
Η αμερικανική οικονομία έχει περάσει περιόδους ύφεσης, πολέμων, χρηματοπιστωτικών κρίσεων και πολιτικής αναταραχής και έχει διατηρήσει τη φήμη της ως την ασφαλέστερη επένδυση για να τοποθετήσει κανείς τα χρήματά του και για τους επιχειρηματίες για να στήσουν εκεί τις επιχειρήσεις τους. Αυτό έχει προσφέρει στις ΗΠΑ ένα ανυπολόγιστο οικονομικό πλεονέκτημα, που τους επιτρέπει να δανείζονται με χαμηλό κόστος, να αναπτύσσονται γρήγορα και να βγαίνουν από περιόδους επιβράδυνσης πιο επιτυχείς από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία. Ο Ντόναλντ Τραμπ ίσως διαβρώσει αυτό το πλεονέκτημα. Τις τελευταίες εβδομάδες απέλυσε την επικεφαλής της υπηρεσίας Στατιστικών Εργασίας επειδή ανακοίνωσε απογοητευτικά στοιχεία για την αγορά εργασίας, ενώ προσπάθησε να εξωθήσει σε παραίτηση στελέχη της Federal Reserve όταν αρνήθηκαν να μειώσουν τα επιτόκια. Τόσο ο ίδιος όσο και οι συνεργάτες του έχουν χρησιμοποιήσει την εξουσία τους εναντίον όσων θεωρούν εχθρούς και να υπαγορεύσουν στις επιχειρήσεις τις επιχειρηματικές τους επιλογές.
Σύμφωνα με οικονομολόγους από όλο το πολιτικό φάσμα, κάθε μια από αυτές τις κινήσεις εγκυμονεί κινδύνους. Υπονομεύοντας την ανεξαρτησία της Fed μπορεί να οδηγήσει σε επιτάχυνση του πληθωρισμού. Η ανάμειξη στις στατιστικές για την οικονομία μπορεί να αυξήσει το κόστος δανεισμού για το αμερικανικό κράτος. Οι περικοπές στη χρηματοδότηση της έρευνας ενδέχεται να απειλήσουν μακροπρόθεσμα την ανάπτυξη. Ομως, όλες μαζί οι προσπάθειες του Τραμπ να επεκτείνει την επιρροή σε σφαίρες που έως τώρα δεν υπόκειντο σε πολιτική επιρροή, εγκυμονούν ένα πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο, τον κίνδυνο να υπονομεύσουν τη φήμη των ΗΠΑ ως αξιόπιστου και προβλέψιμου προορισμού για επιχειρήσεις. «Ολα αυτά είναι πραγματικά συστατικά των λόγων για τους οποίους εμπιστεύεται ο κόσμος τις ΗΠΑ και αν ο Τραμπ αρχίσει να τα διαλύει θα διαβρώσει την εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ», σχολιάζει ο Νόρμπερτ Μίτσελ, οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Cato.
Οπως επισημαίνει ο Ντάρον Ατσέμογλου, οικονομολόγος, καθηγητής στο ΜΙΤ και κάτοχος Νομπέλ Οικονομίας, η αμερικανική οικονομία ανέκαμψε από την ύφεση της πανδημίας το 2020 και τον πληθωρισμό που ακολούθησε πολύ πιο γρήγορα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες. Και στις δύο περιπτώσεις η ισχυρή ανάκαμψη ήταν μερικώς αποτέλεσμα της καλής φήμης που έχει η αμερικανική οικονομία ως ασφαλές καταφύγιο, της φήμης αυτής που προσελκύει επενδυτές πρόθυμους να δανείσουν την κυβέρνηση υπό τη μορφή των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου και με χαμηλά επιτόκια. Και αυτή η προθυμία τους εξαρτάται από την εμπιστοσύνη τους στη μακροπρόθεσμη φερεγγυότητα του ομοσπονδιακού κράτους και των θεσμών του.
Πηγή: New York Times