
Kathimerini.gr
Eχοντας διατελέσει επί σειράν ετών αρχηγός του ισραηλινού στρατού και υπουργός Aμυνας, ο Σαούλ Μοφάζ κατέβηκε στις εκλογές του 2012 ως αρχηγός της αντιπολίτευσης απέναντι στον Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Την 1η Νοεμβρίου, στο ξεκίνημα της προεκλογικής του εκστρατείας, εμφανίστηκε μπροστά από μια αφίσα που απεικόνιζε το μανιτάρι μιας πυρηνικής έκρηξης για να καταγγείλει «τη μεσσιανική εμμονή του πρωθυπουργού να βομβαρδίσει το Ιράν», προειδοποιώντας ότι κάτι τέτοιο «θα μας βυθίσει σε σοβαρά προβλήματα».
Από τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, η μεσσιανική εμμονή του Νετανιάχου άρχισε να εκπληρώνεται με την έναρξη της επιχείρησης «Rising Lion», όρος που παραπέμπει σε χωρίο της Βίβλου για το λιοντάρι που σηκώνεται και δεν θα ησυχάσει εάν δεν φάει τις σάρκες και δεν πιει το αίμα των εχθρών του. Περίπου 200 μαχητικά αεροσκάφη και αρκετά drones εξαπέλυσαν μεγάλου εύρους επιθέσεις σε διάφορα σημεία της ιρανικής επικράτειας, με βασικό στόχο το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Τα ισραηλινά πυρά έπληξαν την κεντρική εγκατάσταση εμπλουτισμού ουρανίου στη Νατάνζ, αλλά και ραντάρ αντιαεροπορικής άμυνας και εγκαταστάσεις βαλλιστικών πυραύλων κοντά στην Τεχεράνη και στις πόλεις Κομ, Ταυρίδα, Αράκ και Ιλάμ. Στις επιθέσεις σκοτώθηκαν δεκάδες ανώτεροι αξιωματικοί του Ιράν, μεταξύ των οποίων ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Μοχάμεντ Μπαγκερί και ο επικεφαλής των Φρουρών της Επανάστασης, στρατηγός Χοσεΐν Σαλαμί, όπως και αρκετοί πυρηνικοί επιστήμονες.
Στις προηγούμενες στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ Ισραήλ και Ιράν κατά τους τελευταίους μήνες τα πλήγματα περιορίστηκαν σε ελεγχόμενα πλαίσια που έσωζαν τις εντυπώσεις και για τις δύο πλευρές. Αυτή τη φορά οι πιθανότητες να αποτραπεί ένας ολομέτωπος, ίσως και παρατεταμένος πόλεμος εμφανίζονται ισχνές.
Το πρώτο κύμα της ιρανικής απάντησης εκδηλώθηκε το βράδυ της Παρασκευής με την εκτόξευση εκατοντάδων πυραύλων και drones εναντίον ισραηλινών στρατιωτικών κέντρων και αεροπορικών βάσεων, ύστερα από διάγγελμα του Αγιατολάχ Χαμενεΐ, που έκανε λόγο για κήρυξη πολέμου από το Ισραήλ και υποσχέθηκε ότι η επίθεσή του δεν θα μείνει ατιμώρητη. Απανωτές εκρήξεις προκάλεσαν πανικό στο Τελ Αβίβ, στην Ιερουσαλήμ και άλλα σημεία του Ισραήλ, αν και οι αρχές ανακοίνωσαν ότι η πλειονότητα των εχθρικών βλημάτων εξουδετερώθηκε ή αστόχησε. Περί τα 40 άτομα νοσηλεύονταν στα νοσοκομεία και τα διεθνή πρακτορεία κατέγραψαν σημαντικές ζημιές, αν και ο στρατιωτικός αντίκτυπος της επίθεσης δεν είχε διευκρινιστεί.
Ανεξάρτητα από το εύρος και την αποτελεσματικότητα των ιρανικών αντιποίνων, το Ισραήλ είναι υποχρεωμένο να κλιμακώσει τις επόμενες ημέρες τις επιθέσεις του, αφού στο πρώτο κύμα δεν έπληξε εγκαταστάσεις του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος στην Μπουσέρ, στο Ισφαχάν και κυρίως στο Φορντό, όπου είναι θαμμένες μέσα σε βουνό, σε βάθος 800 μέτρων από την επιφάνεια του εδάφους. Αν το Ισραήλ απλώς τραυματίσει επιφανειακά, χωρίς να σκοτώσει το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η όλη επιχείρηση θα λειτουργήσει ως μπούμερανγκ, επιταχύνοντας εκείνο που φιλοδοξούσε να αποτρέψει.
Ο αμερικανικός παράγων
Κρίσιμη παράμετρος για την εξέλιξη των πραγμάτων είναι η στάση του αμερικανικού παράγοντα. Σε πρώτη ματιά, θα υπέθετε κανείς ότι ο Νετανιάχου τορπίλισε θρασύτατα την προσπάθεια Ντόναλντ Τραμπ για συμφωνία γύρω από το ιρανικό πρόγραμμα – ο απεσταλμένος του, Στιβ Γουίτκοφ, επρόκειτο να έχει σήμερα στο Ομάν τον έκτο γύρο διαπραγματεύσεων με τους Ιρανούς.
Μόλις έγινε γνωστό το πρώτο κύμα ισραηλινών πληγμάτων, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι επρόκειτο για «μονομερή απόφαση» του Νετανιάχου και κάλεσε το Ιράν να μην πλήξει αμερικανικές βάσεις.
Ολα δείχνουν όμως ότι Τραμπ και Νετανιάχου απλώς έπαιξαν –είτε προμελετημένα είτε εξ αντικειμένου– το παλιό κόλπο του καλού και του κακού αστυνομικού. Λίγες ώρες μετά τις πρώτες ισραηλινές επιθέσεις, ο Τραμπ δήλωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο ABC: «Νομίζω ότι ήταν εξαιρετικές. Τους δώσαμε (στους Ιρανούς) μια ευκαιρία και δεν την αξιοποίησαν. Τους χτύπησαν σκληρά, πολύ σκληρά. Και θα ακολουθήσουν κι άλλα». Την ίδια ημέρα έγραψε στην πλατφόρμα του Truth Social: «Πριν από δύο μήνες τους έθεσα τελεσίγραφο 60 ημερών για να κλείσουμε συμφωνία. Θε έπρεπε να το είχαν κάνει. Σήμερα είναι η 61η ημέρα… Τώρα ίσως έχουν μια δεύτερη ευκαιρία».
Λίγο αργότερα δήλωσε στη Wall Street Journal και στο Reuters ότι «φυσικά γνωρίζαμε τα πάντα από πριν», κάτι που έσπευσε να επιβεβαιώσει το γραφείο του Νετανιάχου. Δηλώσεις που επιβεβαιώνουν ότι ο Τραμπ βρισκόταν εξαρχής σε απόλυτη συμπαιγνία με τον Νετανιάχου και οδήγησε τα πράγματα σε προσχεδιασμένη ανάφλεξη, τρέφοντας την ανόητη ιδέα ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί τα πλήγματα του Ισραήλ για να επιβάλει τους όρους του σε μια εξουθενωμένη και πανικόβλητη ιρανική ηγεσία.
Η αίσθηση του στημένου κόλπου είχε εγκατασταθεί από την Πέμπτη, όταν ο Τραμπ επιβεβαίωσε πως έδωσε εντολή απομάκρυνσης των οικογενειών στρατιωτικών από αμερικανικές βάσεις στη Μέση Ανατολή, εκτιμώντας ότι είναι πιθανή μια ισραηλινή επίθεση και χωρίς να ασκήσει την παραμικρή κριτική στον Νετανιάχου. Την ίδια ημέρα, την Πέμπτη, η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) έδινε στο Ισραήλ το πρόσχημα που χρειαζόταν, αναφέροντας ότι το Ιράν έχει φθάσει τον εμπλουτισμό ουρανίου στο υψηλό όριο του 60%, όταν για την παραγωγή ενέργειας από πυρηνικούς αντιδραστήρες αρκεί εμπλουτισμός στο 3,5% έως 4%, ενώ για την κατασκευή πυρηνικών όπλων ο εμπλουτισμός φθάνει στο 90%. Ο Νετανιάχου ισχυρίστηκε ότι το Ιράν μπορεί να κατασκευάσει εννέα πυρηνικές βόμβες «σε ένα χρόνο ή σε λίγους μήνες» και ότι, επομένως, η άμεση απάντηση ήταν υπαρξιακή ανάγκη για το Ισραήλ.
Ωστόσο, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες πολύ πρόσφατα ενημέρωσαν τον Τραμπ ότι το Ιράν δεν φτιάχνει πυρηνικά όπλα και ότι ο Χαμενεΐ δεν έχει πάρει σχετική απόφαση. Η απαίτηση των Αμερικανών να παραιτηθούν ολοσχερώς οι Ιρανοί από τον εμπλουτισμό ουρανίου ήταν ξεκάθαρα ταπεινωτική, αφού κάτι τέτοιο δεν απαιτείται από καμία άλλη χώρα του κόσμου. Εξάλλου, ο Ιρανός πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν είχε δηλώσει ότι η χώρα του είναι έτοιμη να γυρίσει πίσω στο όριο εμπλουτισμού 3,67% που προέβλεπε η διεθνής συμφωνία του 2015, την οποία τίναξε στον αέρα ο Τραμπ το 2018, αρκεί να αρθούν οι αμερικανικές κυρώσεις. Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η λυσσαλέα πίεση κατά του Ιράν, που έχει υπογράψει τη συνθήκη μη διάδοσης των πυρηνικών (ΝΡΤ), όταν κανείς δεν λέει κουβέντα για το Ισραήλ, που δεν έχει υπογράψει την εν λόγω συνθήκη και είναι πασίγνωστο ότι διαθέτει πυρηνικά όπλα;
Οχι, ο Νετανιάχου δεν φοβόταν, στην πραγματικότητα, ότι το Ιράν ήταν πολύ κοντά στο να αποκτήσει πυρηνικές βόμβες. Απλώς θεωρούσε ότι ύστερα από τον αποκεφαλισμό της Χεζμπολάχ και τα προηγούμενα πλήγματα στην αντιαεροπορική άμυνα του Ιράν, η ηγεσία του είχε αποδυναμωθεί τόσο ώστε το ρίσκο από μια μεγάλη στρατιωτική επίθεση να ελαχιστοποιείται.
Ας θυμηθούμε και ότι την 1η Οκτωβρίου 2024, μία ημέρα μετά τη δολοφονία του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, ο πρώην πρόεδρος του Ιράν Μαχμούντ Αχμεντινετζάντ είχε αποκαλύψει ότι το Ισραήλ κατάφερε να διεισδύσει βαθιά στους ιρανικούς μηχανισμούς ασφαλείας, σε σημείο που ο επικεφαλής της μονάδας της αντικατασκοπείας για την εξουδετέρωση των Ισραηλινών πρακτόρων μέσα στο Ιράν να είναι ο ίδιος πράκτορας της Μοσάντ, όπως και 20 υφιστάμενοί του.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο δρόμος που διάλεξε ο Νετανιάχου είναι απαλλαγμένος από ρίσκα. Το Ιράν διαθέτει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αμερικανικών υπηρεσιών, γύρω στους 2.000 βαλλιστικούς πυραύλους και ένα μαζικό μπαράζ θα μπορούσε να τρυπήσει τον «Σιδερένιο Θόλο» του Ισραήλ προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές. Παρά την υπεροπλία του, το Ισραήλ είναι πολύ πιο ευάλωτο σε τέτοιες επιθέσεις λόγω της διαφοράς μεγεθών: ο πληθυσμός του περιορίζεται σε μια έκταση 22.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, όσο περίπου η Πελοπόννησος, ενώ του Ιράν διασπείρεται σε 1.650.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το τριπλάσιο της Γαλλίας.
Οι «σκληροί» της Τεχεράνης
Στο πολιτικό επίπεδο, η ισραηλινή επιδρομή ενισχύει τους σκληροπυρηνικούς έναντι των μετριοπαθών της ιρανικής ηγεσίας, η οποία πιθανότατα θα διαβεί τον Ρουβίκωνα και θα βάλει μπροστά την κατασκευή πυρηνικών όπλων, αφού δεν της αφήνουν καμία άλλη επιλογή επιβίωσης – κάτι για το οποίο προειδοποιούσαν ήδη από το 2015 ο πρώην διοικητής της Μοσάντ Μεΐρ Νταγκάν και άλλοι κορυφαίοι αξιωματούχοι ασφαλείας. Παράλληλα θα ενταθεί η απομόνωση του Ισραήλ από τους γείτονές του, στην οποία το είχε καταδικάσει ο θηριώδης πόλεμος της Γάζας – είναι χαρακτηριστικό ότι και αραβικές χώρες που είχαν παραδοσιακή αντιπαλότητα με το Ιράν, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα, αυτή τη φορά τάχθηκαν στο πλευρό του «αδελφού, περσικού λαού».
Επιπλέον, ο ισραηλινός στρατός δεν διαθέτει τις υπερβόμβες MOAB (Mother of All Bombs – Μητέρα Ολων των Βομβών) που χρησιμοποιεί ο αμερικανικός στρατός για να διαλύει υπόγειες θωρακισμένες εγκαταστάσεις τύπου Φορντό, επομένως ο Τραμπ θα πρέπει να τις χορηγήσει ο ίδιος στον Νετανιάχου, κάτι που θα τον καταστήσει άμεσα συνένοχο στα μάτια όλου του (μουσουλμανικού και μη) κόσμου. Στις αναμενόμενες επιπτώσεις του επαπειλούμενου ανοιχτού πολέμου θα είναι το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ, κρίσιμου διαδρόμου της διεθνούς ναυσιπλοΐας, και η εκτόξευση του πετρελαίου στα ύψη.
Την ίδια ώρα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευθεί την καθήλωση της διεθνούς κοινότητας στη σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν για να εξαπολύσει χωρίς καμία αναστολή τη δική του, αναμενόμενη απάντηση στις πρόσφατες, θεαματικές επιθέσεις των Ουκρανών εναντίον βάσεων ρωσικών στρατηγικών αεροσκαφών. Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενες ώρες και ημέρες διαγράφονται απολύτως κρίσιμες.