
Σοφία Σπίγγου
Με τη σφραγίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε συνταγματική κατά πλειοψηφία (21 υπέρ και 6 κατά) η δυνατότητα σύναψης πολιτικού γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών.
Στο μικροσκόπιο της Ολομέλειας του ΣτΕ μπήκε τον περασμένο Απρίλιο το ζήτημα του γάμου ομόφυλων ζευγαριών έπειτα από αίτηση ακύρωσης τριών σωματείων κατά του νόμου 5089/2024 με τον οποίο θεσπίστηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα σύναψης γάμου για πρόσωπα του ίδιου φύλου.
Η αίτηση ακυρώσεως στρεφόταν κατά της 15796/20.2.2024 απόφασης της υπουργού Εσωτερικών (Β΄1258) περί ρυθμίσεως του τρόπου αποτύπωσης των στοιχείων συζύγων και γονέων επί των ληξιαρχικών πράξεων γέννησης, γάμου και θανάτου, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 1 του ως άνω νόμου.
Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως, αφού έκρινε κατά πλειοψηφία ότι «οι διατάξεις του ν. 5089/2024, με τις οποίες επεκτάθηκε η δυνατότητα σύναψης πολιτικού γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια, με αυτόθροη συνέπεια τη δυνατότητα αυτών προς υιοθεσία είτε από κοινού είτε του τέκνου του ενός από τον έτερο σύζυγο, δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις του Συντάγματος περί προστασίας του γάμου, της οικογένειας, της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας (άρθρο 21 παρ. 1) ή περί ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1)».
Στο ΣτΕ είχαν προσφύγει το σωματείο με την επωνυμία «Σύλλογος για την προστασία του Αγέννητου Παιδιού η ΑΓΙΑ ΕΜΜΕΛΕΙΑ», η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία «ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ» και το σωματείο με την επωνυμία «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» κατά του υπουργού Εσωτερικών, με παρέμβαση της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).
Κατά συζήτηση της υπόθεσης τον Απρίλιο, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν πως με τον επίμαχο νόμο τροποποιείται πλήρως ο θεσμός της οικογένειας. «Δεν μπορεί να εννοεί άλλου είδους οικογένεια από εκείνη που όρισε από αιώνες η φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αναπαράγεται και πολλαπλασιάζεται μόνο με την ένωση ανδρός και γυναικός και ποτέ με την ένωση ανθρώπων ιδίου φύλου», σημείωσαν οι δικηγόροι των σωματείων.
Μάλιστα, στάθηκαν κατά του δικαιώματος τεκνοθεσίας λέγοντας πως «η υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα έγγαμα ζευγάρια στερεί από τα παιδιά αυτά το δικαίωμα να ανατρέφονται σε οικογένεια με μητέρα και πατέρα, θέτοντας αυτά σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν με ετερόφυλους γονείς».
Υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης έκανε την πρώτη παρέμβασή της η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) χαρακτηρίζοντας την προσφυγή αβάσιμη και απαράδεκτη. «Η ρύθμιση εγγυάται την αναγνώριση σχέσης παιδιού και μη βιολογικού γονέα. Το σύμφωνο συμβίωσης αφήνει αρρύθμιστη τη σχέση με το παιδί. Η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου και η θεσμοθέτηση σχέσης μεταξύ των γονέων και των τέκνων του συμβάλλει στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και στην προστασία του θεσμού της οικογένειας».
Το Δημόσιο υπεραμύνθηκε της ρύθμισης εξηγώντας πως με αυτόν τον τρόπο υλοποιούνται οι συνταγματικές επιταγές της ισότητας και του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής του ατόμου. «Είναι σύμφωνη με τη νομολογία του ΔΕΕ και δεν παρεμβαίνει στα ζητήματα της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας. Αποβλέπει και αποσκοπεί στην προστασία των παιδιών που αναγνωρίζονταν ως παιδιά του ενός μέλους της οικογένειας».