
ΑΜΠΕ
Η αναρρίχηση του αμερικανικού δείκτη S&P 500 προς νέο ιστορικό υψηλό, φέτος, συνοδεύτηκε από ανησυχίες για μια νέα χρηματιστηριακή «φούσκα», που αυτή τη φορά γιγαντώνεται λόγω του ενθουσιασμού για την τεχνητή νοημοσύνη. Πράγματι, η Wall Street Journal διαπιστώνει ότι οι αμερικανικές μετοχές είναι σήμερα ακριβότερες από ό,τι ήταν κατά την εποχή της φούσκας του dot.com.
Σύμφωνα με κάποιους δείκτες, οι μετοχές είναι σήμερα ακριβότερες από ποτέ, τονίζει η αμερικανική εφημερίδα. Με τον S&P 500 να τελεί υπό διαπραγμάτευση στις 3,23 φορές τις πωλήσεις του, δηλαδή σε νέο ιστορικό υψηλό, η WSJ σημειώνει ότι οι επενδυτές πληρώνουν περισσότερα από ποτέ για κάθε ένα δολάριο τζίρου που πραγματοποιούν οι εταιρείες του δείκτη.
Βεβαίως, ο δείκτης P/E, που μετράει την τιμή του S&P 500 ως προς τα εταιρικά κέρδη, δεν βρίσκεται σε επίπεδα-ρεκόρ. Κι αυτό χάρη στα υψηλά περιθώρια κέρδους που απολαμβάνουν πολλές από τις πολυτιμότερες εταιρείες της Γουόλ Στριτ. Ομως, με P/E στο 22,5, έναντι μέσου όρου στο 16,8 από το 2000, ο S&P 500 βρίσκεται σε ακραία επίπεδα και σ’ αυτόν τον δείκτη αποτίμησης.
Πολλοί επενδυτές πιστεύουν ότι οι μεγαλύτερες αμερικανικές μετοχές αξίζουν κάθε σεντ. Εταιρείες όπως η Nvidia και η Microsoft συνεχίζουν να αυξάνουν τις πωλήσεις και τα κέρδη τους με υψηλούς ρυθμούς και καταφέρνουν να κυριαρχήσουν στη Wall Street. Οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες του S&P 500 ευθύνονταν για το 39,5% της συνολικής αξίας του δείκτη στα τέλη Ιουλίου, ποσοστό που είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί ποτέ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Morningstar. Εννέα από τις 10 top εταιρείες του S&P 500 έχουν κεφαλαιοποίηση άνω του 1 τρισ. δολαρίων.
Οι επενδυτές είδαν τους κινδύνους της συγκέντρωσης της αγοράς σε τόσο λίγες ακριβές μετοχές τον Απρίλιο, όταν ο εμπορικός πόλεμος του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ πυροδότησε ένα πρόσκαιρο sell off. Τότε, οι αποκαλούμενες Magnificent Seven υποαπέδωσαν έναντι του S&P 500. Πάντως, ακόμη και σήμερα, δεν είναι όλες οι μετοχές ακριβές. Εάν κάθε εταιρεία του S&P 500 είχε την ίδια στάθμιση στον δείκτη, αντί η στάθμισή της να καθορίζεται από την κεφαλαιοποίησή της, τότε ο δείκτης θα τελούσε υπό διαπραγμάτευση στις 1,76 φορές τις πωλήσεις του, την ώρα που ο μακροπρόθεσμος μέσος όρος είναι 1,43.
Γι’ αυτό και ο Μαρκ Τζιαμπρόνε, της Barrow Hanley Global Investors, εντοπίζει αρκετές ελκυστικές ευκαιρίες για επενδυτές που είναι διατεθειμένοι να κοιτάξουν πέραν των megacaps της τεχνολογίας. Αντιθέτως, είναι επιφυλακτικός για το κατά πόσο οι μεγαλύτερες εταιρείες μπορούν να διατηρήσουν αυτές τις αποτιμήσεις μακροπρόθεσμα.
«Σε κάποιο σημείο οι αποτιμήσεις τείνουν να έχουν σημασία, οι προσδοκίες που ενσωματώνονται σ’ αυτές τις αποτιμήσεις έχουν σημασία και αυτές οι προσδοκίες γίνονται τόσο δραματικές που θα είναι πολύ δύσκολο να τις ικανοποιήσουμε», εξηγεί.