
Kathimerini.com.cy
Η Έκθεση της Τριμελούς Ερευνητικής Επιτροπής για τους αερόσακους Takata εντοπίζει σοβαρές ποινικές, πολιτικές και πειθαρχικές ευθύνες για την κρίσιμη, όπως την χαρακτηρίζει περίοδο 2013 – 2023. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το πόρισμα ποινικές ευθύνες καταλογίζονται στους Γιάννη Νικολαΐδη και Σωτήρη Κολέττα, παράλληλα στο κάδρο των ευθυνών είναι και οι πρώην Υπουργός Μεταφορών, Μάριος Δημητριάδης και πρώην Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Μεταφορών, Αλέκος Μιχαηλίδης.
Αναλυτικά τα όσα αναφέρει το πόρισμα
Για σκοπούς του σοβαρού ζητήματος ενδεχόμενης ποινικής ευθύνης, η Επιτροπή αναφέρει ότι από το 2011 μέχρι την 21η Μαρτίου 2017 ίσχυε, σε σχέση με τις ανακλήσεις οχημάτων, η Εγκύκλιος του 2011. Σύμφωνα με την Εγκύκλιο αυτή, οι ΔτΚ ήταν υπεύθυνοι για τις ανακλήσεις τόσο των καινούργιων (λευκών) οχημάτων όσο και των γκρίζων οχημάτων, του ιδίου μοντέλου που αυτοί διέθεταν στην κυπριακή αγορά. Τηρουμένης βεβαίως της ευθύνης του ΤΟΜ για εποπτεία της αγοράς και της εκ του Νόμου ευθύνης του να επεμβαίνει όταν διαπιστώνει κίνδυνο για την οδική ασφάλεια.
Στις 21 Μαρτίου, 2017 η αρμόδια αρχή –ο διευθυντής δηλ. του ΤΟΜ– εξαίρεσε με σχετική Εγκύκλιο τους ΔτΚ από την ευθύνη ανάκλησης των γκρίζων οχημάτων. Το κατά πόσον αυτό έγινε σε γνώση και/ή με την εμπλοκή και/ή με υποδείξεις του Υπουργού του ΥΜΕΕ, είναι θέμα για το οποίο υπάρχουν αντικρουόμενες μαρτυρίες, όπως σημειώνουμε στο κατάλληλο σημείο της Έκθεσης μας.
«Από το 2013 και έκτοτε, το ΤΟΜ λάμβανε συνεχείς προειδοποιήσεις για την επικινδυνότητα των αερόσακων Takata, οι οποίες προέρχονταν (α) από την Υπηρεσία Προστασίας του Καταναλωτή, η οποία, από το 2013 μέχρι τον Μάιο του 2025, απέστειλε 73 τέτοιες προειδοποιήσεις –2 το 2013, 4 το 2015, 4 το 2016, 4 το 2017, 1 το 2018, 5 το 2019, 15 το 2020, 9 το 2021, 5 το 2022, 11 το 2023, 11 το 2024 και 2 το 2025– και σε καμία από αυτές δεν ανταποκρίθηκε, (β) από τις επιστολές του 2015 και 2016 των δύο πολιτών, το περιεχόμενο των οποίων δεν το προβλημάτισε και (γ) από τους ΔτΚ, οι οποίοι ζητούσαν επικαιροποιημένα στοιχεία των ιδιοκτητών οχημάτων που θα έπρεπε να ανακληθούν, τα οποία και έδινε χωρίς περαιτέρω ενέργειες και προβληματισμό», αναφέρεται.
Σημειώνεται στο σημείο αυτό, προστίθεται, «ότι ανάκληση γίνεται όταν ένα όχημα παρουσιάζει κίνδυνο για την οδική ασφάλεια».
Παρά τις πιο πάνω προειδοποιήσεις, συνεχίζει η έκθεση, «το ΤΟΜ δεν διαπίστωσε – ως όφειλε - κίνδυνο για την οδική ασφάλεια ή για την ασφάλεια των χρηστών οχημάτων εφοδιασμένων με αερόσακους Takata, ούτε εκπλήρωσε το καθήκον ενέργειας που του επέβαλλε το άρθρο 8(4) του Ν.61(Ι)/2005 και τους δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμούς».
Και αυτό, αναφέρεται, «γιατί θεωρούσε πως το καθήκον και η αποστολή του περιοριζόταν –στις περιπτώσεις ανακλήσεων για αντιμετώπιση των κινδύνων, για τους οποίους γίνονταν– απλώς στο να δίνει επικαιροποιημένα στοιχεία των ιδιοκτητών στους ΔτΚ για προώθηση των ανακλήσεων».
