ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Όλα πήγαν λάθος με τη Uniastrum

Διαχρονικά, στη ρωσική θυγατρική απέτυχαν να τηρηθούν οι σχεδιασμοί.

Πολύ βαθύ ήταν το πρόβλημα στην Uniastrum Bank, αφού όπως προκύπτει από στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν, η τότε διοίκηση και διεύθυνση της τράπεζας δεν κατόρθωσε ποτέ να πάρει τον έλεγχο της τράπεζες και να εφαρμόσει καινούργιες πρακτικές, όπως ήταν οι σχεδιασμοί, παρά το ότι έλεγχε το 80% του μετοχικού κεφαλαίου.

Ιδιαίτερα προβληματικές φαίνεται να ήταν και οι σχέσεις αλλά και η επίσημη συμφωνία με τους δύο αρχικούς μετόχους της ρωσικής τράπεζας, Georgy Piskov, και Gagik Zakarian, όπως προκύπτει από αποσπάσματα συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, τα οποία περιλαμβάνονται στην απόφαση της Eπιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε σχέση με τη μη μείωση του good will της ρωσικής θυγατρικής. Ο Πρώτος Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος, Γιάννης Πεχλιβανίδης, σημείωσε ότι θα έπρεπε έγκαιρα να είχε επιδιωχθεί μεγαλύτερη έκταση και βάθος στην παρουσία της Τράπεζας Κύπρου στη στελεχιακή δομή της Uniastrum Bank αλλά και να οριοθετηθούν ξεκάθαρα τα όρια της παρουσίας των δύο Ρώσων συνεταίρων.

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του τότε προεδρεύοντow του Διοικητικού Συμβουλίου Ανδρέα Αρτέμη σε συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου στις 3.8.2012 ότι ενώ όλα τα επισφαλή δάνεια που είχαν εντοπισθεί κατά τον έλεγχο δέουσας επιμέλειας για σκοπούς εξαγοράς της τράπεζας και είχαν τοποθετηθεί σε escrow account εξοφλήθηκαν, στη συνέχεια εμφανίστηκαν αρκετά σημαντικά δάνεια που προϋπήρχαν και που σήμερα δεν εξυπηρετούνται με αποτέλεσμα η τράπεζα να πρέπει να διενεργεί σημαντικές προβλέψεις.

Άλλος σύμβουλος, ο Γ. Γεωργιάδης έστρεψε την προσοχή του στο θέμα του Συμβολαίου με την Unistream (εταιρεία ελεγχόμενη από τους μειοψηφούντες μετόχους της Uniastrum) και το θέμα των αμοιβών των δύο Ρώσων συνεταίρων.

Όπως αποδείχθηκε, η συνέχεια εξακολουθούσε να είναι προβληματική και καταγράφηκε σε επόμενη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου στις 31.1.2013, με το Διοικητικό Συμβούλιο να επαναλαμβάνει τις έντονες ανησυχίες του για τη Uniastrum Bank, ιδιαίτερα όσον αφορά τη συνεχή αποχώρηση στελεχών, τη μη ικανοποιητική διαχείριση κινδύνων, τον υψηλό κίνδυνο φήμης και την ενεργό ανάμιξη των δύο Ρώσων μετόχων/συνιδιοκτητών στην εκτελεστική διεύθυνση της Τράπεζας, γεγονός το οποίο αποτελεί τροχοπέδη στην εφαρμογή των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου. Βέβαια, όλα αυτά προέκυψαν ουσιαστικά κατόπιν εορτής και όταν ήταν πλέον πολύ αργά για να αναστραφούν τα δεδομένα για την τράπεζα.
Φταίνε οι άλλοι

Πάντως, ο τότε Ανώτερος Γενικός Διευθυντής του Συγκροτήματος, Νικόλας Καρυδάς, έριξε την ευθύνη της αποτυχίας της μεγάλης επένδυσης στους συναδέλφους του στην τράπεζα, σχολιάζοντας πως ο ίδιος είχε ενδοιασμούς αλλά δεν αντιτάχθηκε στην επένδυση δίδοντας βάση στην ικανότητα των άλλων Διευθυντών να εφαρμόσουν αυτά τα οποία είχαν αναφερθεί και προδιέγραψαν ότι θα τα πραγματοποιούσαν. «Το ότι τίποτα από όλα εκείνα που προδιέγραψαν ότι θα εκτελούσαν, δεν εφαρμόστηκαν, 3 και 4 χρόνια μετά θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας την οποία και πάλι δεν βλέπω π;vς μπορώ εγώ προσωπικά να επηρεάσω τη διεξαγωγή της».

