ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ανατροπή καταδίκης για βία στην οικογένεια λόγω πρωτόδικου λάθους με την κατηγορία

Η απόφαση

ΚΥΠΕ

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε καταδίκη για υπόθεση βίας στην οικογένεια, εντοπίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με «ελλείπουσα κρίση» όσον αφορά την κατηγορία για την οποία καταδίκασε τον κατηγορούμενο και τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να την είχε χειριστεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας.

Συγκεκριμένα, στην απόφασή του ημερομηνίας 16 Απριλίου, το Ανώτατο σε τριμελή σύνθεσή του αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον Εφεσείοντα ότι: «παράνομα επετέθηκε κατά της συζύγου του».

Στην Έκθεση Αδικήματος της σχετικής κατηγορίας αναφερόταν «Κοινή επίθεση, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(4) και 4(1)(2)(ιβ) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 212(Ι)/04 και του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154.»

Το άρθρο 4(1) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν.119(Ι)/2000), προνοεί ότι:
«Όταν τα αδικήματα που αναφέρονται στην πρώτη στήλη του πιο κάτω εδαφίου (2) διαπράττονται από ένα μέλος της οικογένειας σε βάρος άλλου μέλους, αυτά θεωρούνται, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, αυξημένης σοβαρότητας και το Δικαστήριο, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η κατηγορία βασίζεται στα άρθρα του Ποινικού Κώδικα που αναφέρονται στη δεύτερη στήλη του εδαφίου (2) δύναται να επιβάλει τις αυξημένες ποινές που προβλέπονται στην τρίτη στήλη του ίδιου εδαφίου αντί τις ποινές που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα του Ποινικού Κώδικα.»

Στο εδάφιο (2) καταγράφονται σε δώδεκα παραγράφους (α) μέχρι (ιβ) διάφορα αδικήματα του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Στην παρ.(ιβ) αναφέρεται κάτω από τη δεύτερη στήλη το αδίκημα της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Κεφ.154 και κάτω από την τρίτη στήλη ότι: «Η φυλάκιση αυξάνεται από ένα σε δύο χρόνια ή επιβάλλεται προβλεπόμενη χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεχίζει η απόφαση του Ανωτάτου, «είχε αποδεχτεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης ότι ο εφεσείων, σύζυγος της, την κτύπησε με τα δύο του χέρια στα αφτιά. Και βασίστηκε σε αυτή και μόνο για να τον κρίνει ένοχο στην σχετική κατηγορία».

«Με παραπομπή στην πρωτόδικη απόφαση ότι σε σχέση με την κατηγορία: "Βεβαίως θα πρέπει να αποδειχθεί και η ιδιότητα μέλους της οικογένειας εν τη εννοία του νόμου, …", ο εφεσείων προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τον καταδίκασε για αδίκημα κατά παράβαση του Ν.119(Ι)/2000. Διαφορετικά δεν θα απαιτείτο απόδειξη ότι η παραπονούμενη ήταν σύζυγος του, ούτε και σχετική αναφορά στις Λεπτομέρειες Αδικήματος της κατηγορίας».

Στη βάση λοιπόν ότι καταδικάστηκε για αδίκημα κατά παράβαση του Ν.119(Ι)/2000 και επικαλούμενος τις πρόνοιες του άρθρου 16 του Νόμου αυτού, ότι δηλαδή: «Το Δικαστήριο δύναται να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο με μόνη την κατάθεση του θύματος εφόσον δεν ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις να εξασφαλιστεί ενισχυτική μαρτυρία», προσβάλλει, με τον πρώτο λόγο έφεσης, την καταδίκη του στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία και δεν αυτοπροειδοποιήθηκε για την απουσία τέτοιας προτού τον καταδικάσει.

«Διαπιστώνουμε ότι σε κανένα σημείο της πρωτόδικης απόφασης δεν γίνεται αναφορά στο άρθρο 16 του Ν.119(Ι)/2000 ή στην ουσία των όσων διαλαμβάνει. Η πρωτόδικη απόφαση αρχίζει αναφέροντας ότι ο εφεσείων αντιμετώπιζε την κατηγορία της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Κεφ. 154, παραλείποντας μνεία στο Ν.119(Ι)/2000», αναφέρεται. Ωστόσο, προστίθεται, «όπως σημειώνεται πιο πάνω, γίνεται αναφορά στην ιδιότητα της παραπονούμενης ως μέλος της οικογένειας του εφεσείοντα, ως γεγονός που θα έπρεπε να είχε αποδειχτεί».

Το Ανώτατο σημειώνει ότι «όταν ο νόμος προνοεί αυστηρότερη ποινή όταν περιγραφόμενο αδίκημα διαπράττεται κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις που θεωρούνται επιβαρυντικές, ουσιαστικά, έστω και αν δεν είναι νομοτελειακά ακριβές, δημιουργείται ένα νέο αδίκημα, που στοιχειοθετείται με την απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων του περιγραφόμενου αδικήματος, πλέον των επιβαρυντικών περιστάσεων».

Έτσι, επεξηγεί, το άρθρο 4 του Ν.119(Ι)/2000, διαβάζεται με κάθε άλλο άρθρο που ξεχωριστά αναφέρεται στις παραγράφους (α) μέχρι (ιβ) του εδαφίου (2) και ο συνδυασμός τους δημιουργεί ανάλογο, «επαυξημένης σοβαρότητας» («aggravated»), αδίκημα.

Για το αδίκημα της κοινής επίθεσης το άρθρο 242 του Κεφ.154 προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι ένα χρόνο. Μπορεί να επιβληθεί
φυλάκιση μέχρι και δύο χρόνια για το αδίκημα της κοινής επίθεσης εναντίον μέλους της οικογένειας του δράστη, γιατί αυτό προβλέπεται με το άρθρο 4(1) και (2)(ιβ) του Ν.119(Ι)/2000. Και σε αυτή την επαυξημένη ποινή υπόκειτο ο εφεσείων μετά την καταδίκη του, όπως επιβεβαιώνεται από την αναφορά σε σχέση με τη σοβαρότητα του αδικήματος, κατά την επιμέτρηση της ποινής, ότι: "αφορά βία στην οικογένεια και εξού και ο νομοθέτης έχει προνοήσει μεγαλύτερες ποινές", αναφέρεται.

Καταλήγουμε ότι το αδίκημα της κατηγορίας ήταν αυτό που προνοείται στο άρθρο 4(1) και (2)(ιβ) του Ν.119(Ι)/2000 που ενσωματώνει τις πρόνοιες του άρθρου 242 του Κεφ.154, προστίθεται

Σύμφωνα με το Ανώτατο, «το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε στη βάση της αξιόπιστης, όπως τη διαπίστωσε, μαρτυρίας της παραπονούμενης να καταδικάσει τον Εφεσείοντα για το αδίκημα της κοινής επίθεσης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Κεφ. 154. Όμως δεν ήταν αυτή η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο εφεσείων».

«Για να τον καταδικάσει για το αδίκημα της κατηγορίας, δυνάμει του άρθρου 4(1) και (2)(ιβ) του Ν.119(Ι)/2000 σε συνδυασμό με το άρθρο 242 του Κεφ. 154, θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 16 του Νόμου αυτού, που εφαρμόζονται για κάθε καταδίκη δυνάμει του Νόμου και να προβεί σε σχετικές διαπιστώσεις», προστίθεται.

Θα μπορούσε, συνεχίζει το Ανώτατο, «να τον κρίνει ένοχο με μόνη τη μαρτυρία της παραπονούμενης συζύγου του, νοουμένου ότι έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις να εξασφαλιστεί ενισχυτική μαρτυρία. Και βέβαια, εάν έτσι έκρινε, να αποφασίσει κατά πόσο θα προχωρούσε στην καταδίκη του εφεσείοντα με μόνη τη μαρτυρία της».

«Δεν ενήργησε κατ’ αυτό τον τρόπο, με αποτέλεσμα η καταδίκη του εφεσείοντα να κρίνεται ανασφαλής», αποφαίνεται το Ανώτατο, σημειώνοντας ότι «δεν υπάρχει τρόπος να υποκαταστήσουμε την ελλείπουσα κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου».

Κατά συνέπεια, καταλήγει, «ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει, κατάληξη που καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση μας με το δεύτερο λόγο έφεσης».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση

X