ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η βιομηχανία ξεμένει από πρώτες ύλες

Οι ελλείψεις σε χαλκό και ημιαγωγούς φρενάρουν την ανάπτυξη και διακόπτουν την παραγωγή.

Kathimerini.gr

Ρουμπίνα Σπάθη

Καθώς η εμβολιαστική διαδικασία προχωράει, η παγκόσμια οικονομία ευελπιστεί να αφήσει πίσω της τον εφιάλτη της πανδημίας και ετοιμάζεται να ανεβάσει ταχύτητες και να βάλει τις μηχανές να δουλεύουν νυχθημερόν. Το εντυπωσιακό ράλι που σημειώνουν οι τιμές των πρώτων υλών στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, από το σιδηρομετάλλευμα και τον χαλκό μέχρι το θεωρούμενο παρωχημένο πλέον πετρέλαιο, αντανακλά την αναμενόμενη ανάκαμψη και την ιλιγγιώδη ζήτηση που αυτή φέρνει μαζί της. Την ίδια στιγμή, όμως, προοιωνίζεται την κλίμακα του προβλήματος για τις βιομηχανίες που αγωνίζονται να αντεπεξέλθουν στη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση ενώ βρίσκονται αντιμέτωπες με πρωτοφανείς ελλείψεις τεχνολογίας και πρώτων υλών. Εδώ και μήνες, αναγκάζονται να μειώσουν και ενίοτε ακόμη και να αναστείλουν πλήρως την παραγωγή τους σε ορισμένες μονάδες τους.

Η έλλειψη ημιαγωγών, κατά κύριο λόγο απότοκος της πανδημίας, αν και σχετίζεται με το γεγονός ότι η παραγωγή τους είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων βιομηχανιών, έχει φέρει στα όριά τους τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες της Ευρώπης. Παράλληλα, αγγίζει κάθε τομέα της υψηλής τεχνολογίας, καθώς οι ημιαγωγοί είναι αναγκαίοι για την παραγωγή ηλεκτρονικών υπολογιστών και τηλεοράσεων.

Ενδεικτική του κλίματος ανάμεσα στις βιομηχανίες που υφίστανται τις συνέπειες ήταν η ανακοίνωση της εμβληματικής γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen, η οποία μέσα στην εβδομάδα εξέφρασε αισιοδοξία για τις προοπτικές της στο εγγύς μέλλον, αλλά δεν παρέλειψε να προειδοποιήσει για τον ενδεχόμενο αντίκτυπο από την έλλειψη επεξεργαστών. Εχουν, άλλωστε, προηγηθεί τους τελευταίους μήνες ηχηρές ανακοινώσεις για διακοπή λειτουργίας ολόκληρων μονάδων παραγωγής. Την ίδια στιγμή, μειώνονται ραγδαία τα αποθέματα χαλκού, μιας πρώτης ύλης που είναι εξίσου αναγκαία όσο και οι ημιαγωγοί για πολύ μεγάλο φάσμα βιομηχανιών και προπαντός για τους κλάδους που ηγούνται της στροφής στην πράσινη οικονομία, όπως οι βιομηχανίες ηλεκτροκίνητων οχημάτων και η παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Μια ανεμογεννήτρια ικανή να παράγει ένα μεγαβάτ, που αρκεί για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες 500 νοικοκυριών, χρειάζεται τουλάχιστον τρεις τόνους χαλκού. Και βέβαια, το βιομηχανικό μέταλλο είναι εξίσου αναγκαίο για τις καλωδιώσεις μικροεπεξεργαστών. Σύμφωνα με την Bank of America, η παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει άμεσα «να ξεμείνει από χαλκό», καθώς τα αποθέματά του δεν καλύπτουν την παγκόσμια ζήτηση παρά μόνο για τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Την ιλιγγιώδη ζήτηση για το βιομηχανικό μέταλλο αντανακλά, άλλωστε, η εκτίναξη της τιμής του, που μέσα στην εβδομάδα ανήλθε σε 10.000 δολάρια ο τόνος όταν πριν από ενάμιση χρόνο κυμαινόταν σε 6.000 δολάρια ο τόνος. Και βέβαια η Bank of America πιθανολογεί την εκτίναξή του έως και σε 20.000 δολάρια μέχρι το 2025 ακριβώς εξαιτίας της ανεπάρκειάς του.

Την κατάσταση επιδεινώνουν οι ελλείψεις γυαλιού που σημειώθηκαν παγκοσμίως τις τελευταίες εβδομάδες λόγω μιας εξαιρετικά αρνητικής συγκυρίας. Τους τελευταίους μήνες, οι μεγαλύτερες βιομηχανίες γυαλιού ανέφεραν ατυχήματα σε μονάδες παραγωγής τους, που είχαν καθοριστικό αντίκτυπο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η γενική διακοπή ρεύματος, κοινώς το blackout, που τον Δεκέμβριο έπληξε καίρια την παραγωγή σε εργοστάσιο της Nippon Electric Glass στην Ιαπωνία, αλλά και η έκρηξη σε μονάδα παραγωγής της AGC Fine Techno στην Κορέα τον Ιανουάριο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της συμβουλευτικής DSCC Co, η παραγωγή θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα και ολόκληρο το καλοκαίρι.

Μειώνονται τα αποθέματα, εκτινάσσεται η τιμή του «κόκκινου μετάλλου»

Από το φθινόπωρο ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P προειδοποιούσε πως το έλλειμμα στην προσφορά χαλκού θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς έχει προηγηθεί μείωση της παραγωγής ενώ η ζήτηση αυξάνεται θεαματικά. Στη διάρκεια του περασμένου έτους, τα περιοριστικά μέτρα για την ανάσχεση της πανδημίας έπληξαν καίρια ορισμένες χώρες-κλειδιά για την προσφορά χαλκού, τις σημαντικότερες παραγωγούς χώρες, όπως η Χιλή, οι ΗΠΑ αλλά και το Περού. Ετσι η παγκόσμια παραγωγή χαλκού μειώθηκε κατά 21%. Είχε, άλλωστε, προηγηθεί μείωση της παραγωγής του τα αμέσως προηγούμενα χρόνια εξαιτίας του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου που είχε δημιουργήσει προβλήματα στον μεταποιητικό τομέα και είχε περιορίσει τη ζήτηση από την Κίνα.

Η τιμή του κόκκινου μετάλλου άρχισε να κινείται ανοδικά ήδη από το καλοκαίρι του 2020, όταν η παγκόσμια οικονομία βγήκε από το πρώτο κύμα της πανδημίας και σημειώθηκε ανάκαμψη. Τώρα, όμως, που η εμβολιαστική διαδικασία έχει αλλάξει το κλίμα στην αγορά και η ανάκαμψη επιταχύνεται, οι εταιρείες ορυχείων δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να εντοπίσουν και να αξιοποιήσουν προγράμματα εξόρυξης χαλκού υψηλής ποιότητας. Γι’ αυτό και πολλοί αναλυτές προέβλεπαν εδώ και δύο χρόνια πως θα διευρυνθεί το χάσμα ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση για το κόκκινο βιομηχανικό μέταλλο περίπου στα μέσα της δεκαετίας, εκτός κι αν αναπτυχθούν νέα σχέδια εξόρυξής του. Ο χαλκός είναι καθοριστικός για τις βιομηχανίες που ηγούνται της στροφής στην πράσινη οικονομία, γι’ αυτό και ο Ντέιβιντ Νόιχαουζερ, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του hedge fund Livermore Partners, τον χαρακτηρίζει «το νέο πετρέλαιο».

Οπως ακριβώς και η Bank of America αλλά και αναλυτές της HSBC, ο Νόιχαουζερ προβλέπει εκτίναξη της τιμής του κόκκινου μετάλλου μέσα στα επόμενα χρόνια και βλέπει την τιμή του να διαμορφώνεται στις 20.000 δολάρια ο μετρικός τόνος. Και δεν είναι ο μόνος. Οι περισσότεροι αναλυτές της αγοράς πιθανολογούν μια εκτόξευση της τιμής του ανάλογη με αυτή που είχε γνωρίσει προ ολίγων ετών η τιμή του νικελίου, όταν μειώθηκαν τα αποθέματα του μετάλλου με αποτέλεσμα οι τιμές του να εκτιναχθούν κατά περισσότερο από 300%. Το καίριας σημασίας βιομηχανικό μέταλλο είναι αναγκαίο όχι μόνον για την παραγωγή μπαταριών λιθίου με τις οποίες λειτουργούν τα ηλεκτροκίνητα οχήματα, αλλά και για τους κινητήρες αυτών των οχημάτων όπως και για τους σταθμούς τροφοδοσίας τους. Είναι, παράλληλα, εξίσου αναγκαίος για όλα τα κατασκευαστικά σχέδια, όπως και για την παραγωγή των λευκών οικιακών συσκευών. Ο χαλκός βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε αυτή τη φάση, αλλά οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στον κίνδυνο να παραμείνει πολύ μειωμένη η προσφορά του σε σχέση με τη ζήτηση.

Οι τρεις κολοσσοί και οι αιτίες της ανεπάρκειας επεξεργαστών στην παγκόσμια αγορά

Η έλλειψη ημιαγωγών οφείλεται πρωτίστως σε έναν εσφαλμένο υπολογισμό των βιομηχανιών που μεσούσης της πανδημίας μείωσαν τις παραγγελίες τους προεξοφλώντας πτώση της ζήτησης λόγω των περιοριστικών μέτρων ανά τον κόσμο. Με την πρώτη χαλάρωση των μέτρων και την υποχώρηση του πρώτου κύματος, ωστόσο, η ζήτηση έφθασε σε ιλιγγιώδη επίπεδα και οι βιομηχανίες ημιαγωγών άρχισαν να αγωνίζονται για να αντεπεξέλθουν. Η Samsung Electronics έχει προειδοποιήσει για «σοβαρή έλλειψη ισορροπίας» στον κλάδο, ενώ η Taiwan Semiconductor Manufacturing Co (TSMC) έχει καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη ζήτηση ακόμη και αν έχει όλα τα εργοστάσιά της να δουλεύουν στο 100% της παραγωγικής τους δυνατότητας. Παράλληλα, όμως, η έλλειψη οφείλεται και στο γεγονός ότι η παραγωγή ημιαγωγών έχει περιοριστεί σε λίγες βιομηχανίες. Θεωρητικά, η προφανής λύση θα ήταν μια αύξηση της παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο με περισσότερα εργοστάσια ανά τον κόσμο. Επιχειρείται μάλιστα κάτι τέτοιο τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ε.Ε., ενώ η Κίνα έχει αναγορεύσει σε μείζονα εθνική προτεραιότητα την αυτάρκειά της σε ημιαγωγούς. Το πρόβλημα είναι, ωστόσο, πως η ανέγερση μονάδων παραγωγής ημιαγωγών απαιτεί αφενός χρόνια και αφετέρου δισ. δολάρια. Και είναι ιδιαίτερα επισφαλής ως επιχειρηματική επένδυση, καθώς η εταιρεία μπορεί εύκολα να βρεθεί σε μειονεκτική θέση αφού η τεχνογνωσία της μπορεί να ξεπεραστεί γρήγορα. Σύμφωνα με τον Κρεγκ Μπάρετ, πρώην επικεφαλής μιας εκ των μεγαλύτερων βιομηχανιών ημιαγωγών, της Intel, αυτοί οι επεξεργαστές είναι οι πλέον σύνθετες συσκευές που έχει δημιουργήσει ποτέ ο άνθρωπος.

Οι μονάδες παραγωγής επεξεργαστών λειτουργούν 24 ώρες την ημέρα επί επτά ημέρες την εβδομάδα, για τον απλούστατο λόγο ότι έχουν υψηλό κόστος. Η ανέγερση μιας μονάδας που μπορεί να παράγει 50.000 ημιαγωγούς τον μήνα κοστίζει περίπου 15 δισ. δολάρια. Τα περισσότερα από αυτά προορίζονται για τον εξειδικευμένο εξοπλισμό, οι πωλήσεις του οποίου ανήλθαν το 2020 σε 60 δισ. δολάρια. Εχουν, άλλωστε, διπλασιαστεί από το 2015.

Το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαιουχικών αυτών επενδύσεων έχουν κάνει οι τρεις μεγαλύτερες βιομηχανίες ημιαγωγών που κυριαρχούν στην αγορά, οι Intel, Samsung και TSMC. Τα εργοστάσιά τους είναι τα πλέον προηγμένα στον κλάδο και έχουν κοστίσει από 20 δισ. δολάρια το καθένα. Για το τρέχον έτος η TSMC έχει προγραμματίσει να δαπανήσει άλλα 28 δισ. δολάρια για εξοπλισμό αλλά και για νέες μονάδες παραγωγής. Μπορεί να συγκρίνει κανείς τα ποσά αυτά με τις δαπάνες που έχει εξαγγείλει η αμερικανική κυβέρνηση στο πλαίσιο του σχεδίου της να εξασφαλίσει επάρκεια σε μικροεπεξεργαστές. Θα διαπιστώσει άμεσα πως τα προβλεπόμενα κεφάλαια ωχριούν μπροστά σε αυτά που διαθέτουν οι βιομηχανίες του κλάδου. Το κεφάλαιο που προβλέπει για τον σκοπό αυτόν δεν υπερβαίνει τα 50 δισ. δολάρια και μάλιστα προβλέπεται να διατεθεί σε χρονοδιάγραμμα πενταετίας.

Εξίσου καθοριστικό, πάντως, είναι το γεγονός ότι αφού διαθέσει τα ιλιγγιώδη αυτά ποσά μια βιομηχανία, βλέπει την κολοσσιαία επένδυσή της να είναι τεχνολογικά παρωχημένη και πίσω από τις εξελίξεις σε χρονικό διάστημα το πολύ μιας πενταετίας. Αυτό σημαίνει πως για να αποφύγουν τη ζημία, οι βιομηχανίες μικροεπεξεργαστών πρέπει να καταγράφουν κέρδη της τάξης των 3 δισ. δολαρίων σε κάθε μονάδα τους. Ως εκ τούτου, μόνον οι τρεις μεγάλες βιομηχανίες, που πέρυσι συγκέντρωσαν έσοδα ύψους 188 δισ. δολαρίων, έχουν τη δυνατότητα να οικοδομήσουν τις απαιτούμενες εγκαταστάσεις.

Ζωτικής σημασίας

Υπογραμμίζοντας τον καθοριστικό ρόλο των επεξεργαστών σε όλο σχεδόν το φάσμα της βιομηχανίας, ο Στέισι Ράσγκον, αναλυτής της Wall Street για θέματα βιομηχανίας, υπογράμμισε πως «μπορεί να έχεις όλα τα υπόλοιπα υλικά, όμως αν σου λείπει ο επεξεργαστής, δεν μπορείς να παράγεις το προϊόν σου».

Πρωτοφανές

Αναφερόμενος στα προβλήματα που έχει προκαλέσει στην εταιρεία του η έλλειψη μικροεπεξεργαστών, ο συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της βιομηχανίας Himax Technologies, Τζόρνταν Βου, τόνισε: «Δεν έχω ξαναδεί κάτι αντίστοιχο τα τελευταία 20 χρόνια από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η εταιρεία μας, καθώς τώρα σε κάθε εφαρμογή υπάρχει έλλειψη μικροεπεξεργαστών».

Ο «γίγαντας»

Σχολιάζοντας την απόφαση της χώρας του να κατασχέσει ένα ορυχείο χαλκού εν μέσω διαφωνιών με τον ιδιοκτήτη του, ο υπουργός Ορυχείων της Ζάμπιας, Μπάρναμπι Μουλένγκα, χαρακτήρισε το βιομηχανικό μέταλλο «γίγαντα που κοιμάται και πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξόρυξή του κάποια στιγμή». 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Επιχειρήσεις: Τελευταία Ενημέρωση

X