Πρόκειται, επισημαίνεται, «όπως ήδη έχουμε παρατηρήσει, για μια στρεβλωμένη και επικίνδυνη αντίληψη που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια που Διευθυντής – αρμόδια αρχή– του ΤΟΜ ήταν ο Σ. Κολέττας και παγιώθηκε όταν Διευθυντής του ΤΟΜ ήταν ο Γ. Νικολαΐδης, και
«Στις 30 Ιουλίου, 2017 τραυματίστηκε πολύ σοβαρά στο πρόσωπο και στο χέρι, με ανεξίτηλες παραμορφωτικές ουλές στο πρόσωπο, ο 19χρονος τότε Α. Λούγκου, από έκρηξη του αερόσακου Takata, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΗΤΜ767, BMW σειρά 3(Ε46), το οποίο είχε Ευρωπαϊκή Έγκριση Τύπου», αναφέρεται.
Στη συνέχεια, προστίθεται, «στις 24 Ιανουαρίου,2023, τραυματίστηκε θανάσιμα ο 24χρονος Κ. Όξυνος λόγω επίσης έκρηξης του αερόσακου Takata του αυτοκινήτου με αριθμό εγγραφής ΗΕΗ737, μάρκας BMW 318i που οδηγούσε, το οποίο επίσης είχε Ευρωπαϊκή Έγκριση Τύπου».
Στις 21 Οκτωβρίου, 2024 «τραυματίστηκε θανάσιμα η 19χρονη Στυλιανή Γιωργαλλή λόγω έκρηξης και πάλι του αερόσακου Takata του αυτοκινήτου με αριθμό εγγραφής ΚPP825, μάρκας Toyota Vitz, το οποίο δεν είχε Ευρωπαϊκή Έγκριση Τύπου, αλλά κυκλοφορούσε στην Κύπρο λόγω της εθνικής επί μέρους Έγκρισης Τύπου».
Ενώπιον της Επιτροπής αναφέρθηκε και τέταρτο δυστύχημα λόγω έκρηξης του αερόσακου Takata, το οποίο, ευτυχώς, δεν επέφερε τραυματισμούς, προστίθεται.
Στη βάση του πιο πάνω πραγματικού πλαισίου εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον η Επιτροπή διαπιστώνει ενδεχόμενο διάπραξης ποινικού ή ποινικών αδικημάτων, αναφέρεται και προστίθεται ότι «η απάντηση της Επιτροπής, επιπροσθέτως των πειθαρχικών παραπτωμάτων, είναι θετική».
«Έχουμε προς τούτο παραθέσει τα ευρήματα της Έρευνας που αιτιολογούν την πιο πάνω θετική απάντηση [Όρος 4(2)(ζ)], αλλά η Επιτροπή θεωρεί πως είναι εκτός του πλαισίου των Όρων Εντολής της αν, εν είδει δικαστικής απόφασης, προχωρούσε περαιτέρω», συνεχίζει.
Και αυτό, εξηγεί, «γιατί αρμόδιος, για να αποφασίσει κατά πόσον –ως αποτέλεσμα των ευρημάτων της Επιτροπής- αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων, είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 113 του Συντάγματος, και τελικός κριτής, για να αποφασίσει κατά πόσον συγκεκριμένο πρόσωπο είναι αθώο ή ένοχο διάπραξης κάποιου αδικήματος, είναι το Δικαστήριο».
Στη βάση λοιπόν της θεώρησης αυτής, περιοριζόμαστε να επισημάνουμε ότι ως αποτέλεσμα της έρευνας μας, ενδεχομένως, έχουν διαπραχθεί τα ποινικά αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας του άρθρου 105 του ΠΚ για τους λόγους που ήδη αναφέραμε στο Κεφ.IV που πραγματεύεται την Έκθεση Κοτζιάπασιη».
