ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

«Πιο ισχυρό το οπλοστάσιο θεραπειών» – Γιατροί μιλούν στην «Κ»

Γιατροί και λοιπό υγειονομικό προσωπικό συνεχίζουν την αδιάλειπτη μάχη απέναντι στον επίμονο και ύπουλο αντίπαλο

Kathimerini.gr

Πέννυ Μπουλούτζα

Με πιο ισχυρό οπλοστάσιο θεραπειών, τεκμηριωμένη γνώση και εμπειρία ενός και πλέον έτους στην αντιμετώπιση των ασθενών με COVID-19, γιατροί και λοιπό υγειονομικό προσωπικό συνεχίζουν την αδιάλειπτη μάχη απέναντι στον επίμονο και ύπουλο αντίπαλο, έχοντας πλέον έναν πολύ δυνατό σύμμαχο: τους εμβολιασμούς έναντι της νόσου. Από τα «αχαρτογράφητα νερά» του πρώτου κύματος, έως αυτή την εν εξελίξει έξαρση της πανδημίας οι επιστήμονες έμαθαν πολλά: δηλώνουν «εξοικειωμένοι» με την ασθένεια, με καλύτερη γνώση της παθοφυσιολογίας της, φάρμακα που τεκμηριωμένα μπορούν να βοηθήσουν κάποιους ασθενείς, και εργαλεία τα οποία αν και –όπως δηλώνουν– φοβήθηκαν να χρησιμοποιήσουν στην αρχή, τώρα έχουν οδηγήσει στην καλύτερη διαχείριση των ασθενών και στην αποτροπή της εισαγωγής σε ΜΕΘ σε ποσοστό που με βάση την κλινική εμπειρία μπορεί να φτάνει και το 30%. Τονίζουν ωστόσο ότι δεκατέσσερις μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας «φάρμακο που να θεραπεύει την COVID-19 δεν υπάρχει» και δηλώνουν «ο ιός αυτός δεν παύει να μας εκπλήσσει».

Προς το παρόν, η κατάσταση στα νοσοκομεία παραμένει οριακή. «Γεμάτες μονάδες, βαριά ασθενείς, μικρότερες ηλικίες. Στις ΜΕΘ, την όποια αποκλιμάκωση αυτού του κύματος θα τη δούμε τελευταίοι.

Ακόμα είναι πολύ νωρίς», επισημαίνει στην «Κ» η καθηγήτρια ΕΚΠΑ, πνευμονολόγος – εντατικολόγος και υπεύθυνη λειτουργίας της ΜΕΘ της Α΄ Πανεπιστημιακής Πνευμονολογικής κλινικής ΕΚΠΑ στο «Σωτηρία», Αντωνία Κουτσούκου. Οπως σημειώνει, «είμαστε εξοικειωμένοι πλέον με την ασθένεια. Σίγουρα δεν είμαστε όπως τον Μάρτιο του 2020, που η νόσος ήταν καινούργια και δεν ξέραμε τι θα αντιμετωπίσουμε. Εχουμε την εμπειρία ενός έτους στο πώς θα χειριστούμε τους ασθενείς και για το πώς αυτοί “απαντούν” στους χειρισμούς μας. Αν και δεν παύει να μας εκπλήσσει αυτός ο ιός, με τις εκδηλώσεις του, την αντίδραση των ασθενών στη νόσο και κυρίως την αδυναμία μας να προβλέψουμε ποιοι ασθενείς θα πάνε καλά και ποιοι είναι αυτοί που θα κάνουν τις σοβαρές επιπλοκές.

Και ακόμα δεν έχουμε κάτι που να αποτρέπει την εξέλιξη της ήπιας νόσου σε βαριά». Η κ. Κουτσούκου διευκρινίζει, «φάρμακο που να θεραπεύει την COVID-19 δεν έχουμε», σημειώνει ωστόσο ότι υπάρχουν πλέον δεδομένα για θεραπείες που τεκμηριωμένα βοηθούν τους ασθενείς.

«Γνωρίζουμε τεκμηριωμένα ότι η κορτιζόνη, ένα γνωστό και φθηνό φάρμακο, βοηθάει στην επιβίωση των ασθενών. Η ρεμντεσιβίρη, ένα αντιιικό φάρμακο, μπορεί να μειώσει τη διάρκεια των συμπτωμάτων, χωρίς όμως να επηρεάζει την έκβαση της νόσου, και κάποιοι αναστολείς του υποδοχέα της ιντελευκίνης 6 μάλλον βελτιώνουν την έκβαση σε ορισμένους ασθενείς.

Ολα τα υπόλοιπα φάρμακα είναι ακόμα σε έρευνα. Υπάρχει πάντα η αγωνία να υιοθετήσεις θεραπείες με βάση μικρές μελέτες, που αποδεικνύεται σε καλά σχεδιασμένες μελέτες με δύο ομάδες ασθενών ότι μάλλον κακό έκαναν και όχι καλό».

«Στο πρώτο πανδημικό κύμα δουλεύαμε σε αχαρτογράφητα νερά. Στην πορεία όμως μάθαμε πολλά για την COVID-19», επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής Πνευμονολογίας του ΕΚΠΑ στη Β΄ Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική στο «Αττικόν» και η πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας Στέλιος Λουκίδης. Και τονίζει: «Μάθαμε την αξία της αξονικής τομογραφίας στον έγκαιρο εντοπισμό των αλλοιώσεων στον πνεύμονα λόγω της λοίμωξης. Μάθαμε την αξία του οξύμετρου στη διαχείριση των ασθενών στο σπίτι και την πρώιμη αναγνώριση της επιδείνωσης από την πτώση του κορεσμού του οξυγόνου στο αίμα, πριν από την εκδήλωση δύσπνοιας.

Εχουμε κατασταλάξει σε κάποια θεραπευτικά πρωτόκολλα περισσότερο αποτελεσματικά –αν και όχι ιδανικά– σε σχέση με το πρώτο κύμα. Παραδείγματος χάριν, στην αρχή χορηγούσαμε στους ασθενείς υδροξυχλωροκίνη σε συνδυασμό με αζιθρομυκίνη που αποδείχθηκε εντελώς αναποτελεσματικό. Σταματήσαμε τις πρώιμες διασωληνώσεις, καθώς γίνεται αναχαίτιση της εξέλιξης της νόσου με τη χρήση των συσκευών χορήγησης οξυγόνου υψηλής ροής, που είναι και το μεγαλύτερο κέρδος, αφού εκτιμώ με βάση την κλινική εμπειρία ότι έχει μειώσει την πιθανότητα εισαγωγής σε μονάδα εντατικής θεραπείας κατά 30%.
Και τέλος, αποσαφηνίσαμε καλύτερα τις ομάδες υψηλού κινδύνου, που είναι η ηλικία και τα συνοδά νοσήματα αλλά και το υπερβάλλον σωματικό βάρος ανεξαρτήτως ηλικίας. Ολα αυτά μας βοήθησαν για την καλύτερη διαχείριση των ασθενών».

«Σίγουρα έχουμε πολύ καλύτερη γνώση για την παθοφυσιολογία της νόσου», αναφέρει στην «Κ» ο καθηγητής Ιατρικής και πρύτανης του ΕΚΠΑ Αθανάσιος Δημόπουλος. «Γνωρίζουμε ότι δεν είναι απλά μία πνευμονία αλλά μία συστηματική νόσος που μπορεί να προσβάλει πολλά όργανα.

Γνωρίζουμε πολύ καλύτερα πώς να χρησιμοποιούμε το οξυγόνο ως θεραπευτικό μέσο, δεδομένου ότι το χρειάζονται όλοι οι ασθενείς που εισάγονται για νοσηλεία. Εχουμε τη δυνατότητα να χορηγούμε οξυγόνο με ρινική κάνουλα σε υψηλή ροή, κάτι που έχει βοηθήσει πολλούς ασθενείς να αποφύγουν τη διασωλήνωση και τη μηχανική υποστήριξη της αναπνοής». Σύμφωνα με τον κ. Δημόπουλο, έχει γίνει πλέον σαφές και ποια φάρμακα μπορεί να βοηθήσουν κάποιους ασθενείς, ενώ υπάρχει καλύτερη γνώση για την υποστηρικτική αγωγή στους ασθενείς, όπως η χορήγηση αντιβίωσης όπου απαιτείται για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων.

«Γνωρίζουμε να χρησιμοποιούμε τα κορτικοειδή και συνήθως με τη δεξαμεθαζόνη που ενδείκνυται σε ασθενείς που λαμβάνουν οξυγόνο και παρουσιάζουν πυρετό. Γνωρίζουμε τη σημασία της χορήγησης αντιπηκτικής αγωγής σε πολλούς ασθενείς, αφού η λοίμωξη αυτή αυξάνει τον κίνδυνο θρόμβωσης. Εχουμε τη ρεμντεσιβίρη, για την αναστολή του πολλαπλασιασμού του ιού που είναι σχετικά αποτελεσματική σε μερικούς ασθενείς εφόσον χορηγηθεί νωρίς.

Σε κάποιους ασθενείς χορηγούμε μονοκλωνικά αντισώματα για να προλάβουμε ή να εμποδίσουμε την έντονη φλεγμονή που δημιουργεί ο ιός. Και φυσικά έχουμε πιο κατάλληλη υποστηρικτική αγωγή για τους ασθενείς. Ετσι η πρόγνωση των ασθενών είναι σήμερα πολύ καλύτερη από ό,τι ένα χρόνο πριν».

Νοσηλεία κατ’ οίκον

Η COVID-19 έχει φέρει στα όριά τους προσωπικό και υποδομές του ΕΣΥ, ωστόσο αρκετές χιλιάδες είναι οι ασθενείς που αναρρώνουν στο σπίτι τους. Για την καλύτερη διαχείριση των ασθενών με νοσηλεία κατ’ οίκον, ο ΕΟΔΥ έχει εκδώσει συγκεκριμένες οδηγίες οι οποίες επικαιροποιούνται με βάση τα νεότερα δεδομένα. Από την αμηχανία του περασμένου Μαρτίου και το «μείνε σπίτι και επικοινώνησε με τον γιατρό σου», υπάρχουν πλέον συστάσεις για τον τρόπο παρακολούθησης συγκεκριμένων δεικτών, όπως ο κορεσμός του οξυγόνου και η θερμοκρασία, αλλά και για καθημερινή επικοινωνία του θεράποντα γιατρού με τον ασθενή, η οποία γίνεται όλο και πιο συχνά με βιντεοκλήσεις μέσω εφαρμογών μηνυμάτων όπως Messenger, Viber, WhatsApp κ.ά. Οπως αναφέρει στην «Κ» ο καθηγητής Πνευμονολογίας και πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας Στέλιος Λουκίδης, «η καθημερινή παρακολούθηση των ασθενών είναι κρίσιμη, καθώς εάν καθυστερήσει η αναγνώριση συμπτωμάτων επιδείνωσης της νόσου, η πρόγνωση είναι δυσμενέστερη. Και στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας θα πρέπει οι γιατροί να είναι προσεκτικοί ως προς τη φαρμακευτική αντιμετώπιση, αφού η πολυφαρμακία δεν είναι ό,τι καλύτερο σε αυτόν τον ιό».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση