
ΚΥΠΕ
Από την 1η Οκτωβρίου 2025 αίρεται προσωρινά για ένα ακόμη έτος το αμερικανικό εμπάργκο όπλων κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τον τελικό κανονισμό που εξέδωσε το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των ΗΠΑ.
Η ρύθμιση, η οποία τροποποιεί το άρθρο 126.1 του Κανονισμού Διεθνούς Διακίνησης Οπλικών Συστημάτων (ITAR), προβλέπει ότι «το καθεστώς της Κύπρου ως απαγορευμένου προορισμού αναστέλλεται από την 1η Οκτωβρίου 2025 έως και τις 30 Σεπτεμβρίου 2026».
Η απόφαση συνεχίζει την πολιτική που εγκαινιάστηκε το 2022, όταν για πρώτη φορά από το 1987 ανεστάλη το εμπάργκο, κατόπιν σχετικών νομοθετικών προβλέψεων του Κογκρέσου. Σύμφωνα με τον κανονισμό, «η αναστολή του καθεστώτος άρνησης για τις εξαγωγές, επανεξαγωγές και μεταφορές αμυντικού υλικού και υπηρεσιών προς την Κυπριακή Δημοκρατία παρατείνεται για το οικονομικό έτος 2026».
Η συνέχιση της άρσης του εμπάργκο βασίζεται σε δύο νομοθετικές πράξεις: τον Νόμο περί Εθνικής Άμυνας για το οικονομικό έτος 2020 (NDAA 2020) και τον Νόμο για την Εταιρική Σχέση Ασφάλειας και Ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο (EMSEPA) του 2019. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι η πολιτική άρνησης εξαγωγών οπλικών συστημάτων προς την Κύπρο μπορεί να ανασταλεί μόνο εφόσον ο Πρόεδρος των ΗΠΑ πιστοποιήσει στο Κογκρέσο πως «η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει να συνεργάζεται με την Κυβέρνηση των ΗΠΑ για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στους τομείς της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοπιστωτικής εποπτείας» και ότι «λαμβάνει και συνεχίζει να λαμβάνει μέτρα για να αποτρέπει την πρόσβαση ρωσικών πολεμικών πλοίων στα κυπριακά λιμάνια για ανεφοδιασμό και συντήρηση».
Στις 14 Απριλίου 2020, ο τότε Πρόεδρος είχε μεταβιβάσει τις σχετικές αρμοδιότητες στον Υπουργό Εξωτερικών. Στις 7 Ιουλίου 2025, «κάνοντας χρήση αυτών των εξουσιών, ο Υπουργός Εξωτερικών πιστοποίησε στα αρμόδια μέλη του Κογκρέσου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία πληροί τις εκ του νόμου προϋποθέσεις για την άρση της πολιτικής άρνησης», εγκρίνοντας παράλληλα την παράταση της αναστολής για το οικονομικό έτος 2026.
Η πιστοποίηση καλύπτει όχι μόνο τις εξαγωγές και επανεξαγωγές, αλλά και «τις προσωρινές εισαγωγές και τις δραστηριότητες μεσιτείας που αφορούν την Κυπριακή Δημοκρατία». Οι αιτήσεις για άδειες εξαγωγής ή άλλες σχετικές εγκρίσεις θα εξακολουθήσουν να εξετάζονται «κατά περίπτωση» από τη Διεύθυνση Ελέγχου Αμυντικών Εξαγωγών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Παράλληλα, διατηρούνται σε ισχύ «ορισμένες απαλλαγές από τις απαιτήσεις αδειοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι σχετικοί όροι».
