ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Τραμπ – Σι: Αυτά που (δεν) συζήτησαν οι δύο πρόεδροι

Οι όροι του οικονομικού deal που κυριάρχησαν στη συζήτηση των δύο ηγετών και η Ταϊβάν που έμεινε σκοπίμως (;) στο περιθώριο

Kathimerini.gr

Δημήτρης Μακκός

Τις παραμονές της συνάντησης του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ με τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ στη Νότια Κορέα, ο διεθνής Τύπος πρότασσε δύο βασικά θέματα συζήτησης ανάμεσα στις δύο πλευρές: το πρώτο και σημαντικότερο είχε να κάνει με τους δασμούς και τους ελέγχους των εξαγωγών και το δεύτερο με την Ταϊβάν, η οποία αποτελεί διαχρονικό σημείο τριβής ανάμεσα σε Πεκίνο και Ουάσιγκτον.

Το Πεκίνο θεωρεί την Ταϊβάν αναπόσπαστο μέρος της Κίνας από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας το 1949. Η Κίνα θεωρεί νομοτελειακά –με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο– ότι το νησί θα επιστρέψει κάποια στιγμή στο κινεζικό κράτος και απορρίπτει κάθε ιδέα «ανεξαρτησίας» της Ταϊπέι. Οι περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της ευρύτερης Δύσης, δεν αναγνωρίζουν την Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον αντιτίθεται σε οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής του status quo στο νησί, και στο πλαίσιο αυτό παρέχει διαχρονικά στήριξη και στρατιωτικό εξοπλισμό στην τοπική κυβέρνηση.

«Καμία αναφορά στην Ταϊβάν»

Για ένα θέμα λοιπόν που εδώ και δεκαετίες αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ατζέντας στις συναντήσεις υψηλόβαθμων Αμερικανών και Κινέζων αξιωματούχων (για το Πεκίνο θεωρείται ζωτικού συμφέροντος), ο Τραμπ ισχυρίστηκε μετά τη συνομιλία του με τον Σι ότι «δεν έγινε καμία αναφορά στην Ταϊβάν». Η δήλωση αυτή αποκτά ακόμα περισσότερη βαρύτητα υπό το πρίσμα ότι αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση των δύο προέδρων απ’ όταν ανέλαβε καθήκοντα ο Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.

Φωτ.: Reuters

Στο μεταξύ, και η κινεζική ανακοίνωση για τη συνάντηση, που δημοσιεύθηκε από το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua, δεν έκανε καμία αναφορά στην Ταϊβάν. Αναλυτές κάνουν λόγο για μια εξαιρετικά ασυνήθιστη εξέλιξη, δεδομένου ότι το Πεκίνο έχει θέσει στο παρελθόν σε αντίστοιχες συναντήσεις τις θέσεις για το ζήτημα.

Πριν πάντως από τις συνομιλίες στη Νότια Κορέα, το κρατικό Xinhua αναδείκνυε έντονα το θέμα της Ταϊβάν δημοσιεύοντας τρεις απόψεις κυβερνητικού αξιωματούχου. Τα κείμενα αυτά δεν παρουσίαζαν κάτι καινούργιο, ωστόσο, υπογράμμιζαν για ακόμα μια φορά την άποψη του Πεκίνου ότι η «επανένωση» θα ήταν καλή και για την Ταϊβάν και εν τέλει ιστορικά αναπόφευκτη.

Επιστροφή στη «στρατηγική αμφισημία»;

Σύμφωνα με αναλυτές, η κυβέρνηση Τραμπ κατά τη δεύτερη θητεία της έχει ακολουθήσει αμφιταλαντευόμενη πολιτική απέναντι στην Ταϊβάν, συγκριτικά με αυτή του Τζο Μπάιντεν. Την ίδια στιγμή, στις διμερείς σχέσεις Ουάσιγκτον – Πεκίνου, κορυφαίο ζήτημα έχει καταστεί σχεδόν από την πρώτη στιγμή η εξασφάλιση μιας εμπορικής συμφωνίας.

Ετσι, η συνάντηση της Πέμπτης επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό σε οικονομικά ζητήματα, παρά σε διαχρονικά ευαίσθητα θέματα όπως οι διαφωνίες για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έθετε επιμόνως η Ουάσιγκτον τα προηγούμενα χρόνια. Οπως η Ταϊβαν, και τα δύο αυτά θέματα απουσίαζαν από την ατζέντα.

