ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η Ελλάδα που ξέραμε και η Ελλάδα του σήμερα

Πώς ήταν η χώρα που χρεοκόπησε πριν από 14 χρόνια, σε σύγκριση με τη χώρα που ψηφίζει σήμερα;

Kathimerini.gr

Γιάννης Παλαιολόγος

Οι σημερινές εκλογές είναι οι δεύτερες μετά το τέλος των μνημονίων. Εχουν περάσει 14 χρόνια από τον εκλογικό θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ, τον οποίο ακολούθησε η διολίσθηση στην πρωτοφανούς διάρκειας και σφοδρότητας οικονομική κρίση, η είσοδος στη Βουλή μιας ακροδεξιάς εγκληματικής οργάνωσης, η «περήφανη διαπραγμάτευση» του 2015, η μεταναστευτική κρίση. Και πιο πρόσφατα, η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και το ενεργειακό σοκ.

Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα, παρότι φλέρταρε πολλές φορές με την καταστροφή, η Ελλάδα έχει βγει ισχυρότερη. Με επίμονες θεσμικές αδυναμίες, αλλά πιο εξωστρεφής, οικονομικά πιο εύρωστη και πιο σταθερά αγκυροβολημένη στον πυρήνα της δυτικής συμμαχίας.

Η «Κ» απευθύνθηκε σε φίλους και μελετητές της Ελλάδας, που ξέρουν την πρόσφατη πολιτική ιστορία, και τους ζήτησε μια απάντηση στο ερώτημα και μια πρόβλεψη για το μετεκλογικό μέλλον.

Τα πάθη (έστω βουβά, όπως φέτος) της προεκλογικής περιόδου δεν διευκολύνουν μια πιο μακροσκοπική ματιά. Η «Κ» συνεπώς ζήτησε από τέσσερις ξένους παρατηρητές, όλοι τους γνώστες της Ελλάδας, να γράψουν για την Ελλάδα του 2023 και πώς διαφέρει από παλαιότερες εκδοχές της.

Το κλειδί ήταν η «κωλοτούμπα»

Του Κέβιν Φέδερστοουν

Για την Ευρωπαϊκή Ενωση, η «κωλοτούμπα» του Ιουλίου 2015 ήταν πολύ πιο σημαντική από το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019 ή του 2023. Εκτοτε, η Ευρώπη έχει χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να μετακινήσει το εκκρεμές στο κομματικό σύστημα.

Μπλοκάροντας τα αιτήματα του ΣΥΡΙΖΑ, ενθάρρυνε την εστίαση στη διαχειριστική ικανότητα και στην εμπιστοσύνη. Η τοξικότητα της αντιπαράθεσης μνημονίου – αντιμνημονίου ξεπεράστηκε και η διακυβέρνηση πέρασε στα χέρια των «Ενηλίκων στην αίθουσα». Η ατζέντα της ελληνικής πολιτικής είναι πλέον οριοθετημένη από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Το περιθώριο για «ακρότητες» έχει περιοριστεί, αν και η βούληση για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις παραμένει ανοικτό ζήτημα.

Υπάρχει ένας παραλληλισμός με το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Λιζ Τρας επιδίωξε κι αυτή ανέφικτους στόχους και παραλίγο να διαλύσει την οικονομία. Η ειρωνεία είναι ότι η νεοφιλελεύθερη Τρας ανετράπη από τις χρηματαγορές. Ο λαϊκισμός παραμένει ζωντανός, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στην Ελλάδα: κάποιοι μιλούν για επάνοδο του Μπόρις Τζόνσον. Αλλά κι εκεί το εκκρεμές έχει μετακινηθεί προς ένα άλλο είδος ηγέτη: ο Ρίσι Σούνακ παρουσιάζει τον εαυτό ως ικανό να φέρει αποτελέσματα. Δεν έχει το επικοινωνιακό χάρισμα του Μπόρις, αλλά υπόσχεται εμπιστοσύνη και διαχειριστική ικανότητα.

Ο κίνδυνος σε αυτό το ιδεολογικά αποφορτισμένο κλίμα προκύπτει όταν οι πολιτικές του «τεχνοκράτη» ηγέτη δεν αποδίδουν. Η βρετανική οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση, παρά την υποτιθέμενη «ανάκτηση ελέγχου» μετά το Brexit. Η αντίδραση της κυβέρνησης Σούνακ είναι να στραφεί σε «πολέμους κουλτούρας» με την αντιπολίτευση.

Στην Ελλάδα, το φρικτό δυστύχημα στα Τέμπη ήταν πραγματικά μια συστημική αποτυχία. Πέρα από το τραγικό ανθρώπινο λάθος, μας υπενθύμισε την κακοδιαχείριση και τη διαφθορά που χαρακτηρίζουν το ελληνικό κράτος. Η αποτυχία των θεσμών δεν είναι κάτι καινούργιο στην Ελλάδα. Η αλλαγή ηγέτη ή του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία δεν αρκεί – υπάρχουν πολλά ακόμη που πρέπει να διορθωθούν, αν βρεθεί κάποια κυβέρνηση επαρκώς θαρραλέα.

Το σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ένα πιο προσωποποιημένο ζήτημα εμπιστοσύνης, καθώς ο πρωθυπουργός έθεσε την ΕΥΠ υπό την άμεση εποπτεία του. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν οι αναφορές περί σύμπραξης μεταξύ ιδιωτικών συμφερόντων και των υπηρεσιών ασφαλείας. Αλλά δεν είναι το πρώτο τέτοιο σκάνδαλο στην Ελλάδα – και πολλοί ψηφοφόροι φαίνεται να θεωρούν ότι αυτές οι πρακτικές είναι μέρος της πολιτικής. Με το σκοτεινό παρελθόν πάντως να αναδύεται και σε αυτήν την υπόθεση και τις φιλελεύθερες αρχές να παραβιάζονται, το ερώτημα είναι: ποιος θα φέρει την κάθαρση;

Μετά την «κωλοτούμπα», οι ψηφοφόροι αναζητούν ικανούς διαχειριστές τους οποίους μπορούν να εμπιστευθούν, αντί για τους «ηρωικούς» αγωνιστές του παρελθόντος. Το βαθύτερο ζήτημα παραμένει, ωστόσο: πόσες μεταρρυθμίσεις αντέχει το εκλογικό σώμα;

Ο κ. Κέβιν Φέδερστοουν είναι διευθυντής του Ελληνικού Παρατηρητηρίου στο London School of Economics.

Μια χώρα πιο προβλέψιμη

Του Ιαν Ο. Λέσερ

Επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Ελλάδα το 1980. Ως φοιτητής στο Λονδίνο, αναζητούσα τον ήλιο της Μεσογείου. Φθάνοντας με πλοίο στην Πάτρα, με υποδέχθηκε χιονοθύελλα.

Η χώρα είναι ακόμη γεμάτη εκπλήξεις. Μετά πολλά χρόνια συχνών επισκέψεων, είχα την τύχη να ζήσω στην Αθήνα για ένα διάστημα το 2007, μια χρονιά άνθησης πριν από την κρίση. Τα χρόνια έκτοτε έχουμε γίνει μάρτυρες τεράστιων πιέσεων και αντοχών. Eχουμε δει επίσης τη μεταμόρφωση των σχέσεων της Ελλάδας με τους διατλαντικούς εταίρους της.

Για πολλούς φίλους της Ελλάδας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, τα χρόνια της οικονομικής κρίσης έδειξαν μια βαθιά έλλειψη συνοχής και αλληλεγγύης εντός της Ε.Ε. Oποιες κι αν ήταν οι ελλείψεις στην οικονομική πολιτική της Ελλάδας (και άλλων) στα χρόνια πριν από την κρίση, η Αθήνα θα έπρεπε να είχε λάβει μεγαλύτερη υποστήριξη από τους εταίρους της στην Ευρωζώνη. Αυτή ήταν σίγουρα η άποψη της Ουάσιγκτον, όπου η κυβέρνηση Ομπάμα είχε πλήρη αντίληψη του κινδύνου αποδέσμευσης της Νότιας Ευρώπης από τη δυτική συμμαχία. Η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας είναι μια μαρτυρία της ανθεκτικότητας μιας χώρας που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας.

Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε επίσης επανάσταση στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε υψηλό σημείο. Πρόκειται για μια δομική αλλαγή στη νοοτροπία και στην πολιτική που καλύπτει πολλές ελληνικές και αμερικανικές κυβερνήσεις. Υπήρξε επίσης μια παράλληλη, αν και λιγότερο δραματική, αλλαγή στις σχέσεις με βασικούς Ευρωπαίους συμμάχους, κυρίως στην πολιτική ασφάλειας. Η στρατηγική εταιρική σχέση με τη Γαλλία είναι μέρος αυτής της εξίσωσης, ταυτόχρονα με μια λιγότερο εθνικιστική στάση στα Δυτικά Βαλκάνια και τη στενή συνεργασία με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο στην Ανατολική Μεσόγειο.

Πώς εξηγούνται αυτές οι αλλαγές; Μπορεί να αποδοθούν, εν μέρει, στην άνοδο μιας νέας γενιάς στην εξουσία και στην εξασθένηση των ιδεολογικών εμποδίων για τη στενότερη ευθυγράμμιση με τους διατλαντικούς και περιφερειακούς εταίρους. Ζωτικές διμερείς σχέσεις έχουν επίσης επωφεληθεί από τη συμβολή ταλαντούχων διπλωματών. Αλλά ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας είναι η εξέλιξη του στρατηγικού περιβάλλοντος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι πιο έντονοι κίνδυνοι απαιτούν πιο προβλέψιμες συμμαχίες – και η γεωπολιτική σκηνή σήμερα δεν χαρακτηρίζεται από έλλειψη κινδύνων, από τις αψιμαχίες στο Αιγαίο μέχρι τις επιπτώσεις στην περιοχή του πολέμου στην Ουκρανία, από την ενεργειακή ασφάλεια έως τις μεταναστευτικές κρίσεις. Η τελευταία δεκαετία υπογραμμίζει τη σημασία τού να είσαι «εκ των έσω» σε έναν πιο ριψοκίνδυνο κόσμο.

Ο κ. Ιαν Ο. Λέσερ είναι αντιπρόεδρος του German Marshall Fund of the United States.

Εγκαρτέρηση και συμμάζεμα

Του Ρόντρικ Μπίτον

Στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 δολοφονήθηκε στα Εξάρχεια ο μαθητής Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Το τραγικό και ασυγχώρητο γεγονός προκάλεσε κύμα αποστροφής σε όλη σχεδόν την ελληνική κοινωνία. Οι μέρες που ακολούθησαν σημαδεύτηκαν από βίαια επεισόδια στην Αθήνα και ανά την Ελλάδα. Σύμφωνα με την αρθρογραφία της εποχής, κυριαρχούσε μια αίσθηση αποσύνθεσης της κοινωνίας. Οι διαδηλωτές δεν ανήκαν σε κάποια οργανωμένη παράταξη, ούτε είχαν συγκεκριμένα αιτήματα. Δεν υπήρχε κάποιο πολιτικό πρόγραμμα που υποσχόταν να διορθώσει την κατάσταση.

Ενα χρόνο αργότερα, ξεσπάει η κρίση. Η κοινωνία, ήδη διχασμένη και απογοητευμένη, είναι εντελώς ανέτοιμη. Ξεκινάει, από την άνοιξη του 2010, μια περίοδος έντονης αναταραχής, με τους Ελληνες να διαμαρτύρονται για τις αθετημένες υποσχέσεις των πολιτικών, τις τεράστιες απώλειες εισοδήματος και τη σκληρή στάση και την αδιαλλαξία των ευρωπαϊκών θεσμών. «Οργή λαού», κατά το κοινώς λεγόμενο. Η φάση αυτή της κρίσης κορυφώθηκε το 2012. Στη συνέχεια, κάτι αλλάζει στον χαρακτήρα της λαϊκής αντίδρασης στην πολιτική της λιτότητας. Αντί να κάψουν τις τράπεζες, οι Ελληνες ψηφοφόροι στρέφονται στις κάλπες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα έως τότε μικρό κοινοβουλευτικό κόμμα της Αριστεράς, καβαλάει το κύμα της οργής και εκτοξεύεται στην εξουσία.

Πιστή στις αντιμνημονιακές πεποιθήσεις της, η νέα κυβέρνηση φτάνει τη σύγκρουση με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ στα άκρα. Οι δανειστές της χώρας δεν αλλάζουν γραμμή όμως, ούτε με το βροντερό «Οχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Ο Αλέξης Τσίπρας αλλάζει πορεία, υπογράφει νέο μνημόνιο και, βήμα βήμα, χαράσσεται ο δρόμος που θα οδηγήσει στη διέξοδο από την πολυετή «κρίση». Δεν γίνονταν πια μεγάλες διαδηλώσεις – από την κούραση και την απελπισία, λένε πολλοί. Αλλά πιστεύω ότι κάτω από το φαινόμενο αυτό λανθάνει μια πιο σημαντική εξέλιξη.

Ενώ τα παράπονα του 2008 ήταν εν πολλοίς χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο, κάτω από την πιο σκληρή δοκιμασία της επόμενης δεκαετίας ο ελληνικός λαός έδειξε την αντοχή και την εγκαρτέρησή του. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί και σε άλλες κρίσιμες στιγμές της νεότερης ιστορίας του τόπου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ελληνική κοινωνία, όταν χτυπήθηκε από το τρίτο πλήγμα, τον κορωνοϊό, ήταν έτοιμη. Αντέδρασε οργανωμένα και με πειθαρχημένο τρόπο. Γι’ αυτό και οι απώλειες από την COVID-19 στην Ελλάδα, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της πανδημίας, ήταν σχετικά λιγότερες από ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου.

Εν ολίγοις, άλλαξε σημαντικά η Ελλάδα από το 2008 – και άλλαξε προς το καλύτερο. Κατά κάποιον τρόπο, και υπό τις πιο βάναυσες συνθήκες, συμμαζεύτηκε η ελληνική κοινωνία. Και σήμερα έχει ξαναβρεί την αυτοπεποίθηση που, προφανώς, όποια και να ήταν η αιτία, της έλειπε 15 χρόνια πριν.

Ο κ. Ρόντρικ Μπίτον είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο King’s College London. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σκωτία. Πολιτογραφήθηκε Ελληνας
τον Μάρτιο του 2023.

Καλύτερο αποτέλεσμα μια κυβέρνηση συνεργασίας

Του Χιούγκο Ντίξον

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αξίζει μια δεύτερη κυβερνητική θητεία, με μια σημαντική προϋπόθεση: να στηριχθεί σε μια συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ, γιατί αυτό θα ήταν το καλύτερο για την Ελλάδα. Είναι η μόνη ρεαλιστική ελπίδα να λυθεί η υπόθεση των υποκλοπών του Predator, που έχει αμαυρώσει τη δημοκρατία στη χώρα.

Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας έχει δικαίως κερδίσει επαίνους για τη διαχείριση της οικονομίας, ιδίως για την προσέλκυση επενδυτών και την ψηφιακή διακυβέρνηση. Αν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας της COVID-19 η οικονομία παρουσίασε σημαντική πτώση, επανέκαμψε έκτοτε δυναμικά. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα έχει ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Eνωσης από τότε που ο Μητσοτάκης έγινε πρωθυπουργός.

Επίσης, διαχειρίστηκε αποτελεσματικά την πανδημία. Παρόλο που η κυβέρνηση δημιούργησε μεγάλα ελλείμματα για να ανακουφίσει τον πληθυσμό από την πανδημία, ο πληθωρισμός μείωσε τον δείκτη χρέους και η Ελλάδα βρίσκεται τώρα κοντά στο να ανακτήσει την επενδυτική της βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας.

Η χώρα εξακολουθεί να είναι φτωχότερη από ό,τι ήταν πριν από την κρίση, αλλά είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς άλλον πρωθυπουργό που θα μπορούσε να κάνει καλύτερη δουλειά στην αποκατάσταση των ζημιών των προηγούμενων ετών.

Ο Μητσοτάκης έχει σίγουρα μεγαλύτερη αξιοπιστία από τον Αλέξη Τσίπρα. Παρόλο που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο μετρημένος από το 2015, όταν παραλίγο να οδηγήσει την Ελλάδα στον γκρεμό, οι επενδυτές δεν θα ήταν ενθουσιασμένοι με μια επάνοδό του – ειδικά αν έπρεπε να στηριχθεί στην υποστήριξη του Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος φέρει τεράστια ευθύνη για εκείνη την παραλίγο μοιραία κατάσταση.

Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας αξίζει επίσης τα εύσημα για την εξωτερική του πολιτική. Εχει υιοθετήσει μια σταθερή στάση κατά της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και είναι δικαίως επιφυλακτικός απέναντι στην Κίνα.

Ωστόσο, ο Μητσοτάκης δεν έχει δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξάλειψη της διαφθοράς. Για παράδειγμα, έδωσε ουσιαστικά αμνηστία σε μεγάλους φοροφυγάδες και καθάρισε το μητρώο πολλών κεφαλαιούχων που κατηγορούνται για εγκληματική απιστία.

Και φυσικά υπάρχει και το Predator. Ο πρωθυπουργός άργησε να δράσει όταν βγήκαν στην επιφάνεια οι πρώτες πληροφορίες για το πώς χρησιμοποιούνταν το κατασκοπευτικό λογισμικό στην Ελλάδα. Επίσης, έδειξε ελάχιστο ενθουσιασμό να διερευνήσει την υπόθεση, ακόμη κι όταν προέκυψαν στοιχεία ότι παρακολουθούνταν πολιτικοί, δημοσιογράφοι και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες.

Ο Μητσοτάκης υποστηρίζει ότι η ίδια η κυβέρνηση δεν εμπλέκεται. Εντούτοις, υπάρχουν έμμεσες ενδείξεις που δημιουργούν υποψίες για διασυνδέσεις μεταξύ κυβερνητικών στελεχών και του Predator. Πώς μπορεί ο πρωθυπουργός να είναι σίγουρος αν δεν υπάρξει ενδελεχής ανεξάρτητη έρευνα;

Μπορεί η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ να μοιάζει απίθανη. Εξάλλου, ο Νίκος Ανδρουλάκης δηλώνει ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τον Μητσοτάκη – και ο πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν θα ήταν κατάλληλος κυβερνητικός εταίρος.

θα ήταν φρόνιμο, ωστόσο, ο Ανδρουλάκης να αλλάξει στάση μετά τις εκλογές της επόμενης Κυριακής, οι οποίες δεν θα δώσουν σε κανένα κόμμα πλειοψηφία. Αντί να επιμένει στην απομάκρυνση του Μητσοτάκη ως αντάλλαγμα για να συμφωνήσει σε συγκυβέρνηση, θα πρέπει να απαιτήσει μια ενδελεχή ανεξάρτητη έρευνα για την υπόθεση Predator. Μια επιλογή θα ήταν μια κοινοβουλευτική επιτροπή, χωρίς περιορισμούς στο ποιους θα καλέσει να καταθέσουν στοιχεία.

Αν ο Ανδρουλάκης συνεχίσει να αρνείται να συνεργαστεί με τον Μητσοτάκη, το ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει να συρρικνωθεί στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Αν υποθέσουμε ότι η Νέα Δημοκρατία έρχεται πρώτη, ο πρωθυπουργός θα υποστηρίξει ότι νομιμοποιείται να παραμείνει στη θέση του και ότι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ έχει παράλογες απαιτήσεις.

Από την άλλη πλευρά, αν ο Ανδρουλάκης δηλώσει διατεθειμένος να συνεργαστεί με τον Μητσοτάκη, με την προϋπόθεση να υπάρξει ανεξάρτητη έρευνα για το Predator, ο πρωθυπουργός θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Αν δεν συμφωνήσει, το αφήγημα του ΠΑΣΟΚ πηγαίνοντας σε δεύτερες –και ενδεχομένως τρίτες– εκλογές, θα είναι ότι ο Μητσοτάκης έχει κάτι να κρύψει. Ο Ανδρουλάκης θα μπορεί τότε ευκολότερα να αποτρέψει τους ψηφοφόρους του από το να αλλάξουν στρατόπεδο.

Ο Μητσοτάκης πιθανώς να πει ότι σε μια συγκυβέρνηση με τον Ανδρουλάκη θα είναι αδύνατον να υπάρξει συμφωνία σε κρίσιμα πολιτικά ζητήματα. Ωστόσο, τα δύο κόμματα δεν απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους σε θέματα οικονομίας.

Υπάρχει τεταμένο κλίμα μεταξύ των δύο ανδρών, αλλά θα πρέπει και οι δύο να σκεφθούν τι είναι καλύτερο για το έθνος. Δεν αξίζει στην Ελλάδα μια ακμάζουσα οικονομία και μια εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας;

O κ. Χιούγκο Ντίξον είναι δημοσιογράφος.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση

X