Η απόφαση, σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εμπίπτει στην κατηγορία ρυθμίσεων που «αφορούν στρατιωτική ή εξωτερική πολιτική λειτουργία των Ηνωμένων Πολιτειών» και επομένως εξαιρείται από τη συνήθη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης βάσει του Νόμου περί Διοικητικών Διαδικασιών. Δεν απαιτείται επίσης ανάλυση επιπτώσεων στο πλαίσιο του Νόμου για Ευελιξία των Κανονισμών, καθώς και καμία ενέργεια υπό τον Νόμο για τις Μη Χρηματοδοτούμενες Εντολές του 1995, αφού «δεν συνεπάγεται δαπάνες άνω των 100 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για κυβερνήσεις ή τον ιδιωτικό τομέα».
Η Υπηρεσία Πληροφοριών και Ρυθμιστικών Υποθέσεων εκτίμησε ότι η ρύθμιση «δεν αποτελεί σημαντικό κανονισμό κατά τα κριτήρια του Νόμου περί Επανεξέτασης του Κογκρέσου», καθώς «δεν θα αυξήσει το κόστος ή τις τιμές και δεν θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, την απασχόληση, την παραγωγικότητα ή την καινοτομία».
Η τροποποίηση κρίνεται επίσης ότι δεν επιφέρει «ουσιώδεις άμεσες συνέπειες στις Πολιτείες ούτε επηρεάζει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ ομοσπονδιακής και τοπικής κυβέρνησης». Για τον λόγο αυτό, «δεν απαιτείται η σύνταξη ειδικής έκθεσης περί ομοσπονδιακού αντίκτυπου».
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επισημαίνει ότι η απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο των Εκτελεστικών Διαταγμάτων 12866 και 13563, τα οποία καθοδηγούν τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να αξιολογούν το κόστος και τα οφέλη κάθε κανονισμού και να επιλέγουν «ρυθμιστικές προσεγγίσεις που μεγιστοποιούν τα καθαρά οφέλη». Στην περίπτωση αυτή, σημειώνει το Υπουργείο, «επειδή η ρύθμιση εφαρμόζει κυβερνητική πολιτική διεύρυνσης του αμυντικού εμπορίου με μια χώρα και δεν επιβάλλει πρόσθετες κανονιστικές υποχρεώσεις, το κόστος αναμένεται να είναι ελάχιστο».
Η απόφαση εξαιρείται επίσης από τις απαιτήσεις του Εκτελεστικού Διατάγματος 14192, καθώς «σχετίζεται με λειτουργία εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών». Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δηλώνει ότι εξέτασε το κείμενο «υπό το πρίσμα του Διατάγματος 12988, με σκοπό την εξάλειψη ασάφειας, τη μείωση δικαστικών προσφυγών και τη θέσπιση σαφών νομικών προτύπων».
Επιπλέον, κρίθηκε ότι η ρύθμιση «δεν έχει επιπτώσεις σε ιθαγενείς φυλές, δεν συνεπάγεται κόστος συμμόρφωσης για τις φυλετικές κυβερνήσεις και δεν υπερισχύει της φυλετικής νομοθεσίας», σύμφωνα με το Διάταγμα 13175.
Τέλος, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διευκρινίζει ότι ο κανονισμός «δεν επιβάλλει ούτε τροποποιεί υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών» κατά τον Νόμο περί Μείωσης Γραφειοκρατίας (Paperwork Reduction Act).
Με βάση όλα τα ανωτέρω, ο κανονισμός που ενσωματώνεται στο Τίτλο 22 του Κώδικα Ομοσπονδιακών Κανονισμών ορίζει ρητά ότι «από την 1η Οκτωβρίου 2025 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2026, η πολιτική άρνησης και το καθεστώς της Κύπρου ως απαγορευμένου προορισμού αναστέλλονται».
Η απόφαση σηματοδοτεί τη συνέχιση της στενής αμυντικής συνεργασίας Ηνωμένων Πολιτειών – Κυπριακής Δημοκρατίας και αντανακλά, όπως τονίζεται, τη διαρκή πρόοδο της Λευκωσίας «στην εφαρμογή χρηματοπιστωτικών μεταρρυθμίσεων και στην αποτροπή ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στα κυπριακά λιμάνια».