
ΚΥΠΕ
Το Εφετείο απέρριψε εφέσεις από καταδικασθέντα αλλά και από τον Γενικό Εισαγγελέα σε υπόθεση που αφορούσε την παράνομη είσοδο τον Ιούλιο 2023 σκάφους με άτυπους μετανάστες από τη Συρία στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο οδηγούσε ο καταδικασθέντας και στην οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου του επέβαλε ποινές φυλάκισης ύψους 18 μηνών, 6 μηνών και 30 μηνών.
Ο κατααδικασθέντας προσέβαλε την καταδικαστική απόφαση ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας το ύψος των δύο πιο μεγάλων ποινών, ως «έκδηλα ανεπαρκείς».
Όπως αναφέρεται στο κείμενο της απόφασης, ημερομηνίας 11 Ιουνίου, πρωτοδίκως, εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής είχαν κληθεί και καταθέσει πέντε μέλη της Αστυνομίας ενώ ο κατηγορούμενος, όταν κλήθηκε σε απολογία, άσκησε το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσε οποιονδήποτε μάρτυρα.
Τα ουσιώδη ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι «την 14/7/2023 αναχώρησε από την παραλία της Ταρτούς της Συρίας ένα σκάφος στο οποίο επέβαιναν 7 άνδρες και ένα άγνωστο πρόσωπο το οποίο πλοηγούσε το σκάφος. Μεταξύ των ανδρών αυτών ήταν και ο Κατηγορούμενος. Το σκάφος πλοηγήθηκε από το άγνωστο πρόσωπο για διάστημα 2 με 3 ωρών (sic) κατά τη διάρκεια των οποίων ο Κατηγορούμενος παρακολουθούσε το άγνωστο πρόσωπο ενόσω ο τελευταίος πλοηγούσε το σκάφος για να μάθει να το πλοηγεί. Ακολούθως το άγνωστο πρόσωπο επιβιβάστηκε σε τζετ σκι και επέστρεψε στη Συρία».
Αναφέρεται ότι «την πλοήγηση του σκάφους ανέλαβε ο Κατηγορούμενος το οποίο και πλοήγησε για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέχρι και την άφιξη τους στην Κύπρο και οι υπόλοιποι επιβαίνοντες τον βοηθούσαν και ενίοτε οδηγούσαν για να ξεκουραστεί ο Κατηγορούμενος. Για σκοπούς προσανατολισμού του, ο Κατηγορούμενος χρησιμοποίησε πυξίδα και, σύμφωνα με τις οδηγίες του άγνωστου προσώπου, τις πρώτες δύο ώρες ακολούθησε διαδρομή 270 μοιρών και στη συνέχεια διαδρομή 280 μοιρών. Οι επιβάτες φορούσαν σωσίβια».
«Κατά την προσέγγιση του σκάφους από τη Λιμενική Αστυνομία της Κύπρου, ο Κατηγορούμενος έσβησε τη μηχανή και άφησε το τιμόνι. Ο κατηγορούμενος δεν είναι κάτοχος άδειας χειριστή σκάφους ή βάρκας ή άδειας μαθητευόμενου», προστίθεται.
Το Εφετείο απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης αναφέροντας ότι «θα πρέπει ευθύς εξαρχής να διευκρινιστεί πως δεν είχαν οποιαδήποτε σημασία αφ' εαυτών ούτε το ότι στην αρχή οδήγησε άλλος ούτε το ότι αργότερα οδήγησαν άλλοι. Τα δύο αυτά γεγονότα ήταν, άσχετα και δεν επηρέαζαν καθ' οιονδήποτε τρόπο τη διαπίστωση ότι ο Κατηγορούμενος είχε οδηγήσει το σκάφος χωρίς να έχει άδεια χειριστή».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σημειώνει το Εφετείο σε άλλο σημείο της απόφασης, «είχε καθοδηγηθεί ορθώς και κατέληξε ότι στην κατάθεσή του ο Κατηγορούμενος προβαίνει σε λεπτομερή παράθεση του ιστορικού, ότι εξηγεί την προηγηθείσα της αναχώρησης από τη Συρία διαδικασία, καθώς και τα όσα έλαβαν χώρα μετά την επιβίβαση στο σκάφος, με σαφείς και λεπτομερείς αναφορές σχετικά με τον βαθμό εμπλοκής του στην πλοήγηση και το σύνολο των ενεργειών του μέχρι τον εντοπισμό τους από τη Μονάδα Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας».
«Κατά την κρίση μας ήταν απολύτως εύλογη η διαπίστωσή του ότι η κατάθεση χαρακτηρίζετο από τέτοια λεπτομέρεια, σαφήνεια και περιγραφικότητα στο σύνολό της, ούτως ώστε μπορούσε να βασιστεί σε αυτή για σκοπούς εξαγωγής ευρημάτων», αναφέρει.
Αυτό, συνεχίζει, «το οποίο εμείς πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι στην πραγματικότητα ούτε πρωτοδίκως ούτε κατ' έφεσιν έχει προβληθεί εισήγηση ότι οτιδήποτε από όσα είχε αναφέρει ο Κατηγορούμενος στην κατάθεσή του δεν ήταν αληθές». «Όλα όσα προβάλλονται στην έφεση συνιστούν ερμηνευτική εκδοχή των ιδίων αυτών γεγονότων, ήτοι των όσων περιέχονται στην κρινόμενη κατάθεση. Χωρίς επ' ουδενί, με την ερμηνεία που προτείνεται, να αναιρείται οποιοδήποτε γεγονός από όσα ο ίδιος είχε γραπτώς καταθέσει», προσθέτει.
Το Εφετείο κρίνει επίσης ότι «το επιχείρημα ότι στην "απουσία οδήγησης και βοήθειας από τους υπόλοιπους, οι μετανάστες δεν θα εισέρχονταν" είναι αντιστρόφως που πρέπει να τεθεί. Στην απουσία οδήγησης και βοήθειας από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο, οι μετανάστες δεν θα εισέρχονταν στη Δημοκρατία».
«Εν σχέσει με το επιχείρημα ότι ελλείπει η πρόθεση συνδρομής, αρκούμαστε στο να επαναλάβουμε τη γενική και καλώς γνωστή αρχή ότι κατά κανόνα αφενός η πρόθεση αναδύεται ως εξυπακουόμενο στοιχείο μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα και αφετέρου τεκμαίρεται ότι έκαστος έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία στην παρούσα πως τα φυσιολογικά αποτελέσματα των ενεργειών του Κατηγορουμένου ήταν η συνδρομή και βοήθεια προς τους υπόλοιπους μετανάστες να φθάσουν με τη βάρκα στη Δημοκρατία», αναφέρεται.
Δεν εντοπίζουμε, προστίθεται, «οποιονδήποτε λόγο επέμβασης στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πληρούντο τα συστατικά του αδικήματος».
Σε σχέση με την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα, το Εφετείο επισημαίνει με επίκληση στο περιεχόμενο νομολογίας ότι συνεκτιμάται πως «στην παρούσα δεν υπήρξε εύρημα, για συνωμοσία ή οργάνωση εκ των προτέρων, ούτε και αντάλλαγμα ή αμοιβή για τη δική του δράση αλλά ούτε και, πέραν των γενικών κινδύνων ενός τέτοιου ταξιδιού, τέθηκε σε συγκεκριμένο υψηλό κίνδυνο η ζωή κάποιου από τους επιβάτες, όπως συνέβη στην Terzelaki».
Βέβαια, αναφέρει, «από την άλλη συμφωνούμε ότι δεν είχε προς όφελος του την έκπτωση που θα δικαιούτο σε περίπτωση παραδοχής και συμφωνούμε επίσης ότι, από αυτής της πλευράς, οι ποινές είναι επιεικείς, λαμβανομένης υπ' όψιν της προβλεπόμενης ποινής των 10 ετών».
Όμως, καταλήγει, «αν και με κάποιο δισταγμό, δεν θα συμφωνήσουμε ότι είναι και έκδηλα ανεπαρκείς και δεν θα προχωρήσουμε στην αύξησή τους, θεωρώντας ότι επιτελούν τους βασικούς σκοπούς της επιβολής ποινής για τέτοια αδικήματα».