Η διαφαινόμενη αλλαγή πλεύσης της διοίκησης Τραμπ γίνεται ακόμα πιο έντονη σε αντιπαραβολή με την εξωτερική πολιτική της περιόδου Μπάιντεν. Τόσο στις συναντήσεις Μπάιντεν – Σι όσο και στις τηλεφωνικές τους συνδιαλέξεις υπήρχαν αναφορές στο θέμα της Ταϊβάν. Επιπλέον, ο Μπάιντεν είχε ισχυριστεί με σαφή τρόπο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βοηθήσουν την Ταϊβάν στο ενδεχόμενο που δεχθεί επίθεση.

Από την πλευρά του Τραμπ δεν υπάρχει τέτοια σαφής τοποθέτηση, παρά τις δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων. Μάλιστα, τον Σεπτέμβριο, αρνήθηκε να εγκρίνει στρατιωτική βοήθεια ύψους άνω των 400 εκατομμυρίων δολαρίων που προοριζόταν για την Ταϊβάν.

«Δημοσίως, ο Τραμπ φαίνεται απρόθυμος να υποστηρίξει την Ταϊπέι με τον ίδιο τρόπο που έκαναν οι προκάτοχοί του», σχολιάζει η South China Morning Post ενώ το CΝΝ αναρωτιέται αν η Ουάσιγκτον επιστρέφει στη «στρατηγική αμφισημία» για την Ταϊβάν, ή «υποβαθμίζει» ουσιαστικά τις σχέσεις της με το νησί.

«Αν κοιτάξετε τον Ομπάμα, και πριν από αυτόν τον Μπους, πάντα ακολουθούσαν μια κάπως αδιάφορη προσέγγιση, προσπαθώντας να κρατήσουν την Ταϊβάν σε απόσταση και να είναι πολύ προσεκτικοί με τα μηνύματα που έστελναν στην Κίνα. Ετσι, επιστρέφουμε κάπως σε αυτή τη νέα κανονικότητα», εκτίμησε μιλώντας στο αμερικανικό δίκτυο ο Ντμίτρι Αλπερόβιτς, πρόεδρος της δεξαμενής σκέψης Silverado Policy Accelerator.

«Εκστρατεία γοητείας» από την Ταϊβάν

Οπως είναι αναμενόμενο πάντως, αυτή η υποβάθμιση του θέματος της Ταϊβάν φέρεται να έχει ενισχύσει τον σκεπτικισμό στην Ταϊπέι κυρίως όσον αφορά τη δέσμευση της παρούσας αμερικανικής κυβέρνησης στην άμυνα και την προστασία του νησιού.

«Το νησί επανεξετάζει ενεργά πώς μπορεί να κινηθεί για να φέρει την κυβέρνηση Τραμπ στο πλευρό του. Η Ταϊπέι έχει επίσης ξεκινήσει μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία γοητείας που στοχεύει σε συντηρητικές προσωπικότητες των μέσων ενημέρωσης και άτομα με επιρροή που υποστηρίζουν τον Τραμπ», ανέφεραν στο CNN πηγές.

Φωτ.: Reuters

Γιατί όμως εκστρατεία γοητείας απέναντι σε συντηρητικούς κύκλους των ΗΠΑ; Πέρα από το προφανές των θέσεων του ίδιου του Τραμπ, οι κύκλοι αυτοί συνήθως στηρίζουν τον αμερικανικό απομονωτισμό και μια προσέγγιση «στρατηγικής αμφισημίας» απέναντι στο θέμα της Ταϊβάν εξυπηρετεί καλύτερα αυτή τη θέση.

Ο ίδιος ο υφυπουργός Αμυνας, Ελβριτζ Κόλμπι, είχε δηλώσει άλλωστε τον Μάρτιο κατά τη διάρκεια της ακρόασης για την επικύρωση του διορισμού του από τη Γερουσία, ότι «η πτώση της Ταϊβάν θα είναι καταστροφική για τα αμερικανικά συμφέροντα» και ότι «η Ταϊβάν είναι πολύ σημαντική», αλλά πρόσθεσε ότι «δεν αποτελεί υπαρξιακό συμφέρον» για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση