

Του Χρίστου Μπουρή
Για ακόμη μία χρονιά οι επιδόσεις στο μάθημα των Νέων Ελληνικών κινήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα (10,77 μ.ό.) προκαλώντας εκ νέου ανησυχία για το επίπεδο που κτίζεται στα σχολεία. Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος, αρκετές φωνές αποδίδουν την ευθύνη στο ότι τα παιδιά δεν διαβάζουν, αλλά και στην ιδιαιτερότητα της κυπριακής διαλέκτου και τον βαθμό που μπορεί να επηρεάσει στην έκφραση. Το ζήτημα, όμως, φαίνεται να είναι πιο σύνθετο και να πηγάζει από το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα και τη μέθοδο με την οποία καλλιεργείται η εγγραματοσύνη στα σχολεία μας. Για τη γλωσσομάθεια, τις ελλείψεις ή όχι των μαθητών/τριών και προκειμένου να εντοπιστούν οι λόγοι για τις χαμηλές επιδόσεις στα Νέα Ελληνικά στην «Κ» μίλησαν η φιλόλογος Δόξα Ευσταθίου και η γλωσσολόγος, αναπληρώτρια καθηγήτρια Διδακτικής της Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Έλενα Ιωαννίδου.
Το περιεχόμενο του μαθήματος
Η κα Ιωαννίδου τόνισε πως το να μιλάμε για αποτυχία στα Νέα Ελληνικά δεν αντιπροσωπεύει την όλη κατάσταση, καθώς τα τελευταία χρόνια χαμηλοί μέσοι όροι παρατηρούνται σε διάφορα μαθήματα των παγκύπριων εξετάσεων, απλώς το μάθημα των Νέων Ελληνικών συγκεντρώνει μεγάλη δημοσιότητα, αφού υπάρχει η τάση να συνδέεται η επίδοση στα Νέα Ελληνικά με τη γλωσσική ικανότητα των μαθητών/τριών και με την προσδοκία ότι στη γλώσσα «πρέπει όλοι/ες να τα πάνε καλά».
«Ότι ορίζουν και καθορίζουν το περιεχόμενο του μαθήματος οι εξετάσεις είναι ένα τεράστιο θέμα από μόνο του», δηλώνει στην «Κ» η γλωσσολόγος, κα Ελενα Ιωαννίδου
Σύμφωνα με την ίδια, το κλειδί για κατανόηση του ζητήματος βρίσκεται στους λόγους πίσω από την αδυναμία των μαθητών/ριών για ικανοποιητικές επιδόσεις στο μάθημα των Νέων Ελληνικών. Άλλωστε, έρευνες στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου που εστιάζουν στην έκθεση της Γ΄ Λυκείου, αλλά και στη μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο δείχνουν πως τα εξεταστικά δοκίμια και οι μέθοδοι αξιολόγησης τείνουν να διαμορφώνουν το μάθημα των Νέων Ελληνικών αντί να γίνεται το αντίστροφο, κάτι που κάνει το μάθημα πιο τεχνικό και διαδικαστικό. Από τα μέχρι τώρα δεδομένα των ερευνών, συμπεραίνεται πως το μάθημα των Νέων Ελληνικών Γ΄ Λυκείου είναι καθολικά προσαρμοσμένο στο γραπτό των τελικών εξετάσεων και δημιουργείται έτσι το φαινόμενο της «αναδραστικής επιρροής» (washback effect), δηλαδή προκαθορίζεται το περιεχόμενό του μαθήματος με βάση το γραπτό. «Ότι ορίζουν και καθορίζουν το περιεχόμενο του μαθήματος οι εξετάσεις είναι ένα τεράστιο θέμα από μόνο του», υπογράμμισε η κα Ιωαννίδου.
Ένα άλλο ζήτημα που προβληματίζει σύμφωνα με την κα Ιωαννίδου αφορά το περιεχόμενο του μαθήματος και την προώθηση –σχεδόν αποκλειστικά– του δοκιμιακού λόγου ως της κορωνίδας των ειδών λόγου. Αντί να υπάρχει ποικιλία κειμενικών ειδών, ειδικά στην παραγωγή γραπτού λόγου, όπως ορίζουν σύγχρονες παιδαγωγικές μέθοδοι, προάγεται ο δοκιμιακός λόγος και οι μαθητές/τριες καλούνται να γράψουν ψευδοκειμενικά είδη (ομιλία, επιστολή) με τα χαρακτηριστικά του δοκιμιακού λόγου, κείμενα δηλαδή εντελώς αποξενωμένα από τις πρακτικές και τις ταυτότητές τους. Γράφουν χωρίς κριτική σκέψη, μηχανικά, αποστηθίζοντας περιεχόμενο και δομές με μόνο στόχο να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες μονάδες στο γραπτό. Πολύ συχνά μάλιστα, επιχειρηματολογούν υπέρ θέσεων χωρίς να συμφωνούν (π.χ. ο κίνδυνος των Greeklish, ενώ οι ίδιοι γράφουν με αυτό το σύστημα). Έχουμε δηλαδή παιδαγωγικές πρακτικές που ρυθμίζουν και δεν καλλιεργούν τη δημιουργικότητα, τη φαντασία και εν τέλει τη γνώση. Οπότε, καταλήγουμε οι μαθητές/τριες να αποστηθίζουν συγκεκριμένα πράγματα, σε κλίσε θεματικές που επαναλαμβάνονται τα τελευταία χρόνια, γράφοντας και κείμενα με τα οποία συχνά διαφωνούν. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η κα Ιωαννίδου σημειώνει πως οι τρεις λόγοι που οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα είναι η αποξένωση των μαθητών/τριων από το συγκεκριμένο είδος, η αποστήθιση και η απουσία κριτικής σκέψης.
Επανεκκίνηση του συστήματος
Η κα Ευσταθίου κατ’ αρχάς επισημαίνει πως για ακόμη μία χρονιά διαπιστώνονται χαμηλοί μέσοι όροι σε αρκετά μαθήματα, όμως η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε κυρίως στον εξαιρετικά χαμηλό μέσο όρο στο μάθημα των Νέων Ελληνικών και θεωρεί πως το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι διπλό: γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί προκαλεί τόση συζήτηση, τη στιγμή που χαμηλοί μέσοι όροι παρατηρούνται και σε μαθήματα κατεύθυνσης, όπως τα Μαθηματικά (07,04) ή τη Φυσική (10.45).
Η κα Ευσταθίου λέει πως ακόμα και αν τα θέματα κρίθηκαν «αρκετά βατά» από τους μαθητές οι ερωτήσεις απαιτούσαν σύνθεση σκέψης, ανάλυση, επιχειρηματολογία και παράλληλα υψηλό επίπεδο προετοιμασίας και συναισθηματική ωριμότητα από μέρους των μαθητών. Συνεχίζοντας, αναφέρει ότι το μάθημα των Νέων Ελληνικών δεν θεωρείται απλώς ένα από τα εξεταζόμενα, η γλώσσα είναι ο πυρήνας της Παιδείας μας. Είναι το μόνο μάθημα στο οποίο εξετάζονται όλοι ανεξαιρέτως οι υποψήφιοι και γι’ αυτό αντανακλά τη συνολική εικόνα της μορφωτικής κατάστασης των μαθητών μας. Επιπλέον, η γλώσσα δεν είναι μόνο περιεχόμενο, είναι το εργαλείο με το οποίο οι μαθητές σκέφτονται, διαβάζουν, κατανοούν και εκφράζονται. Έτσι, αν ένας μαθητής δεν μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει με σαφήνεια ένα κείμενο ή μια εκφώνηση ερώτησης, τότε δυσκολεύεται να αποδώσει και σε μαθήματα θεωρητικά «αριθμητικά» όπως τα Μαθηματικά, η Φυσική ή η Βιολογία.
Η απάντηση, λοιπόν, είναι περισσότερο παιδαγωγική και λιγότερο αριθμητική. Η κα Ευσταθίου εστίασε στη γλωσσική επάρκεια, η οποία «είναι απαραίτητη για την κατανόηση εννοιών, για τη συγκρότηση σκέψης, για την αιτιολόγηση απόψεων. Όταν αυτή η επάρκεια δεν καλλιεργείται επαρκώς ή δεν αξιολογείται με κριτικό τρόπο το έλλειμμα μεταφέρεται σιωπηλά σε κάθε γνωστικό αντικείμενο». Η κα Ευσταθίου τονίζει επίσης πως η κατάσταση αυτή «δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην έλλειψη προσπαθειών από πλευράς μαθητών ή εκπαιδευτικών. Είναι βαθιά συστημική, δηλαδή, το σχολείο, εδώ και χρόνια, έχει αναπτύξει μια κουλτούρα εξετάσεων που συχνά προκρίνει τη στείρα αναπαραγωγή «ορθών» απαντήσεων, αντί να ενθαρρύνει την αυθεντική σκέψη και την ουσιαστική κατανόηση. Το σύστημα εκπαιδεύει τους μαθητές να «περνούν» εξετάσεις, να απαντούν τεχνικά, προβλέψιμα, με βάση «μοντέλα», και όχι να σκέφτονται, να αναλύουν και να εκφράζονται με πληρότητα. Στον αντίποδα, ο ρόλος του εκπαιδευτικού περιορίζεται και οι εκπαιδευτικοί αναγκάζονται να ακολουθούν ένα αυστηρό πρόγραμμα ύλης χωρίς χώρο για δημιουργικές προσεγγίσεις.
