
Πριν από περίπου 22 χρόνια, οι αναλυτές στην Ουάσιγκτον παρακολουθούσαν τις εξελίξεις με αγωνία καθώς ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, ετοιμαζόταν να δώσει το πράσινο φως για την εισβολή στη Βαγδάτη. Με βάση τις αμερικανικές προσδοκίες, εκείνη η αποστολή επρόκειτο να ολοκληρωθεί επιτυχώς, χωρίς ιδιαίτερες χρονοτριβές ή άλλες ανεπιθύμητες επιπλοκές.
Ωστόσο, μέχρι να αποσυρθούν οι ΗΠΑ από το Ιράκ σχεδόν εννέα χρόνια αργότερα αφήνοντας πίσω έναν «λογαριασμό» αποτελούμενο από περισσότερους από 4.000 νεκρούς Αμερικανούς και έξοδα τρισεκατομμυρίων δολαρίων, εκείνος ο πόλεμος είχε πια καταστεί ένα μάθημα πάνω στους λανθασμένους υπολογισμούς και στις συνέπειές τους.
Εν έτει 2025 πια, το «φάντασμα του Ιράκ» αιωρείται πάνω από μια βαθιά διχασμένη και ανήσυχη Ουάσιγκτον, γράφουν σε ανάλυσή τους οι Ταίμς της Νέας Υόρκης. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε κάνει εκστρατεία ενάντια στους «αιώνιους πολέμους» των ΗΠΑ, παρουσιάζεται ξαφνικά τώρα να εξετάζει το ενδεχόμενο μιας «ταχείας» αμερικανικής στρατιωτικής επιχείρησης κατά του Ιράν.
Η κυβέρνηση Μπους είχε θεωρήσει, πριν από δεκαετίες, ότι η εισβολή στο Ιράκ θα ήταν «παιχνιδάκι» και ότι τα αμερικανικά στρατεύματα θα γίνονταν δεκτά στη Βαγδάτη ως «απελευθερωτές». Και τότε ωστόσο, υπήρχαν διαφωνίες εντός της αμερικανικής διοίκησης γύρω από τα στοιχεία που υποτίθεται ότι δικαιολογούσαν τον πόλεμο, όπως ήταν εν προκειμένω οι αναφορές στα όπλα μαζικής καταστροφής που υποτίθεται, σύμφωνα με όσα καταγγέλλονταν, ότι είχε στη διάθεσή του το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Υπήρχαν όντως τέτοιου τύπου όπλα ή μήπως όχι;
«Ευκαιρία» ή «παγίδα»
Νεοσυντηρητικοί (neocons) πολιτικοί του αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος ασκούσαν πιέσεις υπέρ της εισβολής στο Ιράκ, την οποία παρουσίαζαν ως «ευκαιρία» για να απαλλαγεί η υφήλιος από έναν δικτάτορα όπως ήταν ο Σαντάμ.
Εν έτει 2025 πια, διακινούνται ανάλογα επιχειρήματα, αλλά με σημείο αναφοράς πια το Ιράν. Σύμφωνα με τους νέους νεοσυντηρητικούς αλλά και με την πλευρά του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, τώρα -έπειτα δηλαδή από τα πλήγματα σε Χαμάς, Μπασάρ αλ Ασαντ και Χεζμπολάχ- είναι «ευκαιρία» να αποδυναμωθεί το Ιράν και, ενδεχομένως, ακόμη και να ανατραπεί το θεοκρατικό καθεστώς που κινεί τα νήματα στην Τεχεράνη μετά το 1979.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της αμερικανικής εμπλοκής, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν τώρα να επέμβουν στον πόλεμο Ισραήλ-Ιράν, βομβαρδίζοντας με τις «bunker buster» βόμβες που μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν, τις υπόγειες ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Φορντό. Σύμφωνα με όσους υποστηρίζουν ένα τέτοιο χτύπημα, αυτό θα μπορούσε να είναι μεμονωμένο (one-off). Με άλλα λόγια, η αμερικανική εμπλοκή θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί γρήγορα και επιτυχώς.
Το «καλό» και το «κακό» σενάριο
Οπως πριν από 20 χρόνια ωστόσο, έτσι και τώρα, οι απόψεις εντός της αμερικανικής διοίκησης διίστανται. Η επικεφαλής των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, Τούλσι Γκάμπαρντ, είχε υποστηρίξει τον περασμένο Μάρτιο ότι το Ιράν δεν κατασκευάζει πυρηνικά όπλα. Ο Ντόναλντ Τραμπ ωστόσο, φαίνεται ότι έχει πια διαφορετική άποψη. «Δεν με νοιάζει τι είπε», δήλωσε πρόσφατα ο Αμερικανός πρόεδρος, αναφερόμενος στην Γκάμπαρντ. Σύμφωνα με την πλευρά Νετανιάχου, το Ιράν είναι πια κοντά στο να αποκτήσει την πρώτη του ατομική βόμβα. Εάν όμως αυτό ισχύει, τότε οι ΗΠΑ πρέπει να επέμβουν συμβάλλοντας αποφασιστικά στην εξάλειψη του ιρανικού πυραυλικού προγράμματος.
«Μπορεί να το κάνω, μπορεί και όχι, κανείς δεν ξέρει τι θα κάνω», δήλωσε ο Τραμπ όταν εκλήθη να απαντήσει εάν θα βομβαρδίσει τα πυρηνικά του Ιράν ή όχι.
Στον αντίποδα ωστόσο, Αμερικανοί αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι θα μπορούσε να ξεσπάσει ένας ευρύτερος πόλεμος εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες βομβαρδίσουν το Φορντό, με αντίποινα σε αμερικανικές βάσεις από φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές και επιθέσεις κατά πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα από τους υποστηριζόμενους από το Ιράν Υεμενίτες Χούθι.
Το «καλό σενάριο» για τις ΗΠΑ θα ήταν οι Ιρανοί να δεχθούν το όποιο αμερικανικό πλήγμα και έπειτα να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αποδεχόμενοι τον τερματισμό του πυρηνικού τους προγράμματος.
Το «κακό σενάριο» από την άλλη πλευρά, θα ήταν οι Ιρανοί να αρχίσουν σε αντίποινα να εξαπολύουν πλήγματα κατά αμερικανικών στόχων. Σε αυτήν την περίπτωση ωστόσο, ο Τραμπ θα έπρεπε να ανταπαντήσει με νέα αμερικανικά πλήγματα κατά ιρανικών θέσεων βυθίζοντας έτσι τις ΗΠΑ πιο βαθιά στον πόλεμο.
Το Ιράν είναι, όμως, μεγαλύτερο από το Ιράκ, ενώ έχει έναν πληθυσμό περίπου 90 εκατομμυρίων και έναν στρατό που, ακόμη και αποδυναμωμένος, δείχνει πιο απειλητικός από τον ιρακινό…
Με πληροφορίες από New York Times