

Τις φωτοβολίδες στα γήπεδα τις βρίσκαμε έτοιμες, δεν τις περνούσαμε εμείς. Από τον έλεγχο δεν μπορείς να περάσεις σχεδόν τίποτα, όλα ήταν ήδη μέσα στο γήπεδο, με την ανοχή προφανώς της φύλαξης. Θυμάμαι μια φορά σ’ένα γήπεδο βρέθηκα με γκασμά στα χέρια μου και κοπανούσα τα τσιμέντα για να κάνω πέτρες. Δεν μας εμπόδιζε κανείς.

Οταν σε κάποιον τσακωμό χάναμε, ο καθένας έτρεχε να σώσει τον εαυτό του και δεν κοιτούσε πίσω του, ούτε έψαχνε να δει τι έχει γίνει. Τις περισσότερες φορές όμως νικούσαμε. Για μένα νίκη ήταν το να ρίξω τον αντίπαλο στο έδαφος. Τύψεις δεν είχαμε για τίποτα. Σήμερα ναι, υπάρχουν κανά δυο περιστατικά που καμιά φορά τα σκέφτομαι και μετανιώνω που τα παρατράβηξα και δεν τα έληξα νωρίτερα. Σίγουρα εξαιτίας μας πήγε κόσμος στο νοσοκομείο, δεν ξέρω αν προκαλέσαμε και μόνιμες βλάβες σε κάποιον. Ελπίζω πως όχι».

Η οργάνωση των χούλιγκαν σήμερα γίνεται μέσω social media, το ίδιο και τα ραντεβού της βίας που δίνουν οι οπαδοί των ομάδων, απαντώντας στις μεταξύ τους προκλήσεις. Στις αρχές του 2000 όμως αρκούσε η τηλεόραση και ένα τηλεφώνημα. «Μια μέρα μου ζήτησαν να πάω στην Ηλιούπολη σ’ έναν αγώνα βόλεϊ, όπου εμφανίσαμε για πρώτη φορά ένα πολύ μεγάλο πανό του συνδέσμου.

Ημασταν λίγοι εκείνη τη μέρα και είχαμε πάει στο γήπεδο με το λεωφορείο. Την Κυριακή θα εμφανίζαμε το ίδιο πανό σε ποδοσφαιρικό ματς που είχαμε. Μας είδαν όμως οι αντίπαλοι στην τηλεόραση και μέχρι να τελειώσει ο αγώνας είχαν στήσει καρτέρι έξω από το γήπεδο. Φυγαδεύσαμε το πανό, γιατί θα ήταν για εμάς η ύψιστη ντροπή αν το έπαιρναν λάφυρο, και ζητήσαμε από την αστυνομία να μας συνοδεύσει μέχρι το αστικό. Κάναμε τσαμπουκά στον οδηγό να μην ανοίξει τις πόρτες στις επόμενες στάσεις. Πράγματι, περάσαμε 4 στάσεις όπου το λεωφορείο δεν σταμάτησε. Στην 5η πιστέψαμε πως είμαστε ασφαλείς. Κάναμε λάθος. Μπήκαν μέσα στο λεωφορείο, μας χτύπησαν και μας κατέβασαν σηκωτούς στον δρόμο.

«Ένας συνταξιούχος αστυνομικός μού έσωσε τη ζωή»
Την ημέρα εκείνη μαζί του είχε και έναν 15χρονο ξάδερφό του, τον οποίο όπως λέει, ευτυχώς δεν ακούμπησαν. «Κατάφερα να ξεφύγω και άρχισα να τρέχω, μαζί με τον μικρό. Μας ακολουθούσαν από πίσω με τα μηχανάκια. Κάποια στιγμή πηδήξαμε μέσα σε μια αυλή. Η εξώπορτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή. Χωρίς να το σκεφτώ τράβηξα τον ξάδερφό μου και μπήκαμε μέσα. Βρεθήκαμε σε έναν σκοτεινό διάδρομο, κάνοντας όμως δυο βήματα φτάσαμε στην κουζίνα. Εκεί αντικρίσαμε μια οικογένεια, ήταν γονείς και γιος που έτρωγαν το βραδινό τους. Οι άνθρωποι έπαθαν σοκ. Η πρώτη μου λέξη ήταν «βοήθεια». Στο μεταξύ απέξω άρχισε να ακούγεται ο θόρυβος από τα μηχανάκια. Ο άντρας μου έκανε νόημα να μην μιλήσω. Οπως μου είπε εκ των υστέρων ήταν συνταξιούχος αστυνομικός και φοβήθηκε πως αν μας έπαιρναν είδηση θα του διέλυαν το σπίτι. Πήραμε τηλέφωνο την Αστυνομία και ζήτησα να μας πάνε στο σπίτι με περιπολικό. Ετσι και έγινε».

