
Kathimerini.gr
Τη δέσμευσή της στη διατήρηση του θρησκευτικού καθεστώτος της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Σινά επισήμανε σε ανακοίνωσή της αργά χθες το βράδυ η αιγυπτιακή προεδρία, στον απόηχο της αναστάτωσης που προκλήθηκε από την έκδοση απόφασης αιγυπτιακού δικαστηρίου, η οποία αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής Σινά και εκτάσεων που την περιβάλλουν.
Είχε προηγηθεί αντίδραση της Αθήνας, που διεμήνυσε ότι αναμένει να τηρηθούν όσα συμφωνήθηκαν και προσβλέπει στην άμεση υπογραφή της συμφωνίας που διασφαλίζει τον λατρευτικό ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της Μονής.
Συναγερμός στην Αθήνα για τη Μονή Σινά
Της Δώρας Αντωνίου
Αναστάτωση προκάλεσε στην Αθήνα η προοπτική αιφνίδιας αλλαγής στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των εγκαταστάσεων της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης Σινά και κτισμάτων και εκτάσεων που περιβάλλουν τη Μονή, έπειτα από απόφαση αιγυπτιακού δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε την Τετάρτη. Αργά χθες το βράδυ η αιγυπτιακή προεδρία σε ανακοίνωσή της υπογράμμισε την πλήρη δέσμευσή της στη διατήρηση του μοναδικού και ιερού θρησκευτικού καθεστώτος της Μονής, ενώ διαβεβαίωσε ότι η πρόσφατη δικαστική απόφαση εδραιώνει αυτό το καθεστώς και είναι συνεπής με όσα τόνισε ο Αιγύπτιος πρόεδρος Αλ Σίσι κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα. Η αιγυπτιακή προεδρία επιβεβαίωσε, επίσης, τη σημασία της διατήρησης των στενών και αδελφικών σχέσεων που συνδέουν τις δύο χώρες και τους λαούς τους και της μη διατάραξής τους.
Η δικαστική απόφαση προκάλεσε αιφνιδιασμό, καθώς η ελληνική πλευρά θεωρούσε ότι η εκκρεμότητα με τις αμφισβητήσεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής και εκτάσεων ιδιοκτησίας της θα διευθετηθεί με συμφωνία που έχει προκύψει έπειτα από διαπραγμάτευση και της οποίας η υπογραφή εκκρεμεί.
Δηλώσεις Μαρινάκη
Χθες, πριν από τις διευκρυνίσεις από το Κάιρο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης δήλωσε ότι ο πρωθυπουργός «παραμένει στη δέσμευση που έλαβε δημοσίως και κατ’ ιδίαν από τον πρόεδρο της Αιγύπτου, κατά τη διάρκεια του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών στην Αθήνα, για τη διατήρηση του λατρευτικού ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της Μονής και αναμένει άμεσα την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας, όπως είχε διαμορφωθεί μεταξύ των μερών».
Πηγές της Μονής Σινά κάνουν λόγο για «απόλυτο αιφνιδιασμό», καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός και οι μοναχοί ανέμεναν από μέρα σε μέρα την επικύρωση της συμφωνίας στην οποία έχουν καταλήξει οι δύο πλευρές. Τα πρώτα στοιχεία για την απόφαση του δικαστηρίου, όπως δημοσιεύονται σε αιγυπτιακά μέσα ενημέρωσης, καθώς αναμένεται η δημοσίευση του πλήρους κειμένου, έκαναν λόγο για αναφορά σε κατοχή των χώρων της Μονής από το αιγυπτιακό κράτος, καθώς θεωρούνται δημόσια περιουσία, και για δυνατότητα των μοναχών να ασκούν τις θρησκευτικές τελετουργίες υπό την ηγεσία του επισκόπου της Μονής, ο οποίος διορίστηκε με το Προεδρικό Διάταγμα 306 του 1974, καθώς όλοι οι χώροι θεωρούνται αρχαιολογικοί και εποπτεύονται από το Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων.
Πίσω από αυτές τις αναφορές, η σιναϊτική κοινότητα εκτίμησε ότι ξεδιπλώνεται ένα σχέδιο μετατροπής της Μονής από λατρευτικό – θρησκευτικό χώρο με μακραίωνη παράδοση και παρουσία σε τουριστικό αξιοθέατο, καθώς επί της ουσίας, εφόσον τα στοιχεία αυτά επιβεβαιωθούν, δεν αναγνωρίζεται κανένα ιδιοκτησιακό δικαίωμα, παρά μόνον δικαίωμα χρήσης. Καθώς, μάλιστα, γίνεται σαφής αναφορά στον αναγνωρισμένο από το 1974 Αρχιεπίσκοπο Δαμιανό, προκλήθηκε ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι με τη διάδοχο κατάσταση. Ο Αρχιεπίσκοπος βρίσκεται στο 91ο έτος της ηλικίας του και είναι ο μόνος στον οποίο έχει παραχωρηθεί αιγυπτιακό διαβατήριο. Για τους υπόλοιπους μοναχούς ισχύει καθεστώς ετησίως ανανεούμενης βίζας. Μάλιστα, σε μια κίνηση που θεωρήθηκε ενδεικτική των προθέσεων και των διαθέσεων, τα τελευταία χρόνια για την ανανέωση της βίζας τα μέλη της μοναστικής κοινότητας υποχρεώνονται να ακολουθούν την ίδια διαδικασία με τους τουρίστες της περιοχής και να περιμένουν σε ουρές μαζί τους.
Επισκέπτες έξω από την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Το χριστιανικό μοναστήρι, το οποίο θεωρείται το αρχαιότερο στον κόσμο, έχει αδιάλειπτη παρουσία και λειτουργία από την ίδρυσή του κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. [Nikos Karanikolas]
Καθώς οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία που θα διασφάλιζε τη συνέχιση της μακραίωνης λειτουργίας της Μονής, χωρίς να διαταραχθεί το καθεστώς της, θεωρείτο ότι είχαν ολοκληρωθεί –πριν από την τελευταία δικαστική απόφαση–, ένα τελευταίο εμπόδιο που ανέκυψε από την πλευρά της αιγυπτιακής αντιπροσωπείας ήταν η αναφορά σε «αυτονομία» της Μονής. Οπως αναφέρουν πηγές του Σινά, η σχετική αναφορά αφορά τη θρησκευτική αυτονομία της Μονής, υπό την έννοια ότι δεν υπάγεται σε κάποιο Πατριαρχείο. Ωστόσο ζητήθηκε αυτό να διευκρινιστεί, καθώς υπήρξε ο ισχυρισμός ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί αναφορά σε αυτονομία εδαφική. Με επίκεντρο αυτή τη διευκρίνιση σημειώθηκε καθυστέρηση στην υπογραφή της συμφωνίας. Εκ των υστέρων τίθεται το ερώτημα μήπως η καθυστέρηση έγινε επίτηδες από το Κάιρο, προκειμένου να εκδοθεί η δικαστική απόφαση.
Αμέσως μόλις έγινε γνωστή η είδηση, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης επικοινώνησε με τον Αιγύπτιο ομόλογό του, στον οποίον, όπως έγινε γνωστό από το υπουργείο Εξωτερικών, «κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αποκλίνουμε από την κοινή κατανόηση των δύο πλευρών», όπως εκφράστηκε πρόσφατα στην Αθήνα. Ανώτατες διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι δόθηκε διαβεβαίωση από την αιγυπτιακή πλευρά ότι η δικαστική απόφαση «δεν πρόκειται να επηρεάσει τη συμφωνία».
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
Για «σκανδαλώδη απόφαση», την οποία καταδίκασε, έκανε λόγο ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο οποίος απηύθυνε έκκληση στην κυβέρνηση να πράξει αμέσως τα δέοντα ώστε να επέλθει η κανονική και νόμιμη τάξη και να μην καταργηθεί ουσιαστικά η Ιερά Μονή. «Δεν θέλω και δεν μπορώ να πιστέψω, τέλος, πως σήμερα ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία βιώνουν μία ακόμη ιστορική «άλωση». Αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε», υπογράμμισε.
Το χρονικό μιας πολυετούς δικαστικής διαμάχης
Η δικαστική διαμάχη με επίκεντρο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής Αγίας Αικατερίνης Ορους Σινά και των περιουσιακών στοιχείων της έχει την αφετηρία της στην προσπάθεια που ξεκίνησε τη δεκαετία 2000-2010 να δηλωθούν οι ιδιοκτησίες στην περιοχή της χερσονήσου του Σινά. Μια ανάγκη που προέκυψε ως επακόλουθο της μεγάλης τουριστικής ανάπτυξης στην ευρύτερη περιοχή, η οποία προσείλκυσε αυξημένο ενδιαφέρον για τουριστικές επενδύσεις και τη συνακόλουθη αναγκαιότητα να αποσαφηνιστούν οι ιδιοκτησίες. Από την πλευρά της Μονής δηλώθηκαν οι ιδιοκτησίες της με κάθε λεπτομέρεια, ακόμη και τα σπουδαιότερα ασκηταριά όπου διαβίωναν κατά καιρούς μοναχοί.
Τον Νοέμβριο του 2015 υπήρξε η πρώτη αμφισβήτηση των ιδιοκτησιών της Μονής από τον τότε κυβερνήτη του Νοτίου Σινά, ο οποίος κινήθηκε δικαστικά κατά του Αρχιεπισκόπου ∆αμιανού, ηγουμένου της Μονής, ενώ με συμπληρωματικές προσφυγές αθροίζονται συνολικά 71 διεκδικήσεις από τα δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία της Μονής. Πρόκειται για 31 κτίσματα και οικόπεδα και 40 αγροτικές ιδιοκτησίες. Ανάμεσα στα κτίσματα είναι και εγκαταστάσεις της Μονής, οι κήποι, οι ξενώνες της. Το αίτημα της δικαστικής διεκδίκησης ήταν να εκδιωχθεί ο καταπατητής Αρχιεπίσκοπος, καθώς η Μονή δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα στην Αίγυπτο, και να κατεδαφιστούν τα ακίνητα ή, εναλλακτικά, να διατηρηθούν αφού προηγουμένως πληρωθεί σχετική ρήτρα. Να σημειωθεί ότι η δικαστική διαμάχη προκάλεσε την κινητοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς με βάση τις διεκδικήσεις που τέθηκαν δικαστικά ήταν εμφανές ότι κινδύνευε να βρεθεί χωρίς καμία ιδιοκτησία η Μονή που έχει αδιάλειπτη παρουσία και λειτουργία από την ίδρυσή της κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ., θεωρούμενη η παλαιότερη χριστιανική μονή στον κόσμο.
Τα «κλειδιά» στις σχέσεις με Κάιρο
Του Βασίλη Νέδου
Σύννεφα στις μέχρι πρότινος –κατά γενική ομολογία– καλές ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις ρίχνει η απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης να κρατικοποιήσει την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, μάλιστα παρά το γεγονός ότι τόσο ο πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Μπαντρ Αμπντελάτι είχαν δώσει διαβεβαιώσεις στις διαδοχικές επαφές τους με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη ότι θα διαφυλαχθούν τα συμφέροντα της Μονής.
Η απόφαση έρχεται λίγες εβδομάδες μετά την επίσκεψη του κ. Σίσι στην Αθήνα και την πρώτη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Αιγύπτου στις 7 Μαΐου, όπου, μάλιστα, δόθηκαν διαβεβαιώσεις σχετικά με το καθεστώς της Μονής. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2013-14 και μετά, όταν ο κ. Σίσι ανέτρεψε την ισλαμιστική κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων και εν συνεχεία εξελέγη πρόεδρος της Αιγύπτου, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις υποστήριξαν στις Βρυξέλλες την ανάγκη οικονομικής υποστήριξης της μεγάλης αραβικής χώρας για λόγους που αφορούν τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Ελλάδα και Αίγυπτος βρέθηκαν στην ίδια πλευρά στη Λιβύη, αλλά και σε άλλες περιφερειακές κρίσεις, ενώ κορυφαία στιγμή ήταν εκείνη του θέρους του 2020, όταν υπέγραψαν συμφωνία τμηματικής οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), ακυρώνοντας στην πράξη το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Οι δύο πλευρές έχουν προσπαθήσει να επεκτείνουν τις σχέσεις τους σε διάφορους τομείς, με τον ενεργειακό να είναι στην κορυφή (ηλεκτρική διασύνδεση GREGY), ενώ τα τελευταία δυόμισι χρόνια επιχειρείται να εφαρμοστεί η συμφωνία απασχόλησης εποχικών εργατών από την Αίγυπτο σε διάφορα πόστα στην Ελλάδα (κυρίως στον αγροτικό τομέα), δίχως πάντως ιδιαίτερα αποτελέσματα.
Και στην περίπτωση των σχέσεων με την Αίγυπτο, καταλύτης για τις στενότερες επαφές ήταν η στενή σχέση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και η υπόθαλψή τους στην Τουρκία. Τα τελευταία δύο χρόνια, πάντως, ο κ. Ερντογάν έχει αποδυθεί σε μια διπλωματική προσπάθεια επαναπροσέγγισης με την κυβέρνηση Σίσι. Οι ελιγμοί της κυβέρνησης Σίσι ίσως συνδέονται και με το γεγονός ότι η αιγυπτιακή κυβέρνηση αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω της μείωσης των συναλλαγματικών ροών (Σουέζ, τουρισμός), αλλά και της κοινωνικής πίεσης που υφίσταται εξαιτίας του πολέμου στη Γάζα και της ισορροπημένης –για τα δεδομένα– στάσης που τηρεί το Κάιρο.
Την εξέλιξη στηλίτευσε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης, ο οποίος υπογράμμισε ότι «η δήμευση περιουσίας και έξωση μοναχών του αρχαιότερου εν ζωή ορθόδοξου μοναστηριού στον κόσμο προκαλεί έντονη ανησυχία, καθώς συνιστά ευθεία αμφισβήτηση της θρησκευτικής ελευθερίας των ορθοδόξων χριστιανών αλλά και προσβολή ενός μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO». Μάλιστα τονίζει ότι «για μία ακόμη φορά ο κ. Μητσοτάκης και το υπουργείο Εξωτερικών είναι βαθύτατα εκτεθειμένοι», ενώ καταγγέλλει και το «ύφος και τη χαμηλή ένταση της αντίδρασης του υπουργείου Εξωτερικών».