ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Γερμανία: Διαφωνίες για το εξοπλιστικό πρόγραμμα, τη βοήθεια στο Κίεβο και τις σχέσεις με τη Μόσχα

Οι ίδιοι οι Γερμανοί δείχνουν πια να αμφιβάλλουν για την αποφασιστικότητα της χώρας τους να εξοπλιστεί (η ίδια), να εξοπλίσει (τους Ουκρανούς) και να απεξαρτηθεί από τη Ρωσία

Kathimerini.gr

Στις 27 Φεβρουαρίου του 2022, ο σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς εκφώνησε μια – κατά τα φαινόμενα – ιστορική ομιλία από το βήμα της γερμανικής ομοσπονδιακής βουλής.

Με φόντο τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που είχε μόλις ξεκινήσει, ο Γερμανός καγκελάριος ανακοίνωσε – εν μέσω χειροκροτημάτων και επευφημιών – πως η Γερμανία πρόκειται: να δώσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ για την άμυνά της, να στείλει όπλα στην Ουκρανία και να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Κρίνοντας, δε, από τα διακομματικά χειροκροτήματα εκείνη την ημέρα στην αίθουσα της μπούντεσταγκ, οι ανακοινώσεις του Σολτς θα υπέθετε κανείς πως έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από την πλειονότητα των Γερμανών βουλευτών, όχι μόνο της τρικομματικής κυβέρνησης (SPD/FDP/Πράσινοι) αλλά και της αντιπολίτευσης (CDU/CSU).

«Έξι εβδομάδες αργότερα ωστόσο, το χειροκρότημα έχει πια σταματήσει», όπως σημειώνουν σε ανάλυσή τους οι αρθρογράφοι των New York Times Κατρίν Μπένχολντ από το Βερολίνο και Στίβεν Ερλάνγκερ από τις Βρυξέλλες.

Ο Όλαφ Σολτς έχει, εν τω μεταξύ, αποκλείσει ως υπερβολικά δαπανηρό το ενδεχόμενο ενός εμπάργκο κατά του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ παράλληλα καθυστερεί και την αποστολή 100 τεθωρακισμένων οχημάτων από τη Γερμανία στην Ουκρανία, υποστηρίζοντας πως το Βερολίνο δεν πρέπει να «βιαστεί» στο συγκεκριμένο θέμα.

Από τις 27 Φεβρουαρίου (ημέρα ομιλίας του Σολτς) και έπειτα, έχουν κάνει την εμφάνισή τους ενδογερμανικές ρωγμές αναφορικά με πολλά από όσα μεγαλεπήβολα είχε διαμηνύσει τότε ως δεσμεύσεις ο Γερμανός καγκελάριος.

Επιφανείς Γερμανοί απηύθυναν έκκληση προς την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε επανεξοπλισμό αλλά ούτε και σε αλλαγές 180 μοιρών στη γερμανική εξωτερική πολιτική, με την εν λόγω έκκληση να έχει μάλιστα προς το παρόν συγκεντρώσει περίπου 45.000 υπογραφές.

Βουλευτές των Πρασίνων ζήτησαν, από την πλευρά τους, να δαπανηθεί μόνο ένα μέρος εκείνων των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την άμυνα και όλα τα υπόλοιπα να επενδυθούν αλλού (βλ. αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κ.ά.).

Συνδικάτα εργαζομένων και βιομήχανοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου βλέποντας σενάρια «άμεσης ύφεσης» εάν σταματήσουν οι ροές ρωσικού φυσικού αερίου.

«Η φθηνή ρωσική ενέργεια ήταν η βάση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας μας», δήλωσε από την πλευρά του προ ημερών ο διευθύνων σύμβουλος του γερμανικού κολοσσού BASF, Μίκαελ Χάιντς.

Υπουργοί της γερμανικής κυβέρνησης δηλώνουν και εκείνοι, σύμφωνα με τους ανταποκριτές των New York Times, πως Γερμανοί επιχειρηματίες τους προσεγγίζουν και τους ρωτούν πότε αναμένεται να αποκατασταθεί η «κανονικότητα» του γερμανικού «business as usual».

Η πεποίθηση που κυριαρχούσε επί σειρά ετών στη Γερμανία ήταν ότι το εμπόριο και η οικονομική αλληλεξάρτηση θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ειρήνη, ωθώντας ακόμη και χώρες όπως είναι η Ρωσία και η Κίνα πιο κοντά στον εκδημοκρατισμό.
Η εν λόγω προσέγγιση εξυπηρετούσε, βέβαια, παράλληλα και τα γερμανικά επιχειρηματικά συμφέροντα.

«Εξάγουμε στην Κίνα και εισάγουμε φθηνό φυσικό αέριο από τη Ρωσία, αυτή ήταν η συνταγή της επιτυχίας για τις γερμανικές εξαγωγές», δηλώνει ο βιογράφος της Άνγκελα Μέρκελ, Ραλφ Μπόλμαν.

Πολύ λίγοι στη Γερμανία είχαν προβλέψει ότι ο Πούτιν θα μπορούσε να εισβάλει στρατιωτικά στην Ουκρανία. Τώρα όμως που εισέλαβε, καλούνται να διαχειριστούν μια νέα πραγματικότητα που τους φέρνει σε δύσκολη θέση.

«Κανείς δεν θέλει πραγματικά να επιστρέψει στην παλιά εποχή της σύμπλευσης με τη Ρωσία… Ωστόσο, δεν πρέπει να το παρακάνουμε… Πρέπει να διατηρήσουμε κάποιον διάλογο», δηλώνει ο Νιλς Σμιντ των Σοσιαλδημοκρατών (SPD).

Ο Νόρμπερτ Ρέτγκεν των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) έρχεται ωστόσο να υποστηρίξει το αντίθετο: πως η Γερμανία θα πρέπει τώρα να διαρρήξει τους δεσμούς εξάρτησης που εξακολουθεί να έχει με τη Ρωσία.

«Κάθε εξάρτηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μας», δηλώνει από την πλευρά της η Γιάνα Πουγκλιερίν του European Council on Foreign Relations, παίρνοντας μια θέση που είναι πιο κοντά σε εκείνη του Ρέτγκεν.

Ακόμη και η προερχόμενη από τους συγκυβερνώντες Πρασίνους Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, παραδέχεται ωστόσο πως η όποια ενδογερμανική συναίνεση αναφορικά με την στάση που θα έπρεπε να κρατήσει το Βερολίνο απέναντι στη Ρωσία του Πούτιν είναι η επί της ουσίας μάλλον ρηχή, προσωρινή και εύθραυστη.

Διόλου τυχαία, η ίδια η ουκρανική πλευρά παρουσιάζεται πια να αντιδρά, με τον Ουκρανό πρέσβη στο Βερολίνο Άντριζ Μέλνικ να «επιτίθεται» στον Γερμανό ομοσπονδιακό πρόεδρο και πρώην ΥΠΕΞ Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, και τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι να απορρίπτει ως «ανεπιθύμητη» μια επίσκεψη Σταϊνμάιερ στο Κίεβο.

Με πληροφορίες από New York Times

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

X