Η αρχή του τέλους
Η σχέση του με τον σύνδεσμο έφτασε στο τέλος της όταν οι συγκρούσεις μετατοπίστηκαν και αντί για οπαδούς άλλων ομάδων, απέναντί τους βρέθηκαν άνθρωποι της νύχτας. «Ενα βράδυ που ήμασταν στην πλατεία ήρθαν μπράβοι και μας ζήτησαν τον λόγο για τα επεισόδια που δημιουργούσαμε σε μαγαζιά της εποχής. Ξεκίνησε μια πολύ άσχημη συμπλοκή που κατέληξε σε πυροβολισμούς από την πλευρά τους. Ευτυχώς δεν σκοτώθηκε κανείς, τις επόμενες μέρες όμως ήμασταν όλοι παγωμένοι.

Για μένα αυτή ήταν η αρχή του τέλους της σχέσης μου με τον σύνδεσμο. Δεν υπήρχε συντροφικότητα μεταξύ μας, δεν ήμασταν φίλοι, οπότε μου ήταν πολύ εύκολο να κόψω τις επαφές μου. Ξεκίνησα τότε να κάνω παρέα με δύο χούλιγκαν “πρώτης γραμμής” και παράλληλα δυνατά ονόματα της νύχτας. Ηταν πολύ πιο οργανωμένοι και πολύ πιο επικίνδυνοι, ειδικά τον έναν τον κρατούσαμε για να μην κάνει κακό στον κόσμο. Μπορούσε να σε μαχαιρώσει για με την παραμικρή αφορμή. Μαζί τους ένιωθα πως δεν μπορούσε να με σταματήσει κανείς και τίποτα».

Το ότι ανήκαν σε άλλη ομάδα από τη δική του δεν τον απασχόλησε καθόλου και με μεγάλη ευκολία αντικατέστησε το κασκόλ της δικής του ομάδας με το δικό τους. «Ψυχολογικά δεν μ’ επηρέασε καθόλου. Αντιθέτως, είπα στον εαυτό μου «ευκαιρία για νέες περιπέτειες». Δεν ήμουν πιστός σε κάποια ομάδα, ήμουν όμως πιστός στα επεισόδια».

Κάποια στιγμή παραδέχτηκα στον πατέρα μου, και κυρίως στον εαυτό μου, πως αν συνεχίσω έτσι είναι ζήτημα χρόνου να με βρουν νεκρό. Τους είπα πως πρέπει να με ξεγράψουν. Ευτυχώς δεν το έκαναν.

Η καθημερινότητα του πλέον είχε αλλάξει, καθώς ήταν πλέον βαθιά εθισμένος στα ναρκωτικά. Ολα του τα ενδιαφέροντα είχαν εξαφανιστεί, όπως και όσοι άνθρωποι της ζωής του δεν ήταν χρήστες. Μέσα σε λίγο καιρό τον έδιωξαν από τη σχολή, το όνειρό του για να κάνει μεταπτυχιακό στην Αγγλία είχε εξανεμιστεί και, όπως παραδέχεται στην «Κ», είχε καταστρέψει τους γονείς του, τόσο οικονομικά όσο και ψυχολογικά.

«Κάποια στιγμή παραδέχτηκα στον πατέρα μου, και κυρίως στον εαυτό μου, πως αν συνεχίσω έτσι είναι ζήτημα χρόνου να με βρουν νεκρό. Τους είπα πως πρέπει να με ξεγράψουν. Ευτυχώς δεν το έκαναν. Το 2004 συμφωνήσαμε και έκανα εισαγωγή σ’ ένα ιδιωτικό κέντρο απεξάρτησης. Εκεί ένιωσα πως έχω φτάσει στον πάτο και υποσχέθηκα στον εαυτό μου μια νέα ζωή από εδώ και πέρα. Οταν βγήκα, καθαρός πλέον, εξαφανίστηκα από τους πάντες. Πλέον τη σκέφτομαι ως μια πολύ σκοτεινή περίοδο της ζωής μου, που όμως την έχω αποδεχτεί. Μόνο έτσι μπόρεσα να προχωρήσω».

Λίγο καιρό μετά ξεκίνησε να εργάζεται στη δουλειά που διατηρεί μέχρι σήμερα. Μερικά χρόνια αργότερα έγινε και πατέρας. «Ο γιος μου είναι 14 ετών και ευτυχώς δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τα οπαδικά. Πηγαίνει όμως καμιά φορά στο γήπεδο, κυρίως με τον τωρινό σύζυγο της μητέρας του. Οταν δεν είμαι εγώ μαζί του φοβάμαι, ακόμα και αν έχουν πάει σε παιχνίδι που δεν περιμένεις να γίνουν επεισόδια. Ο τραυματισμός του αστυνομικού στου Ρέντη άλλωστε έγινε σε αγώνα βόλεϊ.

Φοβάμαι επειδή ξέρω πως συνήθως αυτοί που την πατάνε είναι οι ανυποψίαστοι και επίσης ξέρω πως αν κάτι γίνει όλοι οι άλλοι θα τρέξουν να σώσουν τους εαυτούς τους και θα τον εγκαταλείψουν. Οχι όμως αν είναι μαζί μου. Αν είμαι εγώ δίπλα του, θα πρέπει να περάσουν από πάνω μου για να τον ακουμπήσουν».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση

Νέα υπηρεσία για το οργανωμένο έγκλημα, με ενισχυμένες αρμοδιότητες ώστε να ακολουθεί τα ίχνη του χρήματος
 |  ΕΛΛΑΔΑ