Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εξαπολύσει μια σταυροφορία για να προσαρμόσει την ευρωπαϊκή πολιτική στους δικούς του στόχους, κινητοποιώντας όλη τη δύναμη της αμερικανικής διπλωματίας ώστε να προωθήσει «πατριωτικά» κόμματα, να εξαλείψει τη «λογοκρισία» και να «σώσει τον πολιτισμό» από την παρακμή.
Σύμφωνα με το πρόσφατα δημοσιευμένο έγγραφο Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι η ασφάλεια της εξαρτάται πλέον από μια στροφή της Ευρώπης «προς τα δεξιά», με την ενίσχυση «πατριωτικών κομμάτων», την ανάσχεση της μετανάστευσης και την αντιμετώπιση εκείνου που το κείμενο περιγράφει ως «κίνδυνο πολιτισμικής εξάλειψης».
Η Ε.Ε. κατηγορείται ότι συμβάλλει σε συνθήκες που μπορεί να καταστήσουν την ήπειρο «αγνώριστη σε είκοσι χρόνια».
Η ρητορική περί δημογραφικής συρρίκνωσης, αυξημένης μετανάστευσης και απώλειας ταυτότητας συνομιλεί ευθέως με τις θεωρίες της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς περί «μεγάλης αντικατάστασης».
Η στρατηγική καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που ισοδυναμεί με πολιτική αλλαγής καθεστώτων: η Ευρώπη «πρέπει να διορθώσει την πορεία της», και οι ΗΠΑ σκοπεύουν να καλλιεργήσουν «εσωτερική αντίσταση» στις χώρες που θεωρούν ότι παρεκκλίνουν.
Για Παρίσι, Βερολίνο και Λονδίνο, το νέο «Δόγμα Τραμπ» συνιστά υπαρξιακή πρόκληση.
Παρότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν μέχρι στιγμής αποφύγει ανοικτή σύγκρουση, επιλέγοντας ψυχραιμία έναντι των προκλήσεων, η επερχόμενη εκλογική χρονιά αναμένεται να τους φέρει αντιμέτωπους με άμεσες συνέπειες.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Reform UK του Νάιτζελ Φάρατζ θεωρείται πιθανό να καταγράψει σημαντικές επιτυχίες στις εκλογές του 2026, κλυδωνίζοντας τον Κιρ Στάρμερ.
Στη Γαλλία, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν ασκεί ασφυκτική πίεση στην προεδρία Μακρόν, ενώ στη Γερμανία το AfD αμφισβητεί ευθέως τον Φρίντριχ Μερτς.
Παρά τις ανησυχίες που προκαλεί η αμερικανική στρατηγική περί «ευρωπαϊκής μεταμόρφωσης», οι θεσμοί της Ε.Ε. εμφανίζονται επιφυλακτικοί να κατονομάσουν ευθέως την Ουάσιγκτον ως παράγοντα ξένης παρέμβασης.
Ο αρμόδιος επίτροπος Μάικλ ΜακΓκραθ, παρουσιάζοντας τη νέο «δημοκρατική ασπίδα» της Επιτροπής κατά της παραπληροφόρησης, αναγνώρισε ότι η Ρωσία δεν είναι ο μόνος δρων με συμφέροντα στις ευρωπαϊκές εκλογές, αλλά απέφυγε να στραφεί κατά των ΗΠΑ.
Η αντίδραση των Βρυξελλών παραμένει διπλωματική, ακόμη και ενώ η αμερικανική στρατηγική αποτυπώνεται πλέον επίσημα σε κυβερνητικό κείμενο.
Η στάση αυτή δοκιμάζεται και από τις δημόσιες παρεμβάσεις προσώπων της αμερικανικής διοίκησης και του ευρύτερου δικτύου MAGA.
Ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς αμφισβήτησε την ποιότητα της δημοκρατίας και της ελευθερίας λόγου στην Ευρώπη, ο Έλον Μασκ παρενέβη ευθέως υπέρ της AfD, ενώ ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ χαρακτήρισε τους Ευρωπαίους «παράσιτα» της αμερικανικής ασφάλειας.
Για τους Μακρόν, Μερτς και Στάρμερ, το πρόβλημα είναι διπλό: όχι μόνο η αμερικανική κυβέρνηση ενθαρρύνει τα εθνικιστικά κόμματα στην ήπειρο, αλλά και η ανάλυση Τραμπ φαίνεται να συναντά ένα πραγματικό εκλογικό ρεύμα.
Η άνοδος των ευρωπαϊκών λαϊκιστικών δεξιών κομμάτων δίνει στην Ουάσιγκτον έρεισμα να παρέμβει.
Ο Στάρμερ παραδέχθηκε πρόσφατα ότι συζήτησε το κοινό πρόβλημα με τους Μακρόν και Μερτς σε ιδιωτικό δείπνο στο Βερολίνο.
Καθώς η Ουάσιγκτον υιοθετεί πλέον επίσημα μια στρατηγική υποστήριξης των ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα περίοδο πίεσης.
Το ερώτημα είναι αν οι κεντρώες κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να αντιδρούν διακριτικά ή αν θα προχωρήσουν σε ανοικτή αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την προστασία των εκλογικών διαδικασιών τους.
Σε κάθε περίπτωση, όπως δείχνουν οι εξελίξεις, οι συνομιλίες πίσω από κλειστές πόρτες ενδέχεται να μην αρκούν.
Πηγή: The Politico



