Κατά τη γνώμη της, το 10.77 είναι ένα «καμπανάκι», όχι αποτυχίας αλλά σιωπής. «Μιας σιωπής που προκύπτει, όταν η γλώσσα χάνει το νόημα μέσα στην αποστήθιση, στις σελίδες θεωρίας και τη βαθμοθηρία. Η λύση δεν βρίσκεται ούτε σε περισσότερες ώρες διδασκαλίας ούτε σε σκληρότερες εξετάσεις, βρίσκεται στην αναμόρφωση του περιεχομένου της μεθοδολογίας και κυρίως της νοοτροπίας που επικρατεί στη μάθηση. Χρειάζεται επανεκκίνηση του συστήματος. Το υπουργείο Παιδείας οφείλει να δει την κατάσταση χωρίς ωραιοποιήσεις. Δεν φταίνε οι εξετάσεις ούτε μόνο οι μαθητές. Χρειάζεται άμεση αναθεώρηση του τρόπου διδασκαλίας της γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες, με έμφαση στην κατανόηση, στη σύνθεση, στην επιχειρηματολογία και στην προσωπική έκφραση».
Καταλήγοντας, η κα Ευσταθίου υπογράμμισε ότι «η κρίση των επιδόσεων στο μάθημα των Ελληνικών, και όχι μόνο, στις Παγκύπριες δεν είναι συγκυριακή ούτε επιφανειακή, είναι το αποτέλεσμα ενός εκπαιδευτικού συστήματος που έχει πάψει να επενδύει στη σκέψη και έχει αρκεστεί στην τεχνική επιβίωση. Αν η γλώσσα μας φθίνει, δεν χάνεται μόνο η ικανότητα να γράψουμε καλά σε μια εξέταση, χάνεται και η δυνατότητα να σκεφτούμε κριτικά, να εκφραστούμε με πληρότητα και να συμμετέχουμε ουσιαστικά στον δημόσιο βίο».
Αναμένεται βελτίωση
Σύμφωνα με αρμόδια πηγή του Υπουργείου που μίλησε στην «Κ» λέχθηκε πως δεν υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση από άλλες χρονιές στους μέσους όρους σε κανένα μάθημα τα τελευταία τρία χρόνια. Αναφορικά με τα Νέα Ελληνικά και με το σχέδιο δράσης του υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας που υλοποιείται από το Δημοτικό Σχολείο αναμένεται βελτίωση.
Επηρεάζει τελικά η διάλεκτος;
Ρωτώντας την κα Ιωαννίδου εάν το πρόβλημα κατανόησης και έκφρασης μπορεί να αποδοθεί στην κυπριακή διάλεκτο, η ίδια απάντησε πως δεν έχουμε κάποια έρευνα που να μας λέει πως οι ομιλητές διαλέκτων παραγάγουν λιγότερο ποιοτικό γραπτό λόγο. Πρόσθεσε πως και οι ομιλητές που δεν έχουν διάλεκτο, αλλιώς μιλάνε και αλλιώς γράφουν. Επομένως, όταν κάποιος/α δεν τα πάει καλά στον γραπτό λόγο, οι λόγοι δεν αφορούν τη διάλεκτο, αλλά, όπως μας υποδεικνύει η επιστήμη της γλωσσολογίας, αφορούν το επίπεδο γραμματισμού. Επεξηγώντας τη διαδικασία, η κα Ιωαννίδου μας λέει ότι το επίπεδο του γραπτού λόγου καθορίζεται από παράγοντες όπως γνώση των κειμενικών συμβάσεων π.χ. γνώση των βασικών χαρακτηριστικών του λογοτεχνικού ή επιστημονικού λόγου, ή επίγνωση των επιπέδων συνοχής και συνεκτικότητας ενός κειμένου. Το μεγάλο στοίχημα, κατά την άποψη της κας Ιωαννίδου είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αναπτυχθεί η εγγραματοσύνη, η οποία είναι κάτι πέρα από τη διάλεκτο και εκεί φαίνεται να είναι η μεγάλη πρόκληση για τους/τις μαθητές/τριες . «Το μάθημα των Νέων Ελληνικών δεν μιλά τη γλώσσα τους, δεν τους κινεί το ενδιαφέρον, δεν τους προκαλεί, παραμένουν παθητικοί δέκτες που απλώς ακούνε και δεν μιλούν. Αν για παράδειγμα αντί για διαλέξεις είχαν να κάνουν ένα πρότζεκτ με κοινωνική θεματολογία, όπως π.χ. βία στα γήπεδα, συνθήματα ποδοσφαιρικών αγώνων ή ποια είναι η γλώσσα των gamers, τότε τα κίνητρα μάθησης ίσως να άλλαζαν και η σχέση τους με τη γλώσσα να γινόταν πιο ουσιαστική», σχολίασε.
Η κα Ιωαννίδου εστίασε στο γεγονός πως ο σχολικός γραμματισμός ακολουθεί αυτόνομα-ρυθμιστικά μοντέλα και δεν βρίσκεται σε διάλογο με την κοινωνία, έτσι καταλήγουμε σε μια «παράδοση παραπόνων» (complaint tradition) όπου συστηματικά αναδεικνύονται στον δημόσιο λόγο παράπονα για το γλωσσικό επίπεδο των νέων ή για το ότι φταίνε οι μαθητές/τριες που δεν διαβάζουν βιβλία. Η πηγή όμως του προβλήματος που είναι ο παιδαγωγικός τρόπος με τον οποίο γίνεται το μάθημα δεν φαίνεται να συζητείται ή να θίγεται.