ΚΥΠΕ
Συνεχίζονται στα κατεχόμενα οι αντιδράσεις για υιοθέτηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μιας προτεινόμενης τροποποίησης στον προϋπολογισμό του 2026 για διάθεση κονδυλίων για ένα μνημείο αφιερωμένο αποκλειστικά στους αγνοούμενους Ελληνοκύπριους.
Ανθρωπιστικό το ζήτημα αγνοουμένων, λέει ο Ουστέλ
Το ζήτημα των αγνοουμένων είναι ένα ανθρωπιστικό ζήτημα, πάνω από την πολιτική, και η απόφαση του ΕΚ υπονομεύει την αμεροληψία του στο θέμα αυτό, ανέφερε ο «πρωθυπουργός», Ουνάλ Ουστέλ σε γραπτή του δήλωση.
Η απόφαση αυτή, πρόσθεσε, αγνοεί τα βάσανα και την ύπαρξη των αγνοουμένων Τουρκοκυπρίων και αγνοεί μονομερώς την ανθρωπιστική πραγματικότητα στην Κύπρο.
«Είναι απαράδεκτο να εκμεταλλευόμαστε το ζήτημα των αγνοουμένων για πολιτικό όφελος. Αφορά και τις δύο πλευρές. Ο τουρκοκυπριακός λαός έχει επίσης εκατοντάδες αγνοούμενους», πρόσθσε.
Παρόμοια και η ανακοίνωση του «κέντρου συντονισμού για την ΕΕ» στην «πρωθυπουργία» όπου αναφέρεται πως η διμερής και αμερόληπτη δομή της ΔΕΑ συμβάλλει στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης στο νησί και το ζήτημα των αγνοουμένων θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε ανθρωπιστική βάση, διαχωρισμένο από πολιτικές σκοπιμότητες. Η απόφαση του ΕΚ, προστίθεται, ενέχει τον κίνδυνο πολιτικοποίησης του ζητήματος.
Ταλάτ
Εφόσον ρίξατε άκυρο στον διορισμένο από την Ευρωπαϊκή Ένωση Ειδικό Εκπρόσωπο για την Κύπρο και αρνηθείτε να συναντηθείτε μαζί του και αυτοί θα σας θεωρήσουν άκυρους, ανέφερε ο πρώην Τ/κ ηγέτης Μεχμέτ Αλί Τατάτ, υποστηρίζοντας ότι έτσι οι Ε/κ Ευρωβουλευτές, που μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν επειδή βρίσκονται στο ΕΚ στις Βρυξέλλες, θα πείσουν το κοινοβούλιο να εγκρίνει ψήφισμα για την ανέγερση μνημείου μόνο για τους Ε/κ αγνοούμενους του 1974.
Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Μ. Ταλάτ ανέφερε ότι ο Ερσίν Τατάρ δεν αναγνώρισε και δεν συναντήθηκε με τον Απεσταλμένο της ΕΕ.
Ανέφερε ότι στη διάρκεια της δικής του «θητείας» ως «πρωθυπουργού» (επί ηγεσίας Ντενκτάς) και ως «προέδρου» (2005-2010) άρχισε η ενεργός έρευνα και η επιστροφή λειψάνων στις οικογένειες αγνοουμένων, εξέφρασε τη βαθιά του λύπη για την απόφαση του ΕΚ.
«Εάν δεν καταλαβαίνετε ότι η αδιαφορία είναι αναπόφευκτη σε συνθήκες διπλωματίας και έλλειψης διαλόγου, θα ανοίξετε τον δρόμο για να εκμεταλλευτεί η ελληνοκυπριακή πλευρά τα πλεονεκτήματα του να είναι ταυτόχρονα αναγνωρισμένο κράτος και μέλος της ΕΕ, και στη συνέχεια θα συμμετάσχετε σε έναν αγώνα διαμαρτυρίας όπως σήμερα», πρόσθεσε.
Το σωστό, συνέχισε, ήταν να αποτραπεί μια «μονομερής απόφαση», προβαίνοντας σε άμεση επικοινωνία από τις Βρυξέλλες. «Εάν το γραφείο της αντιπροσωπείας σας (ΣΣ: του ψευδοκράτους στις Βρυξέλλες) δεν μπορεί να έχει πληροφορίες, θα έπρεπε να είχατε συνεργαστεί με μια ομάδα λόμπι. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Βρυξέλλες είναι μια πόλη λόμπι, όπως και το ΕΚ...», ανέφερε.
Ο κ. Ταλάτ ανέφερε τέλος ότι θα πρέπει να διασφαλίσουν «ότι η φωνή των Τουρκοκυπρίων θα ακουστεί εκεί και να προστατεύσουμε τα συμφέροντα του λαού μας. Είναι εύκολο να βιαστούμε να ξεκινήσουμε διαμαρτυρίες αφού είναι πολύ αργά. Πρέπει να πετύχουμε το δύσκολο».
Ισχυρισμοί «υπεξ»
Το «υπεξ» προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η ε/κ πλευρά ότι «δεν διστάζει να εκμεταλλευτεί ακόμη και ένα βαθιά ανθρωπιστικό ζήτημα όπως οι αγνοούμενοι για πολιτικούς σκοπούς», προσθέτοντας ότι τέτοιες πρωτοβουλίες είναι επιζήμιες για τις δραστηριότητες της ΔΕΑ. Κάλεσε τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, και ιδίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, «να απέχουν από τέτοιες πρωτοβουλίες που υπονομεύουν το έργο της Επιτροπής».
Υπενθύμισε ότι ο προϋπολογισμός από τον οποίο εγκρίθηκε να ληφθούν τα χρήματα για το μνημείο, χρηματοδοτεί άμεσα το έργο της ΔΕΑ, στο πλαίσιο του Κανονισμού Οικονομικής Βοήθειας για την τ/κ κοινότητα. «Το γεγονός ότι τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα οποία θα έπρεπε να γνωρίζουν πολύ καλά αυτό το γεγονός, υποστηρίζουν αυτήν την πρωτοβουλία αποτελεί ένα νέο παράδειγμα της μεροληπτικής προσέγγισης των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στο Κυπριακό», ισχυρίστηκε.
Ο πρόεδρος του «συνδέσμου οικογενειών μαρτύρων» στο κατεχόμενο χωριό της επαρχίας Κερύνειας Βουνό, Ερντίντς Έρνταγλι επίσης ισχυρίστηκε ότι αυτό που αποφασίστηκε είναι «μονόπλευρο και ασύμβατο με τα ιστορικά γεγονότα και στοχεύει αποκλειστικά στη μνήμη των Ελληνοκυπρίων θυμάτων» και ότι έχει αγνοηθεί ότι και οι Τουρκοκύπριοι «υπέστησαν απώλειες από το 1963, στην αρχή της δικοινοτικής σύγκρουσης, μέχρι το 1974».
«Δεν μπορούν να αγνοούν τα 492 θύματα Τουρκοκυπρίων που σημειώθηκαν μεταξύ 1963 και 1974, για τα οποία οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνες. Πρόκειται για 492 άτομα που απομακρύνθηκαν από τους δρόμους, από τα οδοφράγματα, από τα σπίτια τους, σκοτώθηκαν σε ερημικές περιοχές, ρίχτηκαν σε πηγάδια και θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους…», υποστήριξε.
Η περιορισμός του ζητήματος αποκλειστικά στα ε/κ θύματα του 1974, συνέχισε, «αποτελεί προσβολή τόσο για τους Τ/κ θύματα όσο και για τις οικογένειές τους» λέγοντας ότι το ζήτημα «πολιτικοποιείται και τα ιστορικά γεγονότα διαστρεβλώνονται».
Μια μη πολιτική προσέγγιση, ανέφερε, είναι αποτελεσματική και για τις δύο κοινότητες στην αναζήτηση των αγνοουμένων και υπενθύμισε ότι η ΔΕΑ διεξάγει ανασκαφές σε όλο το νησί για να διαπιστωθεί η τύχη 492 Τουρκοκυπρίων και 1.510 Ελληνοκυπρίων.


