«Να σημειώσουμε εδώ ότι εκ πρώτης όψεως θεωρούμε προβληματική τη διάπραξη, ενδεχομένως, και του αδικήματος της παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος του άρθρου 134 του ΠΚ, αφού για στοιχειοθέτηση του αδικήματος αυτού απαιτείται απόδειξη ότι ο δημόσιος λειτουργός που παραμελεί την εκτέλεση καθήκοντος, το πράττει εσκεμμένα και το «εσκεμμένα» φαίνεται να προϋποθέτει ειδική πρόθεση και να μην ικανοποιείται στη βάση αμέλειας και απραξίας», προστίθεται.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο διάπραξης του αδικήματος «της ανθρωποκτονίας (άρθρο 205 του ΠΚ) και/ή της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης (άρθρο 210 του ΠΚ) που αφορούν στον θανάσιμο τραυματισμό του Κ. Όξυνου και της Στ. Γιωργαλλή, ως και το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης του άρθρου 231 του ΠΚ που αφορά τον Α. Λούγκου».
Όπως ήδη σημειώνεται πιο πάνω, η Επιτροπή, «για ευνόητους λόγους, δεν προχώρησε σε περαιτέρω ανάπτυξη της απάντησης της εν είδει δικαστικής απόφασης».
Επισημαίνει ότι «υπό τα περιστατικά που περιβάλλουν τους θανάτους των δύο νεαρών προσώπων και τον σοβαρό τραυματισμό του τρίτου, λόγω έκρηξης του αερόσακου των οχημάτων, που οδηγούσαν, ενδέχεται να εμπλέκονται στα αδικήματα των άρθρων 205, 210 και 231 του ΠΚ όσοι (α) είχαν αντίληψη ή όφειλαν να έχουν αντίληψη του κινδύνου –ΤΟΜ και ΔτΚ– που διέτρεχαν οι χρήστες οχημάτων εφοδιασμένων με αερόσακους Takata, και (β) οι οποίοι είχαν καθήκον ενέργειας για λήψη μέτρων μείωσης ή αποτροπής του κινδύνου και (γ) παρέλειψαν και/ή αμέλησαν και/ή αδιαφόρησαν να εκπληρώσουν το καθήκον ενέργειας, προειδοποιώντας αυτούς που κινδύνευαν και λαμβάνοντας μέτρα μείωσης ή αποτροπής του κινδύνου».
Με αποτέλεσμα, προσθέτει, «δύο νεαρά πρόσωπα να χάσουν τη ζωή τους και τρίτο να τραυματιστεί σοβαρά, θλιβερό αποτέλεσμα που, ενδεχομένως, θεμελιώνει την απαιτούμενη αιτιώδη συνάφεια».
«Αποτελεί εύρημα της Επιτροπής ότι οι Υπουργοί της περιόδου 2013-2023 έχουν βαριά πολιτική ευθύνη, την οποία όμως ουδείς εξ αυτών αναγνώρισε και ανέλαβε», σημειώνεται στα γενικά συμπεράσματα.
Και αυτό, αναφέρεται, «με το πρόσχημα ότι ουδείς τους ενημέρωσε για το πρόβλημα με τους αερόσακους Takata και τον τρόπο με τον οποίο το ΤΟΜ αντιμετώπιζε το πρόβλημα. Αν το γνώριζαν, πρόβαλαν, ασφαλώς και θα το αντιμετώπιζαν, όπως αποδεδειγμένα αντιμετώπισαν και άλλα θέματα κατά τη διάρκεια της θητείας τους ως Υπουργοί».
Πρόκειται, κατά την άποψη της Επιτροπής, «για αιτιάσεις που παραβλέπουν, αφενός, ότι η ευθύνη των Υπουργών «… είναι αντικειμενική, δεν χρειάζεται να έχει άμεσα και προσωπική εμπλοκή ένας/μία υπουργός σε ένα ζήτημα για να του/της καταλογιστεί» και, αφετέρου, ότι «… εάν τα πρόσωπα στην κορυφή της πολιτικής και κοινωνικής πυραμίδας δεν αναλαμβάνουν ευθύνη για τις πράξεις και παραλείψεις τους, τότε ενθαρρύνουν την εδραίωση γενικής και πολιτικής ασυδοσίας» και με τη μη ανάληψη ευθύνης δεν « … καλλιεργείται η πραγματική εμπιστοσύνη του πολίτη προς το Κράτος και τους πολιτειακούς θεσμούς»».
«Θλιβερή διαπίστωση της Επιτροπής –για τους πέντε (5) από τους έξι (6) πρώην ΓΔ– είναι η ευκολία, με την οποία πρόβαλαν την αφοπλιστική δικαιολογία πως ούτε και αυτοί γνώριζαν για το πρόβλημα με τους αερόσακους Takata, ή γενικά για τις ανακλήσεις και τον τρόπο αντιμετώπισης τους από το ΤΟΜ, ότι η ΗΜΥ δεν τους κοινοποίησε τις εκθέσεις της, ως όφειλε, και, δεν ήταν δυνατόν για τη διεύθυνση του Υπουργείου να ασκεί επαρκή εποπτεία στις πολλές Υπηρεσίες/Τμήματα του Υπουργείου. Και αυτό λόγω του ότι η άσκηση εποπτείας επί τόπου, απαιτούσε την παρουσία λειτουργών του Υπουργείου, πράγμα αδύνατο», συνεχίζει η έκθεση.
Παραβλέπουν όμως, σημειώνει, ότι «με τις δικαιολογίες αυτές αναγνώρισαν ανεπάρκεια στην εκτέλεση των καθηκόντων τους ως ΓΔ του Υπουργείου, και σχετικά παραπέμπουμε στα «Καθήκοντα και Ευθύνες» που ανέλαβαν με τον διορισμό τους. Ότι, δηλαδή, ανέλαβαν την ευθύνη για την άρτια και αποτελεσματική οργάνωση, διεύθυνση και εποπτεία των δραστηριοτήτων των Τμημάτων/Υπηρεσιών του Υπουργείου, καθώς και τον απαραίτητο συντονισμό. Ευθύνη, την οποία ουσιαστικά οι ίδιοι αναγνώρισαν ότι απέτυχαν να εκπληρώσουν».
«Όπως ήδη έχουμε επισημάνει, για την κρίσιμη περίοδο (2013-2023) είχε διαμορφωθεί και στη συνέχεια παγιωθεί, στο Τμήμα, η αντίληψη ότι την ευθύνη για τις ανακλήσεις και την εκτίμηση κινδύνου την είχε αποκλειστικά ο κατασκευαστής, και το ΤΟΜ είχε ως μόνο καθήκον να τους κοινοποιεί επικαιροποιημένα στοιχεία των ιδιοκτητών των υπό ανάκληση οχημάτων», αναφέρεται.
«Χαρακτηρίσαμε την αντίληψη αυτή στρεβλωμένη και επικίνδυνη, γιατί, στην πραγματικότητα, το ΤΟΜ μετέθεσε τις ευθύνες του σε τρίτα, μη κρατικά, όργανα, και μετέτρεψε την αποστολή του Τμήματος από φύλακα της οδικής ασφάλειας σε διαβιβαστή πληροφοριών σε τρίτους», αναφέρεται.
Με αποτέλεσμα, σημειώνεται, «να επιδείξει ασύγγνωστη αδιαφορία και απραξία στις συνεχείς προειδοποιήσεις/πληροφορίες για την επικινδυνότητα των αερόσακων Takata, και να μη προβεί, ως όφειλε, σε διαπίστωση κινδύνου για εκπλήρωση, στη συνέχεια, του καθήκοντος ενέργειας που είχε δυνάμει του Νόμου, των Κανονισμών και της αποστολής του».
Η Επιτροπή εντοπίζει επίσης ότι μεταξύ των διαφόρων Κρατικών Υπηρεσιών «δεν υπάρχει η απαιτούμενη συνεργασία και αλληλοενημέρωση στα θέματα οδικής ασφάλειας».
Ομοίως ανέδειξε, αναφέρεται, «ότι το πολυπρόσωπο Συμβούλιο Οδικής Ασφάλειας περί πολλά τυρβάζει αλλά υστερεί στην ουσία της αποστολής του που είναι η οδική ασφάλεια».
Με πιο ανησυχητικό, προστίθεται, «το παιχνίδι της μη ανάληψης ευθύνης και μετάθεσης της ευθύνης σε άλλους (blame game) να είναι ευρέως διαδεδομένο, και να έχουν διαμορφωθεί και παγιωθεί, σε μεγάλο βαθμό, λανθασμένες και επικίνδυνες νοοτροπίες που θα πρέπει να εκριζωθούν και να αντικατασταθούν με γνώμονα την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος».
Για να γίνει δε αυτό, σημειώνεται, «στα διάφορα πόστα πρέπει να τοποθετούνται πρόσωπα τα οποία, επιπρόσθετα από τα οποιαδήποτε προσόντα, συναισθάνονται ότι οι υψηλές θέσεις έχουν μεν πολλά προνόμια αλλά συνοδεύονται και από πολλές ευθύνες, τις οποίες θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αναλάβουν και να υποστούν τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας».