ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Η υπόθεση της Βρετανίδας έδειξε μια βαθύτατα σεξιστική κοινωνία

Η δρ Χριστίνα Καϊλή λέει πως το θεσμικό επίπεδο χρήζει τη μεγαλύτερη προσοχή, γιατί εκεί χρειάζονται να παρθούν πολιτικές αποφάσεις

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Με αφορμή την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου την προηγούμενη εβδομάδα (Δευτέρα 31/01) σχετικά με την υπόθεση της νεαρής Βρετανίδας και την κατηγορία της δημόσιας βλάβης, μιλήσαμε με τη δρα Χριστίνα Καϊλή από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου για την απόφαση, τα νομικά εργαλεία και τα βήματα που πρέπει ακόμα να γίνουν για τη θωράκιση και ορθή αντιμετώπιση καταγγελιών, όπως ο βιασμός. Η δρ Καϊλή λέει πως η απόφαση αποτελεί απόφαση σταθμό, «αφού με την απαλλαγή της από τις κατηγορίες για δημόσια βλάβη, για πρώτη φορά –έστω και καθυστερημένα– καταγράφεται η αποτυχία του δικαστικού συστήματος και η προκατάληψη από πλευράς της αστυνομίας προς τις γυναίκες θύματα σεξουαλικής βίας».

 

–Θα ήθελα να μου σχολιάσετε την απόφαση του Ανώτατου σε σχέση με τα δικαιώματα των γυναικών...
Στην αθωωτική απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η Βρετανίδα, που κατήγγειλε τον ομαδικό βιασμό της από Ισραηλινούς στην Κύπρο το 2019, δεν έτυχε δίκαιης δίκης και ότι έγινε παραβίαση βασικών δικαιωμάτων της που όχι μόνο διασφαλίζονται από διεθνές συμβάσεις, το εθνικό δίκαιο αλλά και από το σύνταγμα. Επίσης, θα ανοίξει ξανά ποινική έρευνα για την υπόθεση του βιασμού όσο και για τη διαχείριση της υπόθεσης από την αστυνομία. Αποτελεί απόφαση σταθμό, αφού με την απαλλαγή της από τις κατηγορίες για δημόσια βλάβη, για πρώτη φορά –έστω και καθυστερημένα– καταγράφεται η αποτυχία του δικαστικού συστήματος και η προκατάληψη από πλευράς της αστυνομίας προς τις γυναίκες θύματα σεξουαλικής βίας.

–Πώς απέτυχε, δηλαδη;
–Η απόφαση καταδεικνύει ότι το «κράτος δικαίου» απέτυχε πλήρως σε όλα τα επίπεδα απόδοσης δικαιοσύνης: από τη στήριξη της γυναίκας να καταγγείλει, μέχρι την εμπεριστατωμένη ποινική διερεύνηση και τη λήψη τεκμηρίων με ευαίσθητο προς το φύλο τρόπο, αγνοώντας τα χαρακτηριστικά της σεξουαλικής βίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Το Ανώτατο Δικαστήριο επίσης αναγνώρισε την ευαλωτότητα της νεαρής γυναίκας, δηλαδή την ηλικία της, την ψυχολογική της κατάσταση, και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η ομολογία της. Η πρωτόδικη απόφαση είχε βασιστεί σε «ομολογία» που λήφθηκε κάτω από συνθήκες που παραβίαζαν τα δικαιώματά της και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Όταν κατήγγειλε τον βιασμό της, την ενημέρωσαν για δικηγόρο αφότου είχε τρομοκρατηθεί και κατηγορηθεί. Δεν γνώριζε ότι είχε μετατραπεί σε κατηγορούμενη, δεν ενημερώθηκε για τα δικαιώματά της ως κατηγορούμενης. Δεν είχε πρόσβαση από την πρώτη στιγμή που έκανε την καταγγελία σε νομική αρωγή, ψυχολογική στήριξη και μετάφραση. Ούτε την ενημέρωσαν οι αστυνομικοί για τις συνέπειες που θα είχε το να αποσύρει την καταγγελία. Μάλιστα, την έβαλαν να υπογράψει ότι είπε σκόπιμα ψέματα για να εκδικηθεί τους Ισραηλινούς. Συνεπώς, διαφαίνεται μέσα από την απόφαση-καταπέλτης η αποτυχία του συστήματος ποινικής δίωξης να εφαρμόσει τα ελάχιστα πρότυπα για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων του θύματος. 

 

Για να αποδοθεί δικαιοσύνη πρέπει να μην είναι σπασμένη η αλυσίδα στήριξης των θυμάτων. Φωτ. Φίλιππος Χρίστου.

–Ποια είναι τα βήματα συνοπτικά, που πρέπει να γίνουν για να πούμε πως μειώνουμε την έμφυλη βία ή την παρενόχληση;
Οι αλλαγές πρέπει να γίνουν ταυτόχρονα σε ατομικό, συλλογικό και θεσμικό επίπεδο. Κατά την άποψή μου, το θεσμικό επίπεδο χρήζει τη μεγαλύτερη προσοχή μας, γιατί εκεί χρειάζονται να παρθούν πολιτικές αποφάσεις. Δηλαδή, από τα υψηλότερα επίπεδα εξουσίας αυτών των θεσμών – από τον ΠτΔ μέχρι τους υπουργούς και γενικούς διευθυντές, στην Αστυνομία, στη Νομική Υπηρεσία κ.α. Το πιο σημαντικό βήμα είναι να αποδοθεί/αποκατασταθεί η δικαιοσύνη και να διασφαλιστεί ότι οι γυναίκες μπορούν να καταγγείλουν τη βία μέσα σ’ ένα περιβάλλον ασφάλειας και εμπιστοσύνης και να λάβουν ουσιαστική υποστήριξη/αρωγή από τους κρατικούς θεσμούς. Το γεγονός ότι γυναίκες καταγγέλλουν σεξουαλική βία και βρίσκουν μπροστά τους ένα τοίχο δυσπιστίας και επαναθυματοποιήσης μας δείχνει ότι οι νομοθεσίες δεν είναι αρκετές για να αλλάξουν ένα σαθρό/αναποτελεσματικό σύστημα. Μόνο όταν μπορούμε να καταγγείλουμε τη βία και να γίνουμε πιστευτές, να αντιμετωπιστούμε με αξιοπρέπεια, όπως ορίζει εξάλλου και το Διεθνές Δίκαιο, θα τιμωρηθούν οι ένοχοι και να αποζημιωθούν τα θύματα για τα εγκλήματα αυτά. Το ίδιο το δικαστικό σώμα πρέπει επίσης να αποβάλει τις σεξιστικές του αντιλήψεις και τα άτομα που δικάζουν από θέσεις προνομίου, διαφθοράς, ατιμωρησίας, εσωτερικευμένης τοξικής αρρενωπότητας που ριζώνουν την κουλτούρα βιασμού. Όσο το δικαστικό σώμα δεν λαμβάνει την ανάλογη ειδική προς το φύλο κατάρτιση που θα του επιτρέψει να εφαρμόζει τις ανάλογες νομοθεσίες, δεν θα προβαίνει σε αποτρεπτικές ποινές και αποζημίωση των θυμάτων.
Επιπλέον, το να χρησιμοποιούνται από τους θεσμούς και τα όργανα επιβολής του νόμου έννοιες όπως «βία κατά γυναικών» και «ισότητα των φύλων», προβάλλοντας νομοθεσίες, στρατηγικά σχέδια δράσης και μνημόνια συνεργασίας με ΜΚΟ ως ένδειξη προόδου, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, παραμένουν μαρκετίστικες διακηρύξεις. Χωρίς τις ανάλογες πολιτικές αποφάσεις που θα βάλουν τέλος σε κακοδικίες σαν αυτή, οι έννοιες αυτές αποδυναμώνονται στον δημόσιο λόγο. Αποδυναμώνουν και απο-πολιτικοποιούν επίσης την κοινωνία των πολίτων που εργάζεται κάτω από αντίξοες συνθήκες για δικαιοσύνη και κοινωνική αλλαγή. Για παράδειγμα, η αστυνομία έχει τη νομική υποχρέωση/ευθύνη να εντοπίσει και συλλέξει/καταγράψει τα απαραίτητα στοιχεία στα πρώτα κρίσιμα 24ωρα ενός βιασμού και ταυτόχρονα να ενημερώσει τα θύματα για τα δικαιώματά τους. Πώς θα μπορέσει να στηριχθεί το δικαστήριο χωρίς αυτά; Το κείμενο της έφεσης λοιπόν είναι καταπέλτης τόσο για τον δικαστή και τη μη δίκαιη δίκη, αλλά ταυτόχρονα ξεσκεπάζει ένα σύστημα σκέψης που όχι μόνο δεν εργάζεται προς τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δικαιοσύνη αλλά που εργάζεται ώστε να αναδειχθούν αντιφάσεις και κενά στη μαρτυρία γυναικών. Αυτή είναι η πραγματικότητα και στις υποθέσεις εμπορίας γυναικών όπου κρίνονται αναξιόπιστες.


–Νομικά οι γυναίκες που καταγγέλλουν βιασμό ή απόπειρα είναι θωρακισμένες;
Η απόφαση αυτή στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα στο κράτος: ότι θα πρέπει να αναπτύξουν διαδικασίες με επίκεντρό τους την ασφάλεια και αξιοπρέπεια του θύματος, την εξασφάλιση των δικαιωμάτων του και που θα εφαρμόζουν αποτελεσματικά τις πρόνοιες του νομοθετικού πλαισίου. Δεν είναι θέμα νομοθετικών κενών αλλά θέμα εφαρμογής των διαδικασιών από τους/τις επαγγελματίες. Ας μην ξεχνάμε ότι, το 2019 δύο πρώην γενικοί εισαγγελείς ο Αλέκος Μαρκίδης και ο Πέτρος Κληρίδης, αλλά και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας Κύπρος Χρυσοστομίδης ζήτησαν τον τερματισμό της ποινικής δίωξης της νεαρής γυναίκας. Στην επιστολή τους έκαναν αναφορά σε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείρισή της.


–Πόσο ισχυρός είναι ή δεν είναι ο σεξιστικός λόγος στον δημόσιο λόγο, είτε στα Μέσα είτε στα κοινωνικά δίκτυα;
Η υπόθεση αυτή καταδεικνύει μια βαθύτατα σεξιστική κοινωνία που με ζήλο γύρισε εναντίον της νεαρής γυναίκας – γίναμε μάρτυρες Παγκύπρια και Διεθνώς ενός κανιβαλισμού από τα ΜΜΕ, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από κρατικούς αξιωματούχους, αλλά και από τη δικαστική εξουσία. Η κουλτούρα του βιασμού (σε ατομικό, συλλογικό και θεσμικό επίπεδο) μεταθέτει την ευθύνη, την ντροπή και την κοινωνική κατακραυγή από τον βιαστή στη γυναίκα που βιάστηκε, από τον δράστη στο θύμα. Υπονοεί ότι οι γυναίκες που βιάζονται έχουν ευθύνη γι’ αυτό που τους συνέβη. Έτσι πλάθονται από μικρή ηλικία και αναπαράγονται σεξιστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές. Σημειώστε ότι το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου το 2019, υπέβαλε στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης «Παράπονο για πρωτοφανή διαπόμπευση 19χρονης Βρετανίδας από ΜΜΕ» (32/10/10/2019) για 5 περιπτώσεις σεξιστικού λόγου στα ΜΜΕ.
Ο δημόσιος λόγος έχει φύλο και είναι αρσενικό. Έχουμε πολλά άλλα παραδείγματα σεξισμού από τις καθημερινές ειδήσεις και τις εφημερίδες μέχρι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σεξισμός δεν είναι εξάλλου όταν το αρσενικό γένος που χρησιμοποιείται παντού περιλαμβάνει το θηλυκό; Πόσοι ξέρουν για τον Οδηγό για την υπέρβαση του γλωσσικού σεξισμού στη γλώσσα των εγγράφων της Δημόσιας Διοίκησης της Κυπριακής Δημοκρατίας που συνέγραψε η δρ Μαρία Γκασούκα για το Γραφείο της Επιτρόπου Ισότητας της Φύλων; Τον συμβουλεύονται οι θεσμοί και το κοινό; Τα ΜΜΕ πόσο συχνά και για ποιες θεματικές καλούν γυναίκες ώστε ακούγονται όλες οι απόψεις και η πολυσυνθετότητα των φωνών; Εφαρμόζουν τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι; Αποτελεί θέμα δημοκρατίας, πολυφωνίας και δικαιοσύνης.

Πώς αποδίδεται δικαιοσύνη εν τέλει;
Για να αποδοθεί δικαιοσύνη πρέπει να μην είναι σπασμένη η αλυσίδα στήριξης των θυμάτων. Παρατηρούμε όπως και σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, λιγότερο από τις μισές υποθέσεις που καταγγέλλονται στην αστυνομία καταλήγουν στα δικαστήρια και από αυτές άλλες τόσες δεν έχουν θετική έκβαση στα δικαστήρια. Η νεαρή γυναίκα αντιμετωπίστηκε εν ολίγοις από τους θεσμούς με σεξιστικό και ρατσιστικό τρόπο (όπως και τα θύματα του «Ορέστη») ως η «ξένη» «Εγγλέζα» χαμηλών ηθών που διασύρει την Αγία Νάπα. Το γεγονός ότι εμπλέκονταν άνδρες από το Ισραήλ διαδραμάτισε και αυτό τον ρόλο του στη «βολική» κατά τ’ άλλα καθυστέρηση ώστε να τους απαλλάξουν χωρίς σε βάθος διερεύνηση, με βάση τα πολιτικά κριτήρια της κυβέρνησης λόγω των συνδιαλλαγών με το Ισραήλ. Θέλω τέλος να σταθώ στο κίνημα αλληλεγγύης που εκφράστηκε από το 2019 ως σήμερα. Ένωσε πολλές συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών και ομάδες γυναικών (και από το Ισραήλ) που την πιστέψαν και απαίτησαν δικαιοσύνη. Αυτό μας δείχνει ότι υπάρχει ένα περιβάλλον αμφισβήτησης των εμποδίων που βάζει μπροστά στις γυναίκες το βαθιά ριζωμένο πατριαρχικό σύστημα/θεσμοί δικαιοσύνης που είναι καλά κρυμμένα πίσω από το προσωπείο των νεοφιλελεύθερων «προοδευτικών» ελίτ. Τέλος, η εξαιρετική δουλειά της δικηγορικής ομάδας με τη νομολογία κατέδειξε ότι η νομολογία για να είναι σωστή πρέπει να πληροί κάποιες συνθήκες. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε η αστυνομία τη νεαρή γυναίκα, όταν κατάγγειλε, δείχνει ότι δεν μπορούν να εφαρμόσουν τα ανάλογα εθνικά πρωτόκολλα ούτε τις πρόνοιες της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης.

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση