
Kathimerini.gr
Απαντήσεις για όλα όσα κατέθεσε το 2018 και οδήγησαν στη στοχοποίηση δέκα πολιτικών προσώπων κλήθηκε να δώσει ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ο Φιλίστωρ Δεστεμπασίδης, πρώην στέλεχος της Novartis και προστατευόμενος μάρτυρας, που απολογήθηκε στη δίκη για τον ρόλο του στην πολύκροτη υπόθεση του φαρμακευτικού κολοσσού και τις καταθέσεις του που ενέπλεξαν πολιτικά πρόσωπα στην υπόθεση.
«Είμαι περήφανος που ήμουν μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος. Εξι εισαγγελείς με κράτησαν μάρτυρα, αλλά γιατί δεν με αξιοποίησαν; Είμαι ένας θησαυρός γνώσης. Με εμένα και τον Μανιαδάκη θα εντόπιζαν πολλά πράγματα. Πιο πολύ νευριάζω με αυτό, παρά επειδή ήρθη ο χαρακτηρισμός μου ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος» σχολίασε ο κατηγορούμενος, που επεφύλαξε στον εαυτό του ρόλο απλού μάρτυρα που κλήθηκε από την Εισαγγελία Διαφθοράς προκειμένου να καταθέσει, επιμένοντας πως δεν κατήγγειλε μόνος του κανέναν. Σε όλη τη διάρκεια της απολογίας του επαναλάβανε πως παρέδωσε αρχεία και μετέφερε συζητήσεις και κουβέντες άλλων, επιμένοντας πως δεν φέρει ευθύνη αν δεν ερευνήθηκαν.
«Δεν ήμουν μπροστά σε καμία δωροδοκία. Δεν είχα λόγο να μην πιστεύω αυτά που έλεγε ο προϊστάμενός μου», είπε και περιέγραψε τον άλλοτε ισχυρό άνδρα της Novartis Κωνσταντίνο Φρουζή, ως «άνθρωπο ικανό για όλα», υπογραμμίζοντας πως η Novartis ήταν διεφθαρμένη εταιρεία και πως ο ίδιος λειτούργησε ακτιβιστικά. Σε άλλο σημείο της απολογίας του χαρακτήρισε τη Novartis «ΟΠΕΚΕΠΕ του φαρμάκου», ενώ σε αντίθεση με τα υπόλοιπα πολιτικά πρόσωπα για οποία μετέφερε -όπως είπε- συζητήσεις άλλων, διαφοροποιήθηκε για τον Ανδρέα Λοβέρδο περιγράφοντας συγκεκριμένα περιστατικά που του δημιούργησαν την πεποίθηση ότι χρηματίστηκε.
Μάλιστα, ξεκαθάρισε πως «για τον Λοβέρδο και τον Σαλμά ο Φρουζής μου είπε πως θα δώσει λεφτά. Ποτέ δεν μου είπε θα δώσω λεφτά στον Σαμάρα ή τον Βενιζέλο. Η εταιρεία έκανε προπαγάνδα για να φαίνεται πως έχει επαφή με πρωθυπουργό. Ουδέποτε μου είπε θα δώσω λεφτά στο Βενιζέλο. Συνυπήρξαν μόνο σε ένα συνέδριο και δεν αντάλλαξαν ούτε μάτια».
«Η Novartis ζούσε σε σύννεφο αλαζονείας», ανέφερε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας το μοντέλο επηρεασμού που είχε υιοθετήσει η εταιρεία: χρηματισμός γιατρών, πολυτελή ταξίδια, δώρα, προώθηση φαρμάκων μέσω ΜΜΕ και στενές σχέσεις με πολιτικούς. «Ο στόχος ήταν σαφής: να γίνει η Νοvartis νούμερο ένα στην Ελλάδα», σημείωσε.
Σύμφωνα με όσα εξιστόρησε, η διαφθορά είχε πυραμιδική δομή. Στη βάση βρίσκονταν οι γιατροί, οι οποίοι λάμβαναν απευθείας πληρωμές για να συνταγογραφούν σκευάσματα της εταιρείας. Ακολουθούσαν ανώτερα στελέχη κρατικών φορέων και, στην κορυφή, βρίσκονταν οι ίδιοι οι υπουργοί Υγείας, οι οποίοι υπέγραφαν αποφάσεις αποζημίωσης φαρμάκων.