Ο Ν. Καρυδάς υποστήριξε πως εμφανίζεται απροθυμία από την τράπεζα να διερευνηθεί σε βάθος η πιθανή σχέση των άλλων μετόχων με τα προβληματικά δάνεια, με τη δικαιολογία ότι η τράπεζα ήταν προς πώληση και θα ήταν μία προσπάθεια να «ωραιοποιήσουμε τη νύφη ».

Η εμπλοκή Κεντρικής

Προβληματισμό για την πορεία της τράπεζας στη Ρωσία είχε εκφράσει μερικούς μήνες νωρίτερα και συγκεκριμένα στα τέλη Δεκεμβρίου 2011 και η Κεντρική Τράπεζα, και πιο συγκεκριμένα σε σχέση με την στελέχωση της ρωσικής τράπεζας και το βαθμό εκπροσώπησης και ελέγχου από τη μητρική τράπεζα, την επάρκεια και αποτελεσματικότητα του συστήματος εσωτερικού ελέγχου και του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων, την ποιότητα του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων ενόψει της μεγάλης πιστωτικής επέκτασης κατά το 2010, την επάρκεια των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις, τις προοπτικές ανάπτυξης και άντλησης καταθέσεων και την κερδοφορία της.

Η τράπεζα απάντησε σχετικά, στις 22 Φεβρουαρίου 2012, με την Κεντρική Τράπεζα να σχολιάζει πως συνεχίζει να διατηρεί επιφυλάξεις. Όπως αποδείχθηκε, η συγκεκριμένη επένδυση αποτέλεσε αποτυχία για την Τράπεζα Κύπρου αφού παρά τις προσπάθειες που έγιναν ούτε απέφερε τα αναμενόμενα κέρδη, ούτε πωλήθηκε σε τιμή που να αποσβένει τουλάχιστον την επένδυση που έγινε. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν τελικά η Τράπεζα Κύπρου κατάφερε να πωλήσει την Uniastrum χαρακτηρίστηκε ως μία πράξη με την οποία ξεφορτώθηκαν ένα μπελά και ως την τελευταία σημαντική κίνηση για να αποκοπούν από λάθη του παρελθόντος.

Περί υπεραξίας

Επί της ουσίας της έρευνας της Κεφαλαιαγοράς, δηλαδή αν όντως έπρεπε να μειωθεί η υπεραξία της ρωσικής θυγατρικής, η επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα ότι δεν υπήρχαν σχετικές ενδείξεις για απομείωση. Από τα ευρήματα της Επιτροπής προέκυψε πως η απόκλιση των πραγματικών αποτελεσμάτων της ρωσικής θυγατρικής από τα προβλεπόμενα ήταν της τάξης του 95%, στις 30.6.2012. Ενδεικτικά αναφέρεται πως η απόκλιση για την περίοδο 1/2009 μέχρι 6/2012 η πραγματική απόκλιση από τα προβλεπόμενα αποτελέσματα ήταν €81,500,000 ή ποσοστό 75%.

Η Κεφαλαιαγορά χρησιμοποίησε τρία διαφορετικά σενάρια για να υπολογίσει αν θα έπρεπε να απομειωθεί η υπεραξία της θυγατρικής στη Ρωσία. Το πρώτο σενάριο αφορούσε την αύξηση των προβλέψεων για επισφαλείς χρεώστες κατά 20% κάτι που οδηγούσε σε ανάγκη για απομείωση 121 εκατ. ευρώ από 30.6.2012. Το δεύτερο σενάριο αφορούσε μείωση των εισοδημάτων από τόκους δανείων κατά 3% και αύξηση στα καταθετικά επιτόκια κατά 2%, που συνεπαγόταν ανάγκη για απομείωση της τάξης των 119 εκατ. ευρώ. Το τρίτο σενάριο προέβλεπε αύξηση του προεξοφλητικού επιτοκίου για να ληφθεί υπόψη ο αυξημένος κίνδυνος υλοποίησης των ιδιαίτερα αισιόδοξων προβλέψεων της τράπεζας. Με βάση αυτό το σενάριο, προέκυπτε ανάγκη για απομείωση 115 εκατ. ευρώ.

Τα προβλήματα

Σύμφωνα με την Κεφαλαιαγορά, στοιχεία που είχε ενώπιόν της η Τράπεζα πριν την ανακοίνωση στις 30.8.2012 της εξαμηνιαίας οικονομικής έκθεσης για την περίοδο που έληξε στις 30.6.2012 η Uniastrum αντιμετώπιζε σωρεία προβλημάτων που επιδείνωναν τα αποτελέσματα της και τα οποία ήταν εις γνώση της Τράπεζας. Το πρώτο ήταν υψηλές επισφάλειες και λειτουργικά προβλήματα μετά την εξαγορά της από την Τράπεζα. Υπήρχαν επίσης προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας με αποτέλεσμα να χρειάζεται τη συνεχή σημαντική οικονομική στήριξη (funding) από τη μητρική.

Η Κεφαλαιαγορά σημειώνει πως η Τράπεζα είχε ενώπιόν της, την έκθεση της Ernst & Young για τον έλεγχο της απομείωσης 30.6.2012, η οποία, για πρώτη φορά, έδειχνε χαμηλή αξία για την Uniastrum, μεταξύ 392 εκατ. ευρώ και 578 εκατ. ευρώ και με διάμεση αξία (central) τα 476 εκατ. ευρώ. Η διαφορά από τη λογιστική αξία της Uniastrum (510 εκατ. ευρώ) ήταν από αρνητική 118 εκατ. ευρώ σε θετική 68 εκατ. ευρώ. H διάμεση αξία (central) ήταν πιο κάτω από τη λογιστική της αξία κατά 34 εκατ. ευρώ.

Πρώτη αντίδραση στην ποινή

Έκδηλα εσφαλμένη χαρακτήρισαν την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, πρώην μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου σημειώνοντας ότι θα την προσβάλουν ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.

Τα πρόστιμα συνολικού ύψους 445 χιλ. ευρώ επιβλήθηκαν ως εξής:

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία 25 χιλ. ευρώ
Ανδρέας Αρτέμη 70χιλ. ευρώ
Γιάννης Κυπρή, Διευθύνων Σύμβουλος 70 χιλ. ευρώ
Γιάννης Πεχλιβανίδης, Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος 70 χιλ. ευρώ
Σταύρος Κωνσταντινίδης, Πρόεδρος Επιτροπής Ελέγχου της Τράπεζας 50 χιλ. ευρώ
Κώστας Σεβέρης, Μέλος Επιτροπής Ελέγχου της Τράπεζας 30 χιλ. ευρώ
Γεώργιος Γεωργιάδης, Μέλος Επιτροπής Ελέγχου της Τράπεζας 30 χιλ. ευρώ
Ειρήνη Καραμάνου, Μέλος Επιτροπής Ελέγχου της Τράπεζας 30 χιλ. ευρώ
Χρίστης Χατζημιτσής Ανώτερος Γενικός Διευθυντής 70.χιλ. ευρώ

«Η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι έκδηλα εσφαλμένη και κατά την άποψή μας διαπνέεται από μια προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων στην κοινή γνώμη κατά αδικαιολόγητο και αστήρικτο τρόπο», αναφέρουν σε ανακοίνωση των νομικών συμβούλων πρώην διοικητικοί σύμβουλοι της τράπεζας.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, «η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς βρίσκεται σε σύγκρουση με την γνώμη/βεβαίωση των ανεξάρτητων εξωτερικών ελεγκτών της Τράπεζας, Ernst & Young, που με βάση την ισχύουσα νομοθεσία όφειλαν να βεβαιώσουν και βεβαίωσαν προς το Διοικητικό Συμβούλιο ότι οι εν λόγω Οικονομικές Καταστάσεις είχαν καταρτισθεί σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα».

Ρεπορτάζ της οικονομικής Καθημερινής

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση