
Παρά τις πιέσεις από τον Τραμπ και την Ε.Ε., ο Βλαντίμιρ Πούτιν εμφανίζεται απρόθυμος να συζητήσει κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία, με βασικό εμπόδιο τη στρατηγική στροφή της ρωσικής οικονομίας στον πλήρη στρατιωτικό προσανατολισμό.
Όπως αναφέρει η Wall Street Journal, η πολεμική μηχανή της Ρωσίας όχι μόνο τροφοδοτεί τις επιτυχίες στο μέτωπο αλλά και στηρίζει την ανάπτυξη σε συνθήκες διεθνούς απομόνωσης.
Από τα πρώτα στάδια του πολέμου, ο Πούτιν προχώρησε στη μερική αναδιάρθρωση της ρωσικής οικονομίας: αύξησε την παραγωγή αρμάτων μάχης και οβιδοβόλων, προσέφερε μπόνους στρατολόγησης που αντιστοιχούν έως και σε έναν ετήσιο μισθό, και στηρίχθηκε σε ένα ρεύμα εθελοντών που έφτανε σε κάποιες φάσεις και τους 1.000 την ημέρα.
Αυτή η συστηματική κινητοποίηση όχι μόνο αντιστάθμισε τις αρχικές απώλειες μετά την αποτυχία κατάληψης του Κιέβου το 2022, αλλά έδωσε ώθηση στις πρόσφατες ρωσικές προελάσεις, με περισσότερα από 250 τετραγωνικά χιλιόμετρα να έχουν καταληφθεί τον τελευταίο μήνα.
Αυτά τα κέρδη επιτρέπουν στο Κρεμλίνο να επιβραδύνει τις συνομιλίες με το Κίεβο και να αγνοεί τις εκκλήσεις για άμεση διαπραγμάτευση.
Όμως, η διατήρηση αυτής της ισορροπίας εξαρτάται απόλυτα από τη συνέχιση του πολέμου.
«Η αμυντική βιομηχανία έχει μετατραπεί σε μοχλό ανάπτυξης. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να μειωθούν οι στρατιωτικές δαπάνες», δηλώνει ο αναλυτής Αλεξάντρ Κολιάντρ, του Center for European Policy Analysis.
Η Ρωσία έχει διοχετεύσει δισεκατομμύρια στη βιομηχανία όπλων για να διατηρήσει την παραγωγή 24 ώρες το 24ωρο. Αυτό έχει οδηγήσει σε αύξηση των μισθών, ιδιαίτερα στις φτωχότερες περιοχές της χώρας, και σε σχετική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου – φαινόμενο που συνδέεται ευθέως με τον πόλεμο.
Η πιθανότητα λήξης των εχθροπραξιών εγείρει έντονους προβληματισμούς, όχι μόνο εντός της Ρωσίας αλλά και στους γείτονές της.
Στις Βαλτικές χώρες, στρατιωτικοί αναλυτές εκφράζουν ανησυχία για πιθανή μεταφορά του μετώπου εντός του ΝΑΤΟ, ενώ στο Καζακστάν, πολιτικοί κύκλοι επιτηρούν στενά την παρουσία ρωσικού πληθυσμού στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Όπως υπενθυμίζει η WSJ, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Στάλιν είδε τους βετεράνους ως εν δυνάμει απειλή και κατέφυγε σε καταστολή.
Αντίστοιχα σήμερα, μια αιφνίδια αποστράτευση δεκάδων ή εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών, με μειώσεις μισθών και περιορισμό της παραγωγής, θα μπορούσε να προκαλέσει κοινωνική αναταραχή.
«Δεν είναι σοφό να απογοητεύσεις ένοπλους άνδρες», δηλώνει ο Βολοντίμιρ Ισένκο από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Ακόμα κι αν ο πόλεμος τελειώσει, η Ρωσία θα πρέπει να συνεχίσει την παραγωγή οπλισμού για να αναπληρώσει τα αποθέματα σοβιετικής εποχής. Πτώση της ζήτησης θα φέρει απολύσεις και δυσαρέσκεια, σε ένα ήδη ευάλωτο οικονομικό τοπίο με πληθωριστικές πιέσεις σε βασικά αγαθά.
Η εξαγωγή όπλων ως εναλλακτική λύση θεωρείται επισφαλής, αφού η Ρωσία έχει χάσει μερίδιο αγοράς στην Ασία και την Αφρική και εξαρτάται από πελάτες που βασίζονται στην πίστωση. Επιπλέον, η παραγωγή έχει στραφεί στην ποσότητα εις βάρος της ποιότητας.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου η πολεμική τεχνολογία δημιούργησε καινοτομίες στον ιδιωτικό τομέα (όπως το διαδίκτυο ή η πενικιλίνη), η Ρωσία δύσκολα θα δει ανάλογα οφέλη.
«Όταν μειώνεις τα κρατικά κίνητρα, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός. Πάρα πολλοί έχουν συμφέρον να συνεχίσει αυτό το γαϊτανάκι», καταλήγει ο Κολιάντρ.
Πηγή: Wall Street Journal