Για τη χρηματοδότηση αυτών των πρακτικών, η εταιρεία είχε δημιουργήσει «μαύρο ταμείο», με την κωδική ονομασία «Αγιο Δισκοπότηρο», από το οποίο χρηματοδοτούνταν ακόμη και στελέχη με επιρροή εντός του υπουργείου Υγείας. Βασικός τροφοδότης του ταμείου ήταν, σύμφωνα με τον Δεστεμπασίδη, οι παράλληλες εξαγωγές. «Υπήρχε περίπτωση ποτέ να χρηματίσει η Novartis υπουργό ή πολιτικό με απευθείας έμβασμα στον λογαριασμό του; Αυτό δεν γίνεται πουθενά. Δημιούργησε ένα μαύρο ταμείο με την κωδική ονομασία “Αγιο Δισκοπότηρο”. Από αυτό γινόντουσαν δωροδοκίες, ακόμα και σε γιατρό. Αλλά τι γιατρό; Κάποιον που είχε σημαντική θέση στο υπουργείο και πρότεινε φάρμακα. Οι παράλληλες εξαγωγές ήταν βασικός τροφοδότης του μαύρου ταμείου», είπε χαρακτηριστικά.
Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι έχει παραδώσει στην Εισαγγελία Διαφθοράς λίστα με πάνω από 4.000 γιατρούς, ΙΒΑΝ και στοιχεία καταθέσεων, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί καμία καταδικαστική απόφαση. «Στη συντριπτική πλειοψηφία τους τα αδικήματα παραγράφηκαν. Υπήρχαν δίκες με παρουσία δικηγόρων του ΕΟΠΥΥ ως πολιτική αγωγή. Και όμως, ούτε μία καταδίκη», σημείωσε με εμφανή αγανάκτηση.
Ο Δεστεμπασίδης περιέγραψε λεπτομερώς τη λειτουργία του τμήματος Market Access, το οποίο χειριζόταν το lobbying προς φορείς του κράτους. Οπως τόνισε, «χωρίς υπογραφή του Φρουζή, δεν περνούσε τίποτα». Ενδεικτικά, ανέφερε πως για ποσά άνω των 10.000 ευρώ απαιτούνταν έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο και για ένα εκατομμύριο ευρώ, από τη μητρική εταιρεία στη Βασιλεία.
Πρόεδρος: Αρα ήθελε έγκριση εταιρείας…
Κατηγορούμενος: Βέβαια. Αφού ήταν ενήμερη η εταιρεία. Η μαμά εταιρεία ήταν ενήμερη για τη διαφθορά. Είχε ελέγχους ήδη σε 9 χώρες. Οι γερμανικές και ελβετικές εταιρείες όσο αυστηρές είναι μέσα στη χώρα τους, τόσο διεφθαρμένες είναι έξω. Δεν είναι τυχαία τα σκάνδαλα όλα.
Στάθηκε ιδιαίτερα στον ρόλο του πρώην επικεφαλής της Novartis Hellas, Κωνσταντίνου Φρουζή: «Ηταν ικανός για όλα. Δεν ήξερε το φάρμακο, αλλά ήξερε τις επικοινωνίες. Γι’ αυτό τον πήρε ο προηγούμενος Ελβετός πρόεδρος», είπε πως του ανέφεραν όταν προσλήφθηκε στη Novartis. Ο ίδιος μάλιστα, αναφερόμενος στον τότε προϊστάμενό του, τον χαρακτήρισε «τυραννικό, σκληρό και “άφιλο”, αφού δεν είχε φίλους».
Κατά την απολογία του, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον Νίκο Μανιαδάκη, τον οποίο περιέγραψε ως «σύμβουλο που είχε πρόσβαση και σε υπουργούς». Αναρωτήθηκε πώς γίνεται να μην υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, ενώ δήλωσε πως διαθέτει πολλά έγγραφα με το όνομά του.
Αναφορά έγινε και στη Μαρία Μαραγγέλη, γραμματέα του Φρουζή. «Η Μαραγγέλη μπορούσε να δει σχεδόν τα πάντα, απ’ όσα γινόντουσαν στο γραφείο του Φρουζή. Εγώ όσα έβλεπα ήταν επειδή μπορεί να ήμουν εκείνη την ώρα στο γραφείο της Μαραγγέλη γιατί ήθελα υπογραφές από τον Φρουζή. Μια μέρα είδα να μπαίνει ο Βουλκίδης και είδα ότι πήρε λεφτά και συνδύασα το ποσό από τα χρήματα που είχαν φύγει από το τμήμα μου».
Η κουλτούρα της εταιρείας, σύμφωνα με την απολογία του πρώην στελέχους, ήταν εξαιρετικά πιεστική. «Ηταν όλα δυσάρεστα. Μας έφεραν ψυχολόγο, γίνονταν μυστικές αξιολογήσεις, είχαμε ομαδική ψυχοθεραπεία κάθε εβδομάδα. Το market access είχε μαύρες αξιολογήσεις». Περιγράφοντας τις αμοιβές των στελεχών, έκανε λόγο για υψηλούς μισθούς και bonus. «Είμαστε στελέχη. Παίρναμε έναν καλό μισθό. Πρώτος μισθός ήταν 5.500 τον μήνα, όταν έφυγα ήταν 7.000. Ο Φρουζής πρώτο μισθό 14.000 και φαντάζομαι έφυγε με 20.000 ευρώ. Στην περίπτωση του Gilenya πήραμε ένα παχυλό μπόνους. Εγώ έπαιρνα 10.000 τον χρόνο, την χρονιά με το Gilenya πήρα 25.000», είπε ο κατηγορούμενος με την πρόεδρο να ρωτά αν αυτά τα ποσά δεν έπαιζαν σε άλλες εταιρείες.
Η απόφαση να καταθέσει και η συνάντηση με την Τουλουπάκη
Ο Δεστεμπασίδης εξήγησε ότι αποχώρησε από την εταιρεία το 2014 και κλήθηκε για πρώτη φορά από την Εισαγγελία Διαφθοράς το Δεκέμβριο του 2017. Η επικοινωνία έγινε από τη γραμματέα τής τότε εισαγγελέως Ελένης Τουλουπάκη. Οταν ρωτήθηκε για την έρευνα στις ΗΠΑ αρνήθηκε να απαντήσει: «Σε αυτή την ερώτηση δεν μπορώ να απαντήσω».
Κατά την κατάθεσή του, ανέφερε ότι διέθετε ορισμένα αρχεία σχετικά με το αντικείμενο της εργασίας του στο market access, μεταξύ των οποίων και κάποια από τις λεγόμενες «clean days». Τα αρχεία αυτά φυλάσσονταν σε κοινόχρηστο σκληρό δίσκο στον οποίο είχαν πρόσβαση όλα τα στελέχη της εταιρείας, και ο οποίος κατά καιρούς διαγραφόταν λόγω έλλειψης χώρου. Οταν του ζητήθηκε να καταθέσει, του τέθηκε γενικά το ερώτημα αν έχει σχετικά έγγραφα. Ανέφερε ότι όντως είχε αρχεία σε κάποια από τα οποία υπήρχαν και ονόματα πολιτικών.
Ο ίδιος πιθανολόγησε πως τον κάλεσαν στο πλαίσιο της έρευνας για τη Novartis, που είχε ήδη ανοίξει. «Είχε γίνει έλεγχος από το ΚΕΦΟΜΕΠ σε 40 στελέχη της Novartis, σε μένα δεν είχε βρεθεί τίποτα. Ετσι με βρήκαν υποθέτω. Εγώ δεν πήγα να καταγγείλω μόνος μου, με κάλεσαν να καταθέσω», επανέλαβε.
Στη συνέχεια του προτάθηκε η ένταξή του στο καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα και μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, κάτι που, όπως είπε, είδε θετικά με μία δόση ρομαντισμού και αφέλειας. Δεν είχε, όπως είπε, καμία νομική κατάρτιση, ούτε γνώριζε τη διαφορά μεταξύ απόδειξης και ένδειξης. «Φαρμακοποιός είμαι», είπε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι πέρασε ψυχολογική αξιολόγηση και του ζητήθηκε να έχει συνοδεία και να ενημερώνει για τις μετακινήσεις του. Δεν είχε, τόνισε, κανένα προσωπικό όφελος από τη διαδικασία.
Ωστόσο, μετά την κατάθεσή του, το όνομά του διέρρευσε στα μέσα ενημέρωσης και άρχισε να δέχεται τηλεφωνήματα από δημοσιογράφους, γεγονός που τον απογοήτευσε. «Λέει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών ότι πάει στη Βουλή η δικογραφία. Το όνομά μου είχε διαρρεύσει από την πρώτη εβδομάδα που κατέθεσα, με έπαιρναν δημοσιογράφοι. Εκεί απογοητεύτηκα. Μπήκα σε ένα τούνελ και πήρα απόφαση να κάνω αυτή τη δουλειά. Μπορεί να μην έφταιγαν οι εισαγγελείς, μπορεί να ήταν ευθύνη αστυνομικών η διαρροή του ονόματός μου. Εγώ δεν είχα καμία προσυνεννόηση με κανένα Παπαγγελόπουλο, ούτε μου έβαλε πιστόλι στον κρόταφο η Τουλουπάκη. Ηταν θεσμική απέναντί μου. Κατέθεσα γεγονότα που ήξερα και για άλλα έλεγα “είδα αυτό, μου είπε ο Φρουζής το άλλο”. Οσα γνώριζα είπα και ήξερα ότι μιλάω για μια εξαιρετικά διεφθαρμένη εταιρεία», ανέφερε μεταξύ άλλων.
Αναφερόμενος στον Δημήτρη Αβραμόπουλο, σημείωσε ότι στην πρώτη του κατάθεση υπήρξαν λάθη και ότι δεν είχε στόχο να κυνηγήσει πρόσωπα, αλλά να βοηθήσει τη Δικαιοσύνη, ενεργώντας με ένα είδος… ακτιβισμού στον θεσμό του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος. Επανέλαβε ότι κατέθετε όσα είχε ακούσει και παρέπεμψε σε δήλωσή του κατά τη διάρκεια της δίκης. Πολλά απ’ όσα ανέφερε τού είχαν μεταφερθεί από τον κ. Φρουζή.
Εξηγώντας τον τρόπο που του μεταφέρθηκαν οι πληροφορίες περί χρηματισμού, εξήγησε πως είχε ερωτήσεις όταν διαπίστωνε ότι αφαιρούνταν χρήματα από το μπάτζετ του τμήματός του και όταν ρωτούσε τον Φρουζή, του απαντούσε: «Ξέρεις τώρα καιγόμαστε, πρέπει να δώσουμε στον Σαλμά». Πρόσθεσε δε, ότι του είχε μεταφερθεί ότι «ο Γεωργιάδης ξεπλένει από τις τηλεπωλήσεις» και ότι, μολονότι ο ίδιος δεν είχε αποδείξεις, μετέφερε όσα του είχαν ειπωθεί και όσα άκουγε στον χώρο της αγοράς. Οπως είπε, οι εισαγγελείς δεν τον ρώτησαν περαιτέρω αν έχει αποδείξεις, ενώ δήλωσε ρητά ότι δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας δωροδοκιών.
Πρόεδρος: Για τον κ. Γεωργιάδη δεν θα έπρεπε να έχετε παραπάνω στοιχεία για να κατηγορήσετε; Είναι βαριά κατηγορία το ξέπλυμα…
Κατηγορούμενος: Εγώ λέω τι άκουγα. Τι μου έλεγε ο Φρουζής, τι έβλεπα. Η έρευνα ανήκει στον εισαγγελέα, δε θα την κάνω εγώ. Εγώ είπα όσα γνώριζα. Δεν ήμουν αυτόπτης μάρτυρας δωροδοκιών.
Πρόεδρος: Δεν λέμε βέβαια πράγματα που δεν έχουμε διασταυρώσει γιατί έχουμε και την ευθύνη της κατάθεσής μας.
Κατηγορούμενος: Δεν τα ήξερα εγώ αυτά. Εγώ έλεγα όσα γνώριζα για τις πρακτικές. Εκείνοι μου έδωσαν δύο καθεστώτα προστασίας, πώς να φανταστώ ότι κάνω κάτι λάθος; Με το φτωχό νομικά μυαλό μου πίστευα ότι σωστά τα κάνω.
Παρουσίασε επίσης αρχείο, στο οποίο περιλαμβανόταν non paper που φερόταν να έχει συνταχθεί από την Ιωάννα Ρούμπου, στέλεχος της Novartis, και αφορούσε πολιτικές αποφάσεις που ευνοούσαν την εταιρεία. Σύμφωνα με τον ίδιο, το σημείωμα κατέληξε πιθανόν σε συνεργάτη του Αδωνι Γεωργιάδη, τον Μανιαδάκη, και ανέφερε ότι οι πολιτικές οδηγίες υλοποιούνταν πλήρως, αν και δεν τις χαρακτήρισε παράνομες, αλλά ευνοϊκές για τη Novartis.
Αναφέρθηκε και σε έγγραφο όπου εμφανίζονταν ποσά δίπλα σε ονόματα πολιτικών, λέγοντας: «Υπάρχει χαρτί με ποσά δίπλα σε πολιτικούς. Εχεις αρχείο μπάτζετ, καταρτίζεις προϋπολογισμό και βάζει ο άλλος ονόματα πολιτικών. Γιατί τα βάζει; Τα έβαλε στην τσέπη του ο Φρουζής; Δεν το ξέρω. Τα πήραν πολιτικοί; Δεν το ξέρω. Θα μπορούσε να τα έβαζε ως μπάτζετ δωροδοκιών και να τα καρπωνόταν ο ίδιος. Τα λεφτά που είχε, ψωμί κι ελιά να έτρωγε, δεν έβγαιναν. Αδικαιολόγητος πλουτισμός στον Φρουζή και τον Μανιαδάκη βρέθηκε. Τα έτρωγαν μεταξύ τους; Δεν το ξέρω. Εχω πει για τον Φρουζή βαριές κατηγορίες. Είναι για ισόβια. Σε μένα δεν έχει κάνει τίποτα. Εχει κάνει παντού μηνύσεις».
Σε άλλο σημείο, περιέγραψε σκηνικό κρίσης στη Novartis, μετά την υπόθεση Τσενεκίδη, όπου ζητήθηκε η συνδρομή της εταιρείας επικοινωνίας V&O για χαρτογράφηση της αγοράς, ακόμα και πολιτικών και δικαστικών. «Μετά την απόπειρα Τσενεκίδη… φωτιά στα μπατζάκια μας. Εγινε συνάντηση τύπου “καίγεται το σαλόνι”, θέλουμε βοήθεια. Πήραν την V&O για να κάνουν χαρτογράφηση της αγοράς. Δικαστές, πολιτικούς, τους πάντες. Δίπλα στον κ. Γεωργιάδη έχει “καμία επαφή γιατί έχει πιθανή εμπλοκή στην υπόθεση της Novartis”. Τα έγραφαν μετά. Αυτά τα έβλεπαν σοβαρά άτομα. Εγώ ξέρω ότι η Novartis έκανε εγκλήματα. Μόνο ότι είχε μαύρο ταμείο είναι έγκλημα».
«Εγώ δεν είμαι εισαγγελέας. Εγώ πληροφορίες έδωσα, άλλοι έπρεπε να τα ψάξουν. Εχασα δουλειές, τα παιδιά μου έβλεπαν πράγματα στο διαδίκτυο. Κυκλοφορούσα με αστυνομικό πέντε χρόνια. Εγώ αυτά δεν τα περίμενα. Που στήθηκαν δέκα κάλπες στη Βουλή. Αν με ρωτούσε τώρα κανείς αν θα το ξαναέκανα, θα έλεγα όχι, σε καμία περίπτωση», είπε χαρακτηριστικά.
Σε άλλο σημείο της απολογίας του, αναφερόμενος στον κεντρικό τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, ανέφερε: «Ημουν πολύ προσεκτικός με τον κ. Στουρνάρα. Δεν είπα ποτέ ότι δωροδοκήθηκε. Εγώ είπα για επηρεασμό κρατικών αξιωματούχων, δεν είπα εγώ χρηματισμό. Δεν είπα ποτέ ότι χρηματίστηκε ο Στουρνάρας. Ούτε καν υπονόησα. Εχω υπάρξει σε συνάντηση Φρουζή, Στουρνάρα, Νικολοπούλου. Ποτέ δεν είπα ότι δωροδοκήθηκε, απορώ ποια είναι η κατηγορία».
Δήλωσε πως δεν είχε καμία πρόθεση να καταστρέψει ανθρώπους και πως δεν φανταζόταν την έκταση που θα έπαιρνε η υπόθεση. «Εχασα δουλειές, είχα αστυνομική συνοδεία επί πέντε χρόνια και τα παιδιά μου υπέστησαν επιπτώσεις. Αν με ρωτούσε τώρα κανείς αν θα το ξαναέκανα, θα έλεγα όχι, σε καμία περίπτωση».
Περίπτωση Λοβέρδου
Σχετικά με τον Ανδρέα Λοβέρδο ανάφερε πως γνωρίζει ότι κανονίστηκε συνάντηση του Φρουζή σε σπίτι δημοσιογράφων για την προώθηση φαρμάκου. «Σύμφωνα με τον Φρουζή έπρεπε να δωροδοκηθεί ο Λοβέρδος εδώ και τώρα. Επρεπε από το υπάρχον μπάτζετ να τραβήξει 200.000 για να δωροδοκήσει Λοβέρδο, αλλά θα έκανε τρύπα στον προϋπολογισμό και θα ζητούσε έξτρα μπάτζετ. Οπότε είχε τα 200.000 από τα μπάτζετ των τμημάτων του και η τρύπα θα έκλεινε λίγα λεπτά αργότερα αν πήγαινε καλά η συνάντηση για το Gilenya. Εγινε η συνάντηση και ο Φρουζής έστειλε email σε ανώτερο στέλεχος από το blackberry. Μου ζητήθηκε να κάνω παρουσίαση στη συνέχεια για το έξτρα μπάτζετ και να κολλήσω το email στο slide της παρουσίασης», είπε ο κατηγορούμενος και ανέγνωσε το σχετικό email στο δικαστήριο, όπου υπήρχε αίτημα για αύξηση του μπάτζετ κατά 200.000 ευρώ με αναφορά σε «επιστροφή της επένδυσης» και «συμμαχίες με όλα τα κόμματα γιατί έρχεται κυβέρνηση συνεργασίας».
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι, εξαιτίας των ενεργειών του Ανδρέα Λοβέρδου, η Novartis απολάμβανε ευνοϊκής μεταχείρισης και προνομιακής πληροφόρησης έναντι των υπολοίπων φαρμακευτικών εταιρειών. Oπως ανέφερε, ο τότε υπουργός Υγείας είχε έγκαιρη και εσωτερική πληροφόρηση για την πρόθεση του κράτους να αποπληρώσει τα χρέη του προς τις εταιρείες φαρμάκων με κρατικά ομόλογα.
Ο ίδιος φέρεται να μετέφερε αυτή την πληροφορία στη Novartis πριν ακόμη ψηφιστεί η σχετική ρύθμιση, επιτρέποντάς της να προχωρήσει εγκαίρως σε συμφωνία με την Εθνική Τράπεζα για την άμεση ρευστοποίηση των ομολόγων, έναντι προμήθειας. Με αυτόν τον τρόπο, όπως τόνισε ο κατηγορούμενος, η εταιρεία προηγήθηκε των ανταγωνιστών της, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν όταν η πληρωμή με ομόλογα ανακοινώθηκε επισήμως.
«Η Novartis είχε ήδη κινηθεί, ενώ οι υπόλοιπες εταιρείες, όταν έλαβαν τα ομόλογα, δεν ήξεραν πώς να τα διαχειριστούν. Κάποιες τα ρευστοποίησαν με μεγάλες ζημίες, ενώ όσες τα κράτησαν, υπέστησαν τεράστιο πλήγμα με το PSI. Ορισμένες μάλιστα οδηγήθηκαν σε λουκέτο», ανέφερε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε: «Η προνομιακή αυτή ενημέρωση δεν ήταν απλώς πλατίνα και διαμάντι, αλλά ήταν ο λόγος που η Novartis δεν έφυγε από την Ελλάδα».
Η εισαγγελέας με τις ερωτήσεις της αμφισβήτησε ότι ο Ανδρέας Λοβέρδος έδωσε την προνομιακή ενημέρωση στη Novartis. Ο κατηγορούμενος απάντησε ότι εκείνος γνωρίζει πολλά από αυτά που έχει ακούσει, αλλά δεν είναι εισαγγελέας για να διασταυρώσει τα στοιχεία αυτά. «Oταν λέμε ό,τι υποθέτουμε ή φανταζόμαστε το λέμε, δεν λέμε γνωρίζω» σχολίασε η εισαγγελική λειτουργός.
Εισαγγελέας: Δεν τα καταθέσατε όπως έπρεπε για να είστε προστατευμένος, όπως απαιτεί ο ποινικός κώδικας. Αυτή είναι η δική μου άποψη.
Κατηγορούμενος: Δεν είχα γνώση εγώ για τον τρόπο της κατάθεσης. Δεν είχα δόλο σε καμία περίπτωση. Hθελα εγώ να καταμηνυθώ; Δεν είπα εγώ ποτέ ψέματα.
Εισαγγελέας: Κατά την άποψή σας.
Τέλος, ο κατηγορούμενος σε σημείο της απολογίας του, αναφερόμενος στο φάρμακο Gilenya, είπε φορτισμένος: «Εγιναν εξωπραγματικά γεγονότα, όλη η αγορά βοούσε. Κάτι έγινε εκεί πέρα, αυτή την πεποίθηση είχα, δεν μπορούσα να αποκρύψω τέτοια καραμπινάτα γεγονότα. Ημουν ισχυρά πεπεισμένος ότι κάτι έχει γίνει και το κατέθεσα με μεγάλο σθένος».