
ΚΥΠΕ
Επιτυχής ήταν έφεση πολίτη ο οποίος είχε κριθεί ένοχος στο αδίκημα της συμμετοχής σε μαζική εκδήλωση διαμαρτυρίας σε δημόσιο χώρο στις 31 Μαΐου 2020 κατά παράβαση των προνοιών διατάγματος που απαγόρευε τις συγκεντρώσεις σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, εν καιρώ πανδημίας. Το Εφετείο έκρινε ότι υπήρξε έλλειψη συνεπούς αντιμετώπισης και μη παροχή επαρκών και πειστικών εξηγήσεων ότι τα μέτρα περιορίστηκαν στον απολύτως αναγκαίο βαθμό, μη υπαρχόντων άλλων ηπιότερων μέτρων.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην απόφαση, ημερομηνίας 4 Σεπτεμβρίου, ο πολίτης είχε παραδεχθεί τη συμμετοχή του σε μαζική διαδήλωση, η οποία συνιστούσε πορεία διαμαρτυρίας. Αυτή άρχισε από την Πλατεία Ελευθερίας, διήλθε, μεταξύ άλλων, από το Υπουργείο Εσωτερικών και κατέληξε ξανά στην Πλατεία Ελευθερίας. Σκοπός της ήταν η έκφραση διαφωνίας προς τη μεταναστευτική πολιτική της Κυβέρνησης και πιο συγκεκριμένα σε σχέση με τον εγκλεισμό αλλοδαπών, αιτητών ασύλου, στο Κέντρο Υποδοχής Πουρνάρα.
Παραθέτει απόσπασμα, μεταξύ άλλων, από την πρόσφατη απόφαση Βαρνακίδης v Αστυνομίας, ότι «τελική επιδίωξη είναι η ορθή εξισορρόπηση της ανάγκης για προστασία της δημόσιας υγείας αφενός, με παράλληλη, αφετέρου, εύλογη διασφάλιση της ελευθερίας του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και της ελευθερίας έκφρασης. Η εξισορρόπηση αυτή επέρχεται μόνο όταν τα μέτρα που επιβάλλονται κρίνονται ως απαραίτητα σε μια δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού με βάση την αρχή της αναλογικότητας».
Στο Διάταγμα, αναφέρεται στην Βαρνακίδης, «η απαγόρευση των εκδηλώσεων, μαζικών και άλλων, συγκεντρώσεων, διαδηλώσεων [.] και παρεμφερών εκδηλώσεων τόσο σε ιδιωτικούς, όσο και σε δημόσιους χώρους ήταν απόλυτη με επαπειλή ποινικής ευθύνης, ενώ «μια ειρηνική διαδήλωση δεν πρέπει, κατ' αρχήν, να υπόκειται στην απειλή ποινικής κύρωσης».
Αντίθετα, προστίθεται, «σειρά μέτρων επέτρεπαν δραστηριότητες συγκέντρωσης προσώπων ακόμα και σε κλειστούς χώρους, υπό όρους, ήτοι "τηρουμένων των κατευθυντήριων οδηγιών του Υπουργείου Υγείας"».
Τούτο, σημειώνεται, «όχι μόνο σε σχέση με την άσκηση μιας άλλης συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας, ήτοι της ελευθερίας εκάστου για εκδήλωση της θρησκείας του (Άρθρο 18.4 του Συντάγματος), αλλά και σε σχέση με δραστηριότητες που ουδεμία σχέση έχουν με την άσκηση ατομικών δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών του ανθρώπου, αλλά φθάνουν μέχρι και τη δερματοστιξία».
Στην παρούσα περίπτωση, αναφέρει το Εφετείο, «το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε (ορθώς) ότι το επίδικο Διάταγμα περιόριζε τα δικαιώματα του Εφεσείοντος, ήτοι του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και της ελεύθερης έκφρασης».
Κατά την κρίσιμη εξέταση όμως της αναγκαιότητας και αναλογικότητας των περιορισμών υιοθέτησε τη θέση του Μ.Κ.5 ότι «οι μαζικές συναθροίσεις ήταν εκ των τελευταίων μέτρων που έπρεπε να αρθούν λόγω του ότι εάν αυτές επιτρέπονταν, τότε δεν θα δικαιολογούνταν, άλλα λιγότερα περιοριστικά, απαγορευτικά μέτρα όπως περιορισμός στους εκκλησιασμούς, στην ατομική ή και ομαδική άθληση, στη λειτουργία των καταστημάτων και της οικονομίας γενικότερα, στις συναθροίσεις συγκεκριμένου αριθμού ατόμων σε οικίες, στον περιορισμό των εργαζομένων για φυσική πρόσβαση στους χώρους εργασίας τους κλπ».
Ο πιο πάνω συλλογισμός βέβαια, σημειώνει το Εφετείο, «ήταν εσφαλμένος, καθότι το ερώτημα έπρεπε να τεθεί αντιστρόφως».
«Δεδομένου ότι οι υπόλοιπες δραστηριότητες, τις οποίες ανέφερε ο Μ.Κ.5, είχαν επιτραπεί, υποκείμενες σε όρους ή κατευθυντήριες οδηγίες, το ερώτημα ήταν για ποιο λόγο δεν θα μπορούσαν να τύχουν ανάλογου χειρισμού και οι μαζικές συγκεντρώσεις. Δηλαδή να υπαχθούν και αυτές σε όρους και οδηγίες αντί να απαγορευθούν απολύτως».
Τα πιο πάνω, συνεχίζει το Εφετείο, «σε συνδυασμό με το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφήρμοσε και στον έλεγχο της αναγκαιότητας και αναλογικότητας τη γενική αρχή ελέγχου συνταγματικότητας, κρίνοντας πως "ο κατηγορούμενος, δεν κατάφερε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πως η απαγόρευση των μαζικών συναθροίσεων σε δημόσιο χώρο που προνοείτο από το επίδικο Διάταγμα ήταν αντισυνταγματική".
Στην πραγματικότητα όμως, επισημαίνει, όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)», Μ. Μαργαρίτης 2019, σ. 371: «Μια επέμβαση θα θεωρηθεί ως «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για ένα «νόμιμο σκοπό», αν ανταποκρίνεται σε μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» και ιδιαίτερα εάν είναι αναλογική προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό και εάν οι αιτιολογίες που προβάλλουν οι εθνικές αρχές είναι «σχετικές και επαρκείς», για την εθνική ασφάλεια, την δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων».
Συνάγεται λοιπόν πως το σχετικό βάρος αναφορικά με την κατάδειξη αναλογικότητας ανήκε στην Κατηγορούσα Αρχή.
Όπως έχει καταδείξει και η υπόθεση Βαρνακίδης, αναφέρει το Εφετείο, «δεν εναπόκειτο στην Υπεράσπιση να προσκομίσει μαρτυρία ή να πείσει περί του αντιθέτου».
«Κρίνουμε πως και σε αυτή την περίπτωση ήταν προφανής, αφενός η έλλειψη συνεπούς αντιμετώπισης και αφετέρου η μη παροχή επαρκών και πειστικών εξηγήσεων ότι τα μέτρα περιορίστηκαν στον απολύτως αναγκαίο βαθμό, μη υπαρχόντων άλλων ηπιότερων μέτρων», αποφαίνεται.
Συνεπεία τούτου υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία προδιαγράφει την τύχη της παρούσας έφεσης, αναφέρει.
«Στη βάση των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη και η επιβληθείσα ποινή ακυρώνονται», καταλήγει.